Η Ευγενία Ουζουνίδου για την περιβαλλοντική χρεοκοπία στα χρόνια του Μνημονίου
Πραγματοποιήθηκε χθες, Τετάρτη, στον πολυχώρο «Φλοράλ» η 2η εκδήλωση του κύκλου Κοινωνία Υπό Κατασκευή με θέμα "Γη και Ύδωρ: η περιβαλλοντική χρεοκοπία στα χρόνια του Μνημονίου" και με ομιλητές τον πανεπιστημιακό Μ. Ζέρβα, τον δήμαρχο Ελληνικού Χρ. Κορτζίδη, τον δήμαρχο Κερατέας Στ. Ιατρού, τον γιατρό Ν. Πλεύρη και τη βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ Π.Ε. Κοζάνης Ε. Ουζουνίδου. Συντονιστής της εκδήλωσης ήταν ο δημοσιογράφος Αρ. Χατζηστεφάνου.
Οι ομιλητές ανέπτυξαν στις τοποθετήσεις τους θέματα σχετικά με μια υποφωτισμένη πλευρά των ποικίλων επιπτώσεων των Μνημονίων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από το ΔΝΤ, την ΕΕ, την ΕΚΤ και τα οποία αφορούν στην περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλούν οι βάρβαρες πολιτικές του.
Αναφέρθηκαν στη χώρα μας που, με υποβαθμισμένη χωροταξική και περιβαλλοντική πολιτική, η επιβολή των μνημονιακών μέτρων έχει δραματικά αποτελέσματα Επίσης τόνισαν ότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ακούγαμε τις επικοινωνιακές ατάκες του Γιώργου Παπανδρέου περί πράσινης ανάπτυξης και Δανίας του Νότου, για να φτάσουμε σήμερα να υποθηκεύονται μέσω των ιδιωτικοποιήσεων φυσικοί πόροι, όπως το νερό, ή ο ορυκτός μας πλούτος να ξεπουλιέται με σκανδαλώδεις παραχωρήσεις γης, όπως το δάσος στις Σκουριές της Χαλκιδικής που δόθηκε εν μία νυκτί στους χρυσοθήρες της Εldorado. Παράλληλα υπογράμμισαν πως η έννοια του δημόσιου ανοιχτού χώρου δέχεται μια πρωτοφανή επίθεση, όπως φαίνεται μέσα από τις προθέσεις της πώλησης του παραλιακού μετώπου της Αθήνας. Όλα αυτά, σημείωσαν, οδηγούν να στερηθούμε ένα βασικότατο ανθρώπινο δικαίωμα: την πρόσβαση σε ελεύθερο, ανοιχτό και καθαρό περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, πρόσθεσαν, πως στο όνομα μιας κατάμαυρης ανάπτυξης και της δήθεν εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους ανοίγεται ένα πεδίο business λαμπρό, αφού οι φυσικοί πόροι, ο ορυκτός πλούτος, η ίδια η γη πουλιούνται κάτω από την αξία τους, όσο όσο, έτσι που να φτάσουμε να πούμε "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" και περιβαλλοντικά.
Τα ερωτήματα που απασχόλησαν επίσης τους ομιλητές ήταν: Μπορούμε να τους σταματήσουμε; Τι μας διδάσκουν εμπειρίες χωρών όπως η Βολιβία με τον πόλεμο του νερού; Τι αντιτάσσουμε στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας; Πώς μπορεί να συντονιστεί ένας αγώνας ενάντια στις επιδρομές που σχετίζονται με το περιβάλλον; Ποιος κερδίζει από την καταλήστευση των φυσικών μας πόρων; Αυξάνεται το δημόσιο χρέος εξαιτίας αυτής της επιδρομής;
Ολόκληρη η ομιλία της Ευγενίας Ουζουνίδου, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ Π.Ε. Κοζάνης:
Φίλες και φίλοι,
Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της αποψινής εκδήλωσης για την πρόσκληση που μου απηύθυναν ώστε να συμμετέχω στο πάνελ της συζήτησης.
Μια εκδήλωση ιδιαίτερα χρήσιμη και κατατοπιστική για όσους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ασχολούμαστε με τα ζητήματα ιδιωτικοποίησης «γης και νερού» στη χώρα μας και διεθνώς.
Μία από τις βασικότερες επιλογές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και πυρήνας της αντίληψής της αποτελεί η εκποίηση του δημόσιου πλούτου και η ιδιωτικοποίησή του.
Στην Ελλάδα η στρατηγική των ιδιωτικοποιήσεων μπορεί να ξεκίνησε τη δεκαετία του '90 και να κατάφερε το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων εταιρειών να περάσουν σε χέρια ιδιωτών, σήμερα όμως, με την ενορχήστρωση των ιδιωτικοποιήσεων από μεριάς Τρόικας ως προαπαιτούμενων για τις δανειακές Συμβάσεις των Μνημονίων, παίρνει μορφή χιονοστιβάδας ως προς τις υπολειπόμενες δημόσιες επιχειρήσεις.
Την ίδια ώρα, σε πρώτο πλάνο μπαίνει η ιδιωτικοποίηση του νερού.
Διεθνής εμπειρία
Η ακολουθούμενη σήμερα πολιτική στη χώρα μας σε σχέση με τη γη και το νερό δεν είναι νέα, αντίθετα αποτελεί δοκιμασμένη «συνταγή» και είναι απολύτως όμοια με αυτή που ακολουθήθηκε τα περασμένα χρόνια στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, όπου είχε καταστροφικά αποτελέσματα για ολόκληρες χώρες και τους λαούς τους.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μανιφέστο «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» για έξοδο απ' την κρίση χρέους αναπτυσσόμενων χωρών που βρίσκονταν ή θα έμπαιναν σε προγράμματα του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας με την ενεργή στήριξη του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.
Η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και μιας σειράς κρατικών λειτουργιών ανήκε και ανήκει στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής που η τρόικα εφαρμόζει πλέον και στην Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια, με πρώτο θύμα και πειραματόζωο την Ελλάδα.
Ωστόσο, η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων της δημόσιας περιουσίας δε γεννήθηκε με το νεοφιλελευθερισμό: Προϋπήρχε στο οπλοστάσιο του συστήματος.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την άλλη όψη της πολιτικής των κρατικοποιήσεων, ανάλογα με τις κάθε φορά ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου.
Ας δούμε όμως τι έγινε με τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων εταιρειών όπου εφαρμόστηκε η παραπάνω πολιτική και συγκεκριμένα των εταιρειών ύδρευσης.
Σχεδόν πάντα, αυτές όπου έγιναν ή γίνονται έχουν ένα κοινό παρανομαστή:
γίνονται υπό την πίεση των διεθνών δανειστών σε χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος ή υπό την πίεση πολυεθνικών και πολιτικών σε χώρες με εύρωστη οικονομία.
Το βασικό επιχείρημα είναι πως το κράτος καθυστερεί πολύ να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες οι οποίες κρίνονται αναποτελεσματικές, στην ουσία όμως,
οι χώρες που εφάρμοσαν το δόγμα αυτό οδηγήθηκαν στη δημιουργία ενός πανίσχυρου ιδιωτικού μονοπωλίου όπου εξαγορές και συγχωνεύσεις κατέλυσαν κάθε έννοια ανταγωνισμού και κάθε ελπίδα για μειωμένα τιμολόγια.
Τι έχει συμβεί όμως στις χώρες που το δίκτυο αποκρατικοποιήθηκε;
Η Αργεντινή ήταν από τις πρώτες χώρες που ιδιωτικοποίησε το σύστημα ύδρευσης της.
Το 1993 η κυβέρνηση παρέδωσε τη δημοτική ύδρευση σε ένα consortium πολυεθνικών και τοπικών εταιρειών. Οι εταιρείες τοποθέτησαν σε θέσεις κλειδιά φίλους της κυβέρνησης με τεράστιους μισθούς ενώ για να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος επέβαλαν αύξηση των τιμολογίων που έπληξαν εκατομμύρια φτωχών. Μείωσαν τα έξοδα συντήρησης, ενώ δεν προχώρησαν στην αντικατάσταση των παλιών σωλήνων.
Με την οικονομική κρίση που ακολούθησε, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους λογαριασμούς νερού και το 2005 οι πολυεθνικές αποσύρθηκαν από το πρόγραμμα.
Η κυβέρνηση επανακρατικοποίησε το δίκτυο, του οποίου όμως οι ζημιές ήταν τόσο μεγάλες ώστε χρειάστηκε να το αποκαταστήσει από την αρχή.
Στη Νότια Αφρική η ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης είχε ως αποτέλεσμα μια από τις χειρότερες επιδημίες χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Γιοχάνεσμπουργκ το 2000-2002, όταν οι κάτοικοι των παραγκοπουπόλεων αποσυνδέθηκαν από το ιδιωτικό δίκτυο ύδρευσης επειδή αδυνατούσαν να πληρώσουν τους αυξημένους λογαριασμούς.
Η κυβέρνηση αντέδρασε και υποχρέωσε τις ιδιωτικές εταιρείες να παρέχουν τουλάχιστον 25 λίτρα νερό σε κάθε κάτοικο καθημερινά κατά τη διάρκεια της επιδημίας.
Αν και οι εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα συμμορφώθηκαν με την απόφαση αλλά εξακολούθησαν να αποσυνδέουν το νερό στους φτωχούς.
Το 2003 η Τανζανία υποχρεώθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να ιδιωτικοποιήσει άμεσα το απαρχαιωμένο και αναποτελεσματικό της δημόσιο δίκτυο ως αντάλλαγμα δανείων.
Κανείς δεν ήθελε να επενδύσει στην αγορά της Τανζανίας και το ΔΝΤ ασκούσε όλο και μεγαλύτερες πιέσεις. Η χώρα προχώρησε στο ξεπούλημα του δικτύου στην βρετανική Biwater.
Το ειρωνικό της απόφασης ήταν πως η κυβέρνηση της Τανζανίας υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην χρηματοδότηση των επενδύσεων της Biwater στο δίκτυο με δάνεια που της έδωσε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ως αντάλλαγμα για την ιδιωτικοποίηση.
Μέσα σε ένα χρόνο από την έλευση της Biwater, οι καταναλωτές είδαν τους λογαριασμούς του νερού να τριπλασιάζονται ενώ οι φτωχότεροι αποσυνδέθηκαν από το δίκτυο.
Η εταιρεία δεν έκανε καμία επένδυση.
Τελικά η Τανζανία επανακρατικοποίησε το δίκτυο ύδρευσης και έδιωξε την Biwater από τη χώρα.
Το 1997 στις Φιλιππίνες, η κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και ύστερα από συμβουλές της Παγκόσμιας Τράπεζας αποφασίζει να πουλήσει το νερό.
Από το 2001 και μετά οι τιμές αυξήθηκαν μέχρι και 500% σε σχέση με τα επίπεδα του 1997.
Το 2003 εκατοντάδες άνθρωποι προσβλήθηκαν από επιδημία χολέρας εξαιτίας της κακής συντήρησης του δικτύου.
Στην Ευρώπη,
Το 2008 στη Γαλλία ο δήμος του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει την σύμβαση με τις ιδιωτικές εταιρείες που κατείχαν το δίκτυο από το 1985, αλλά να αναλάβει η δημοτική αρχή το δίκτυο.
Το 2010 ιδρύεται δημοτική εταιρεία και ο δήμος καταφέρνει να εξοικονομήσει 35 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο προχωρώντας παράλληλα σε μείωση των τιμολογίων κατά 8%.
Στην Γερμανία οι υπηρεσίες ύδρευσης ανήκουν στον δημόσιο τομέα παντού εκτός από το Βερολίνο, ενώ
η Ολλανδία με νόμο του 2004 κήρυξε παράνομη κάθε συμμετοχή ιδιωτικού οργανισμού σε υπηρεσίες ύδρευσης.
Στην Ιταλία, το 2011 διάφορες οργανώσεις πέτυχαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με το 95% των πολιτών που ψήφισαν να τάσσονται υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα του νερού.
Ενώ λοιπόν παγκοσμίως οι ιδιωτικοποιήσεις του νερού έχουν αποτύχει και υπάρχει έντονη τάση επανακρατικοποίησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει την πώληση των δικτύων ύδρευσης ως μία από τις προϋποθέσεις των οικονομικών πακέτων διάσωσης σε Ελλάδα και Πορτογαλία.
Η ελληνική κυβέρνηση, και όσοι τη στηρίζουν, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες ενέκρινε το νομοσχέδιο για τις αποκρατικοποιήσεις, μεταξύ των οποίων και του δικτύου ύδρευσης.
Η Ελλάδα
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δε συνδέεται συγκυριακά μόνο με την αξίωση των δανειστών για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, αλλά συνιστά μια σύνθετη διαδικασία.
Παράλληλα, η κρίση και η υπερχρέωση της χώρας μας, κι ακόμα περισσότερο η μετατροπή της σε προτεκτοράτο μέσω των μνημονιακών πολιτικών και της Τρόικας, διευκόλυνε τη διαδικασία αποκρατικοποιήσεων και ταυτόχρονα άνοιξε το δρόμο για το πλήρες ξεπούλημα των «ασημικών της χώρας».
Στην δε περίπτωση της Ελλάδας, αυτή η πολιτική τείνει στην εκμηδένιση του υπολειπόμενου δημόσιου τομέα της οικονομίας, στο «τσιμέντωμα» και την εξαφάνιση της αδόμητης γης και των τελευταίων ελεύθερων χώρων στις πόλεις, αλλά και γενικά στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, των λιμανιών, των αεροδρομίων και του νερού.
Ο στόχος για φέτος περιλαμβάνει προώθηση συνολικά 29 project, μεταξύ των οποίων ολοκλήρωση της πώλησης δημόσιων επιχειρήσεων, όπως οι ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ, τα ΕΛΤΑ, ο χρυσοφόρος ΟΠΑΠ, τα ΕΛΠΕ, η ΕΥΑΘ, το «καλύτερο παραθαλάσσιο οικόπεδο της Ευρώπης», παραλιακές εκτάσεις και η προετοιμασία πώλησης, μεταξύ άλλων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ, μαρίνων, λιμανιών και αεροδρομίων.
Στόχος του ΤΑΙΠΕΔ, να έχουν πουληθεί όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του 2014.
Ξεπουλάνε δηλαδή όσο- όσο τους φυσικούς πόρους, μετατρέπουν τα δημόσια αγαθά σε εμπορεύματα, για να εισπράξουν για την περίοδο 2013-2016, μόλις 2.5 δισ. ευρώ για το 2013,
4.9 δισ. ευρώ για το 2014,
6.δισ. ευρώ για το 2015,
και 9.5 δισ. ευρώ για το 2016.
Πρώτο έρχεται το πωλητήριο σε δημόσιες επιχειρήσεις, παραχωρήσεις δικαιωμάτων στα παίγνια, υποδομές καθώς και τραπεζικές μετοχές που είτε έχει στην κατοχή του το Δημόσιο είτε θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Αυτά τα περιουσιακά στοιχεία έχουν εκτιμώμενη αξία 26 δισ. ευρώ.
Σε αυτά προστίθενται 81.000 ακίνητα με εκτιμώμενη αξία 20-28 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό καθοριστικός είναι ο ρόλος της ΕΤΑΔ (συγχώνευση της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου με τα Τουριστικά Ακίνητα).
Η ΕΤΑΔ συγκεντρώνει σήμερα όλη την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου και δεν αποτελεί παρά προθάλαμο για το ΤΑΙΠΕΔ.
Και γνωρίζουμε πως, ό,τι μπαίνει στο ΤΑΙΠΕΔ, δεν επιστρέφει στο Δημόσιο. Και ό,τι δεν πουληθεί, τότε γίνεται εκκαθάρισή του.
Το νερό
Συγκεκριμένα και σε ό,τι αφορά στο νερό.
Σε μια περίοδο που ο νεοφιλελευθερισμός έχει εμπορευματοποιήσει κάθε φυσικό πόρο, το νερό δε ξεφεύγει κι αυτό από τους κανόνες της αγοράς.
Η εμπορευματοποίησή του καθιστά τη διαχείρισή του πιο δύσκολη, όταν μάλιστα το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης έχει συγκεντρώσει το μέγιστο των δραστηριοτήτων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη που έχουν το 70% του πληθυσμού της χώρας με περιορισμένους υδατικούς πόρους και που για να καλύψουν τις ανάγκες τους μεταφέρουν υδατικούς πόρους από άλλες περιοχές.
Αν μάλιστα σ’ αυτήν την κατάσταση προσθέσουμε τις ανάγκες ύδρευσης για την γεωργία των μεγάλων κάμπων της χώρας, καταλαβαίνουμε τότε ότι το πρόβλημα της διαχείρισης, της προσφοράς και της ζήτησης των υδατικών πόρων γίνεται εξαιρετικά πολύπλοκο.
Το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των περασμένων ετών, έχει οδηγήσει στην αλόγιστη εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων, με υπεραντλήσεις των υπόγειων νερών.
Αυτές σε συνδυασμό με τις συνεχείς ρυπάνσεις των επιφανειακών νερών και των υδροφόρων στρωμάτων από γεωργικά, βιομηχανικά και αστικά απόβλητα, περιορίζουν σημαντικά τα αποθέματα των νερών καλής ποιότητας και μειώνουν τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων και η τωρινή προχωρούν σε μια σειρά μέτρων πυροσβεστικού χαρακτήρα, αναποτελεσματικών και αντιλαϊκών.
Το πρόβλημα της προστασίας, αξιοποίησης και τελικά της ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα.
Και το νερό, από τους φυσικούς πόρους αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για την επιβίωση της ζωής στον πλανήτη.
Η χωρική και χρονική ανισοκατανομή του παράλληλα με τη συνεχώς αυξανόμενη ρύπανσή του μειώνει δραματικά τα διαθέσιμα αποθέματά του.
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση παγκόσμιοι οργανισμοί από τον ΟΗΕ μέχρι το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα προσπαθούν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του νερού, αλλά και γενικότερα το περιβαλλοντολογικό ζήτημα με εργαλείο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που μοναδικό στόχο έχει τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Προωθείται έτσι ένα σπάταλο καταναλωτικό μοντέλο που το τελευταίο που το ενδιαφέρει είναι το περιβάλλον και το νερό.
Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της λογικής είναι οι προτάσεις που διατυπώνονται σε σχετικές παγκόσμιες συνδιασκέψεις (π.χ. Γιοχάνεσμπουργκ), που ζητάνε να ανατεθεί σε πολυεθνικές εταιρείες, η αντιμετώπιση της λειψυδρίας που μαστίζει ολόκληρες περιοχές.
Στην ίδια κατεύθυνση η Ε.Ε. ολοκλήρωσε την πολιτική της για το νερό στο πλαίσιο της οδηγίας 60/2000, περιλαμβάνοντας μια σειρά τεχνοκρατικού περιεχομένου δράσεις και παράλληλα στον πυρήνα της έχει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που σε άλλα σημεία είναι φανερή και σε άλλα όχι.
Βασικό σημείο της οδηγίας είναι ότι προσαρμόζει τη διαχείριση, κυρίως το ποιοτικό της κριτήριο, στα προβλήματα των Βορείων χωρών και υποτιμάει το ποσοτικό σκέλος και την αναπτυξιακή διάσταση των υδάτινων πόρων σε βάρος των χωρών του Νότου.
Παράλληλα θεωρεί το νερό εμπόρευμα και χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία της αγοράς για την επιβολή της διαχείρισης, ενώ σε ό,τι αφορά στην επιβολή κάποιων υποχρεωτικών χρονοδιαγραμμάτων και ρητρών για την αποκατάσταση υποβαθμισμένων υδατικών πόρων αφήνει τόσες εξαιρέσεις και δικαιολογίες που αναιρεί στην πράξη τις όποιες σωστές θέσεις περιέχει.
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, την περασμένη βδομάδα ξεκίνησαν και επίσημα πλέον οι διαδικασίες για την ιδιωτικοποίηση του νερού της Θεσσαλονίκης.
Μετά την ανακοίνωση της πρόσκλησης από το ΤΑΙΠΕΔ για την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την απόκτηση ποσοστού συμμετοχής της ΕΥΑΘ Α.Ε.
Το δημόσιο έχει μεταφέρει στο ΤΑΙΠΕΔ το 74% της ΕΥΑΘ εκ του οποίου προς πώληση βγαίνει το 51% επί του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου μέσω διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει ανακοινωθεί η διαδικασία του διαγωνισμού πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το Νοέμβρη του 2013 και αφορά στο 51% της εταιρείας καθώς και το management.
Όσον αφορά στο υπόλοιπο 23% που βρίσκεται προς πώληση, αναμένεται να βγει στο «σφυρί» σε μεταγενέστερο χρονοδιάγραμμα.
Σημειώνεται πως δεν ξεκινήσανε τις ιδιωτικοποιήσεις από την ΕΥΔΑΠ, εξαιτίας του μεγέθους της εταιρίας και του μεγάλου αριθμού των εργαζομένων της.
Ξεκίνησαν από την ΕΥΑΘ, γιατί τη θεωρούν πιο εύκολη υπόθεση, καθώς έχει σχετικά μικρό μέγεθος και ιδιαίτερα μικρό αριθμό εργαζομένων.
Να τονίσουμε ότι η ΕΥΑΘ ΑΕ είναι μια κερδοφόρα επιχείρηση, με περίπου 70 εκατ. κέρδη την τελευταία πενταετία.
Δεν επιδοτείται από το ελληνικό κράτος, δεν έχει οφειλές προς αυτό.
Για επιχείρηση, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της σταδιακής ιδιωτικοποίησης, οι περισσότερες τεχνικές εργασίες της ανατίθενται σε εργολάβους, ενώ έχει αμφισβητηθεί κατ’ επανάληψη η τήρηση ορθών κανόνων στις δημοπρασίες.
Παράλληλα ο βιολογικός καθαρισμός και το διυλιστήριο νερού έχουν κατασκευαστεί με δημόσια χρηματοδότηση (δικά μας λεφτά), ενώ η διαχείρισή τους (και τα κέρδη τους) έχουν δοθεί σε ιδιώτες μέσα από φωτογραφικούς διαγωνισμούς και σκανδαλώδεις συμβάσεις.
Τέλος, να σημειώσω ότι στα προηγούμενα χρόνια, ενώ δεν υπήρχε πρόβλημα λειψυδρίας, υπήρξαν αυξήσεις των τιμολογίων του νερού, με μοναδικό στόχο την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση των εταιρειών ύδρευσης και τη στήριξη της κερδοφορίας των μετοχών τους.
Η πρόταση της Αριστεράς
Η Αριστερά έχει λόγο σε όλο αυτό;
Θα έλεγα πως ο αγώνας κατά των ιδιωτικοποιήσεων δεν είναι ένας αγώνας οπισθοφυλακής για τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων.
Είναι ένας αγώνας διατήρησης και δημιουργίας προϋποθέσεων για ένα διαφορετικό μέλλον.
Στόχος είναι ένας ριζικά ανασυγκροτημένος δημόσιος τομέας - στον οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και οι κρατικές τράπεζες - τον οποίο μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα έχει ως κύριο εργαλείο για έξοδο της χώρας απ΄ την κρίση, με αύξηση της απασχόλησης και στο πλαίσιο μιας ολόπλευρης παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω της ασύδοτης λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς, αλλά μόνο μέσα από τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά στο νερό, θα πρέπει να έχουμε κατά νου και να τονίζουμε συνεχώς ότι αποτελεί φυσικό πόρο σε ανεπάρκεια και όχι εμπόρευμα.
Μέγιστης λοιπόν σημασίας για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και της ίδιας της ζωής είναι η αποδέσμευση της ιδιοκτησίας του από τον ιδιοκτήτη γης.
Επίσης, η ποσοτική και ποιοτική του διάσταση θα πρέπει να αξιολογούνται ισότιμα, ιδιαίτερα λόγω της χωρικής και χρονικής ανισομέρειας διαθεσιμότητάς του στη χώρα μας.
Η άσκηση μιας βιώσιμης αναπτυξιακής πολιτικής πρέπει να εναρμονίζεται με τη διαθεσιμότητα και την ορθολογική αξιοποίηση των υδατικών πόρων- και γενικότερα των φυσικών πόρων- και κατά συνέπεια, οποιοδήποτε εθνικό, περιφερειακό και κλαδικό αναπτυξιακό πρόγραμμα θα πρέπει να συνοδεύεται από το αντίστοιχο πρόγραμμα ανάπτυξης και προστασίας των υδατικών πόρων.
Η διαχείριση των υδατικών πόρων απαιτεί ενιαία αντιμετώπιση όλων των δραστηριοτήτων που αφορούν στην ανάπτυξη και προστασία τους.
Παράλληλα πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση της κοστολόγησης και της τιμολόγησης του νερού.
Σε ό,τι αφορά στην τιμολόγηση του νερού, πρέπει να ισχύει η αρχή ότι η πολιτεία οφείλει να καλύπτει με επάρκεια τις βασικές ανάγκες σε νερό, με αντίστοιχη ποιότητα για κάθε χρήση, όχι στη βάση εμπορευματικών, ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι ο αγώνας για το νερό ως δημόσιο αγαθό είναι αγώνας και υπόθεση όλης της κοινωνίας.
Οι αγώνες και οι δράσεις των κατοίκων σε περιοχές του κόσμου που αντιμετώπισαν ανάλογες επιθέσεις στο δημόσιο αγαθό του νερού από πολυεθνικές και ιδιώτες, κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που βλέπουμε να γίνεται και στις Σκουριές με την εξόρυξη χρυσού, είναι εστίες αντίστασης που δείχνουν το δρόμο για το πώς μπορεί να κερδίσουμε τις μικρές μάχες στην πορεία για τις μεγάλες.
Οι ομιλητές ανέπτυξαν στις τοποθετήσεις τους θέματα σχετικά με μια υποφωτισμένη πλευρά των ποικίλων επιπτώσεων των Μνημονίων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από το ΔΝΤ, την ΕΕ, την ΕΚΤ και τα οποία αφορούν στην περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλούν οι βάρβαρες πολιτικές του.
Αναφέρθηκαν στη χώρα μας που, με υποβαθμισμένη χωροταξική και περιβαλλοντική πολιτική, η επιβολή των μνημονιακών μέτρων έχει δραματικά αποτελέσματα Επίσης τόνισαν ότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ακούγαμε τις επικοινωνιακές ατάκες του Γιώργου Παπανδρέου περί πράσινης ανάπτυξης και Δανίας του Νότου, για να φτάσουμε σήμερα να υποθηκεύονται μέσω των ιδιωτικοποιήσεων φυσικοί πόροι, όπως το νερό, ή ο ορυκτός μας πλούτος να ξεπουλιέται με σκανδαλώδεις παραχωρήσεις γης, όπως το δάσος στις Σκουριές της Χαλκιδικής που δόθηκε εν μία νυκτί στους χρυσοθήρες της Εldorado. Παράλληλα υπογράμμισαν πως η έννοια του δημόσιου ανοιχτού χώρου δέχεται μια πρωτοφανή επίθεση, όπως φαίνεται μέσα από τις προθέσεις της πώλησης του παραλιακού μετώπου της Αθήνας. Όλα αυτά, σημείωσαν, οδηγούν να στερηθούμε ένα βασικότατο ανθρώπινο δικαίωμα: την πρόσβαση σε ελεύθερο, ανοιχτό και καθαρό περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, πρόσθεσαν, πως στο όνομα μιας κατάμαυρης ανάπτυξης και της δήθεν εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους ανοίγεται ένα πεδίο business λαμπρό, αφού οι φυσικοί πόροι, ο ορυκτός πλούτος, η ίδια η γη πουλιούνται κάτω από την αξία τους, όσο όσο, έτσι που να φτάσουμε να πούμε "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" και περιβαλλοντικά.
Τα ερωτήματα που απασχόλησαν επίσης τους ομιλητές ήταν: Μπορούμε να τους σταματήσουμε; Τι μας διδάσκουν εμπειρίες χωρών όπως η Βολιβία με τον πόλεμο του νερού; Τι αντιτάσσουμε στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας; Πώς μπορεί να συντονιστεί ένας αγώνας ενάντια στις επιδρομές που σχετίζονται με το περιβάλλον; Ποιος κερδίζει από την καταλήστευση των φυσικών μας πόρων; Αυξάνεται το δημόσιο χρέος εξαιτίας αυτής της επιδρομής;
Ολόκληρη η ομιλία της Ευγενίας Ουζουνίδου, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ Π.Ε. Κοζάνης:
Φίλες και φίλοι,
Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της αποψινής εκδήλωσης για την πρόσκληση που μου απηύθυναν ώστε να συμμετέχω στο πάνελ της συζήτησης.
Μια εκδήλωση ιδιαίτερα χρήσιμη και κατατοπιστική για όσους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ασχολούμαστε με τα ζητήματα ιδιωτικοποίησης «γης και νερού» στη χώρα μας και διεθνώς.
Μία από τις βασικότερες επιλογές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και πυρήνας της αντίληψής της αποτελεί η εκποίηση του δημόσιου πλούτου και η ιδιωτικοποίησή του.
Στην Ελλάδα η στρατηγική των ιδιωτικοποιήσεων μπορεί να ξεκίνησε τη δεκαετία του '90 και να κατάφερε το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων εταιρειών να περάσουν σε χέρια ιδιωτών, σήμερα όμως, με την ενορχήστρωση των ιδιωτικοποιήσεων από μεριάς Τρόικας ως προαπαιτούμενων για τις δανειακές Συμβάσεις των Μνημονίων, παίρνει μορφή χιονοστιβάδας ως προς τις υπολειπόμενες δημόσιες επιχειρήσεις.
Την ίδια ώρα, σε πρώτο πλάνο μπαίνει η ιδιωτικοποίηση του νερού.
Διεθνής εμπειρία
Η ακολουθούμενη σήμερα πολιτική στη χώρα μας σε σχέση με τη γη και το νερό δεν είναι νέα, αντίθετα αποτελεί δοκιμασμένη «συνταγή» και είναι απολύτως όμοια με αυτή που ακολουθήθηκε τα περασμένα χρόνια στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, όπου είχε καταστροφικά αποτελέσματα για ολόκληρες χώρες και τους λαούς τους.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μανιφέστο «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» για έξοδο απ' την κρίση χρέους αναπτυσσόμενων χωρών που βρίσκονταν ή θα έμπαιναν σε προγράμματα του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας με την ενεργή στήριξη του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.
Η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και μιας σειράς κρατικών λειτουργιών ανήκε και ανήκει στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής που η τρόικα εφαρμόζει πλέον και στην Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια, με πρώτο θύμα και πειραματόζωο την Ελλάδα.
Ωστόσο, η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων της δημόσιας περιουσίας δε γεννήθηκε με το νεοφιλελευθερισμό: Προϋπήρχε στο οπλοστάσιο του συστήματος.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την άλλη όψη της πολιτικής των κρατικοποιήσεων, ανάλογα με τις κάθε φορά ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου.
Ας δούμε όμως τι έγινε με τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων εταιρειών όπου εφαρμόστηκε η παραπάνω πολιτική και συγκεκριμένα των εταιρειών ύδρευσης.
Σχεδόν πάντα, αυτές όπου έγιναν ή γίνονται έχουν ένα κοινό παρανομαστή:
γίνονται υπό την πίεση των διεθνών δανειστών σε χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος ή υπό την πίεση πολυεθνικών και πολιτικών σε χώρες με εύρωστη οικονομία.
Το βασικό επιχείρημα είναι πως το κράτος καθυστερεί πολύ να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες οι οποίες κρίνονται αναποτελεσματικές, στην ουσία όμως,
οι χώρες που εφάρμοσαν το δόγμα αυτό οδηγήθηκαν στη δημιουργία ενός πανίσχυρου ιδιωτικού μονοπωλίου όπου εξαγορές και συγχωνεύσεις κατέλυσαν κάθε έννοια ανταγωνισμού και κάθε ελπίδα για μειωμένα τιμολόγια.
Τι έχει συμβεί όμως στις χώρες που το δίκτυο αποκρατικοποιήθηκε;
Η Αργεντινή ήταν από τις πρώτες χώρες που ιδιωτικοποίησε το σύστημα ύδρευσης της.
Το 1993 η κυβέρνηση παρέδωσε τη δημοτική ύδρευση σε ένα consortium πολυεθνικών και τοπικών εταιρειών. Οι εταιρείες τοποθέτησαν σε θέσεις κλειδιά φίλους της κυβέρνησης με τεράστιους μισθούς ενώ για να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος επέβαλαν αύξηση των τιμολογίων που έπληξαν εκατομμύρια φτωχών. Μείωσαν τα έξοδα συντήρησης, ενώ δεν προχώρησαν στην αντικατάσταση των παλιών σωλήνων.
Με την οικονομική κρίση που ακολούθησε, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους λογαριασμούς νερού και το 2005 οι πολυεθνικές αποσύρθηκαν από το πρόγραμμα.
Η κυβέρνηση επανακρατικοποίησε το δίκτυο, του οποίου όμως οι ζημιές ήταν τόσο μεγάλες ώστε χρειάστηκε να το αποκαταστήσει από την αρχή.
Στη Νότια Αφρική η ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης είχε ως αποτέλεσμα μια από τις χειρότερες επιδημίες χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Γιοχάνεσμπουργκ το 2000-2002, όταν οι κάτοικοι των παραγκοπουπόλεων αποσυνδέθηκαν από το ιδιωτικό δίκτυο ύδρευσης επειδή αδυνατούσαν να πληρώσουν τους αυξημένους λογαριασμούς.
Η κυβέρνηση αντέδρασε και υποχρέωσε τις ιδιωτικές εταιρείες να παρέχουν τουλάχιστον 25 λίτρα νερό σε κάθε κάτοικο καθημερινά κατά τη διάρκεια της επιδημίας.
Αν και οι εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα συμμορφώθηκαν με την απόφαση αλλά εξακολούθησαν να αποσυνδέουν το νερό στους φτωχούς.
Το 2003 η Τανζανία υποχρεώθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να ιδιωτικοποιήσει άμεσα το απαρχαιωμένο και αναποτελεσματικό της δημόσιο δίκτυο ως αντάλλαγμα δανείων.
Κανείς δεν ήθελε να επενδύσει στην αγορά της Τανζανίας και το ΔΝΤ ασκούσε όλο και μεγαλύτερες πιέσεις. Η χώρα προχώρησε στο ξεπούλημα του δικτύου στην βρετανική Biwater.
Το ειρωνικό της απόφασης ήταν πως η κυβέρνηση της Τανζανίας υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην χρηματοδότηση των επενδύσεων της Biwater στο δίκτυο με δάνεια που της έδωσε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ως αντάλλαγμα για την ιδιωτικοποίηση.
Μέσα σε ένα χρόνο από την έλευση της Biwater, οι καταναλωτές είδαν τους λογαριασμούς του νερού να τριπλασιάζονται ενώ οι φτωχότεροι αποσυνδέθηκαν από το δίκτυο.
Η εταιρεία δεν έκανε καμία επένδυση.
Τελικά η Τανζανία επανακρατικοποίησε το δίκτυο ύδρευσης και έδιωξε την Biwater από τη χώρα.
Το 1997 στις Φιλιππίνες, η κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και ύστερα από συμβουλές της Παγκόσμιας Τράπεζας αποφασίζει να πουλήσει το νερό.
Από το 2001 και μετά οι τιμές αυξήθηκαν μέχρι και 500% σε σχέση με τα επίπεδα του 1997.
Το 2003 εκατοντάδες άνθρωποι προσβλήθηκαν από επιδημία χολέρας εξαιτίας της κακής συντήρησης του δικτύου.
Στην Ευρώπη,
Το 2008 στη Γαλλία ο δήμος του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει την σύμβαση με τις ιδιωτικές εταιρείες που κατείχαν το δίκτυο από το 1985, αλλά να αναλάβει η δημοτική αρχή το δίκτυο.
Το 2010 ιδρύεται δημοτική εταιρεία και ο δήμος καταφέρνει να εξοικονομήσει 35 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο προχωρώντας παράλληλα σε μείωση των τιμολογίων κατά 8%.
Στην Γερμανία οι υπηρεσίες ύδρευσης ανήκουν στον δημόσιο τομέα παντού εκτός από το Βερολίνο, ενώ
η Ολλανδία με νόμο του 2004 κήρυξε παράνομη κάθε συμμετοχή ιδιωτικού οργανισμού σε υπηρεσίες ύδρευσης.
Στην Ιταλία, το 2011 διάφορες οργανώσεις πέτυχαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με το 95% των πολιτών που ψήφισαν να τάσσονται υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα του νερού.
Ενώ λοιπόν παγκοσμίως οι ιδιωτικοποιήσεις του νερού έχουν αποτύχει και υπάρχει έντονη τάση επανακρατικοποίησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει την πώληση των δικτύων ύδρευσης ως μία από τις προϋποθέσεις των οικονομικών πακέτων διάσωσης σε Ελλάδα και Πορτογαλία.
Η ελληνική κυβέρνηση, και όσοι τη στηρίζουν, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες ενέκρινε το νομοσχέδιο για τις αποκρατικοποιήσεις, μεταξύ των οποίων και του δικτύου ύδρευσης.
Η Ελλάδα
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δε συνδέεται συγκυριακά μόνο με την αξίωση των δανειστών για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, αλλά συνιστά μια σύνθετη διαδικασία.
Παράλληλα, η κρίση και η υπερχρέωση της χώρας μας, κι ακόμα περισσότερο η μετατροπή της σε προτεκτοράτο μέσω των μνημονιακών πολιτικών και της Τρόικας, διευκόλυνε τη διαδικασία αποκρατικοποιήσεων και ταυτόχρονα άνοιξε το δρόμο για το πλήρες ξεπούλημα των «ασημικών της χώρας».
Στην δε περίπτωση της Ελλάδας, αυτή η πολιτική τείνει στην εκμηδένιση του υπολειπόμενου δημόσιου τομέα της οικονομίας, στο «τσιμέντωμα» και την εξαφάνιση της αδόμητης γης και των τελευταίων ελεύθερων χώρων στις πόλεις, αλλά και γενικά στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, των λιμανιών, των αεροδρομίων και του νερού.
Ο στόχος για φέτος περιλαμβάνει προώθηση συνολικά 29 project, μεταξύ των οποίων ολοκλήρωση της πώλησης δημόσιων επιχειρήσεων, όπως οι ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ, τα ΕΛΤΑ, ο χρυσοφόρος ΟΠΑΠ, τα ΕΛΠΕ, η ΕΥΑΘ, το «καλύτερο παραθαλάσσιο οικόπεδο της Ευρώπης», παραλιακές εκτάσεις και η προετοιμασία πώλησης, μεταξύ άλλων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ, μαρίνων, λιμανιών και αεροδρομίων.
Στόχος του ΤΑΙΠΕΔ, να έχουν πουληθεί όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του 2014.
Ξεπουλάνε δηλαδή όσο- όσο τους φυσικούς πόρους, μετατρέπουν τα δημόσια αγαθά σε εμπορεύματα, για να εισπράξουν για την περίοδο 2013-2016, μόλις 2.5 δισ. ευρώ για το 2013,
4.9 δισ. ευρώ για το 2014,
6.δισ. ευρώ για το 2015,
και 9.5 δισ. ευρώ για το 2016.
Πρώτο έρχεται το πωλητήριο σε δημόσιες επιχειρήσεις, παραχωρήσεις δικαιωμάτων στα παίγνια, υποδομές καθώς και τραπεζικές μετοχές που είτε έχει στην κατοχή του το Δημόσιο είτε θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Αυτά τα περιουσιακά στοιχεία έχουν εκτιμώμενη αξία 26 δισ. ευρώ.
Σε αυτά προστίθενται 81.000 ακίνητα με εκτιμώμενη αξία 20-28 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό καθοριστικός είναι ο ρόλος της ΕΤΑΔ (συγχώνευση της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου με τα Τουριστικά Ακίνητα).
Η ΕΤΑΔ συγκεντρώνει σήμερα όλη την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου και δεν αποτελεί παρά προθάλαμο για το ΤΑΙΠΕΔ.
Και γνωρίζουμε πως, ό,τι μπαίνει στο ΤΑΙΠΕΔ, δεν επιστρέφει στο Δημόσιο. Και ό,τι δεν πουληθεί, τότε γίνεται εκκαθάρισή του.
Το νερό
Συγκεκριμένα και σε ό,τι αφορά στο νερό.
Σε μια περίοδο που ο νεοφιλελευθερισμός έχει εμπορευματοποιήσει κάθε φυσικό πόρο, το νερό δε ξεφεύγει κι αυτό από τους κανόνες της αγοράς.
Η εμπορευματοποίησή του καθιστά τη διαχείρισή του πιο δύσκολη, όταν μάλιστα το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης έχει συγκεντρώσει το μέγιστο των δραστηριοτήτων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη που έχουν το 70% του πληθυσμού της χώρας με περιορισμένους υδατικούς πόρους και που για να καλύψουν τις ανάγκες τους μεταφέρουν υδατικούς πόρους από άλλες περιοχές.
Αν μάλιστα σ’ αυτήν την κατάσταση προσθέσουμε τις ανάγκες ύδρευσης για την γεωργία των μεγάλων κάμπων της χώρας, καταλαβαίνουμε τότε ότι το πρόβλημα της διαχείρισης, της προσφοράς και της ζήτησης των υδατικών πόρων γίνεται εξαιρετικά πολύπλοκο.
Το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των περασμένων ετών, έχει οδηγήσει στην αλόγιστη εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων, με υπεραντλήσεις των υπόγειων νερών.
Αυτές σε συνδυασμό με τις συνεχείς ρυπάνσεις των επιφανειακών νερών και των υδροφόρων στρωμάτων από γεωργικά, βιομηχανικά και αστικά απόβλητα, περιορίζουν σημαντικά τα αποθέματα των νερών καλής ποιότητας και μειώνουν τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων και η τωρινή προχωρούν σε μια σειρά μέτρων πυροσβεστικού χαρακτήρα, αναποτελεσματικών και αντιλαϊκών.
Το πρόβλημα της προστασίας, αξιοποίησης και τελικά της ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα.
Και το νερό, από τους φυσικούς πόρους αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για την επιβίωση της ζωής στον πλανήτη.
Η χωρική και χρονική ανισοκατανομή του παράλληλα με τη συνεχώς αυξανόμενη ρύπανσή του μειώνει δραματικά τα διαθέσιμα αποθέματά του.
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση παγκόσμιοι οργανισμοί από τον ΟΗΕ μέχρι το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα προσπαθούν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του νερού, αλλά και γενικότερα το περιβαλλοντολογικό ζήτημα με εργαλείο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που μοναδικό στόχο έχει τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Προωθείται έτσι ένα σπάταλο καταναλωτικό μοντέλο που το τελευταίο που το ενδιαφέρει είναι το περιβάλλον και το νερό.
Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της λογικής είναι οι προτάσεις που διατυπώνονται σε σχετικές παγκόσμιες συνδιασκέψεις (π.χ. Γιοχάνεσμπουργκ), που ζητάνε να ανατεθεί σε πολυεθνικές εταιρείες, η αντιμετώπιση της λειψυδρίας που μαστίζει ολόκληρες περιοχές.
Στην ίδια κατεύθυνση η Ε.Ε. ολοκλήρωσε την πολιτική της για το νερό στο πλαίσιο της οδηγίας 60/2000, περιλαμβάνοντας μια σειρά τεχνοκρατικού περιεχομένου δράσεις και παράλληλα στον πυρήνα της έχει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που σε άλλα σημεία είναι φανερή και σε άλλα όχι.
Βασικό σημείο της οδηγίας είναι ότι προσαρμόζει τη διαχείριση, κυρίως το ποιοτικό της κριτήριο, στα προβλήματα των Βορείων χωρών και υποτιμάει το ποσοτικό σκέλος και την αναπτυξιακή διάσταση των υδάτινων πόρων σε βάρος των χωρών του Νότου.
Παράλληλα θεωρεί το νερό εμπόρευμα και χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία της αγοράς για την επιβολή της διαχείρισης, ενώ σε ό,τι αφορά στην επιβολή κάποιων υποχρεωτικών χρονοδιαγραμμάτων και ρητρών για την αποκατάσταση υποβαθμισμένων υδατικών πόρων αφήνει τόσες εξαιρέσεις και δικαιολογίες που αναιρεί στην πράξη τις όποιες σωστές θέσεις περιέχει.
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, την περασμένη βδομάδα ξεκίνησαν και επίσημα πλέον οι διαδικασίες για την ιδιωτικοποίηση του νερού της Θεσσαλονίκης.
Μετά την ανακοίνωση της πρόσκλησης από το ΤΑΙΠΕΔ για την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την απόκτηση ποσοστού συμμετοχής της ΕΥΑΘ Α.Ε.
Το δημόσιο έχει μεταφέρει στο ΤΑΙΠΕΔ το 74% της ΕΥΑΘ εκ του οποίου προς πώληση βγαίνει το 51% επί του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου μέσω διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει ανακοινωθεί η διαδικασία του διαγωνισμού πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το Νοέμβρη του 2013 και αφορά στο 51% της εταιρείας καθώς και το management.
Όσον αφορά στο υπόλοιπο 23% που βρίσκεται προς πώληση, αναμένεται να βγει στο «σφυρί» σε μεταγενέστερο χρονοδιάγραμμα.
Σημειώνεται πως δεν ξεκινήσανε τις ιδιωτικοποιήσεις από την ΕΥΔΑΠ, εξαιτίας του μεγέθους της εταιρίας και του μεγάλου αριθμού των εργαζομένων της.
Ξεκίνησαν από την ΕΥΑΘ, γιατί τη θεωρούν πιο εύκολη υπόθεση, καθώς έχει σχετικά μικρό μέγεθος και ιδιαίτερα μικρό αριθμό εργαζομένων.
Να τονίσουμε ότι η ΕΥΑΘ ΑΕ είναι μια κερδοφόρα επιχείρηση, με περίπου 70 εκατ. κέρδη την τελευταία πενταετία.
Δεν επιδοτείται από το ελληνικό κράτος, δεν έχει οφειλές προς αυτό.
Για επιχείρηση, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της σταδιακής ιδιωτικοποίησης, οι περισσότερες τεχνικές εργασίες της ανατίθενται σε εργολάβους, ενώ έχει αμφισβητηθεί κατ’ επανάληψη η τήρηση ορθών κανόνων στις δημοπρασίες.
Παράλληλα ο βιολογικός καθαρισμός και το διυλιστήριο νερού έχουν κατασκευαστεί με δημόσια χρηματοδότηση (δικά μας λεφτά), ενώ η διαχείρισή τους (και τα κέρδη τους) έχουν δοθεί σε ιδιώτες μέσα από φωτογραφικούς διαγωνισμούς και σκανδαλώδεις συμβάσεις.
Τέλος, να σημειώσω ότι στα προηγούμενα χρόνια, ενώ δεν υπήρχε πρόβλημα λειψυδρίας, υπήρξαν αυξήσεις των τιμολογίων του νερού, με μοναδικό στόχο την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση των εταιρειών ύδρευσης και τη στήριξη της κερδοφορίας των μετοχών τους.
Η πρόταση της Αριστεράς
Η Αριστερά έχει λόγο σε όλο αυτό;
Θα έλεγα πως ο αγώνας κατά των ιδιωτικοποιήσεων δεν είναι ένας αγώνας οπισθοφυλακής για τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων.
Είναι ένας αγώνας διατήρησης και δημιουργίας προϋποθέσεων για ένα διαφορετικό μέλλον.
Στόχος είναι ένας ριζικά ανασυγκροτημένος δημόσιος τομέας - στον οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και οι κρατικές τράπεζες - τον οποίο μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα έχει ως κύριο εργαλείο για έξοδο της χώρας απ΄ την κρίση, με αύξηση της απασχόλησης και στο πλαίσιο μιας ολόπλευρης παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω της ασύδοτης λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς, αλλά μόνο μέσα από τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά στο νερό, θα πρέπει να έχουμε κατά νου και να τονίζουμε συνεχώς ότι αποτελεί φυσικό πόρο σε ανεπάρκεια και όχι εμπόρευμα.
Μέγιστης λοιπόν σημασίας για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και της ίδιας της ζωής είναι η αποδέσμευση της ιδιοκτησίας του από τον ιδιοκτήτη γης.
Επίσης, η ποσοτική και ποιοτική του διάσταση θα πρέπει να αξιολογούνται ισότιμα, ιδιαίτερα λόγω της χωρικής και χρονικής ανισομέρειας διαθεσιμότητάς του στη χώρα μας.
Η άσκηση μιας βιώσιμης αναπτυξιακής πολιτικής πρέπει να εναρμονίζεται με τη διαθεσιμότητα και την ορθολογική αξιοποίηση των υδατικών πόρων- και γενικότερα των φυσικών πόρων- και κατά συνέπεια, οποιοδήποτε εθνικό, περιφερειακό και κλαδικό αναπτυξιακό πρόγραμμα θα πρέπει να συνοδεύεται από το αντίστοιχο πρόγραμμα ανάπτυξης και προστασίας των υδατικών πόρων.
Η διαχείριση των υδατικών πόρων απαιτεί ενιαία αντιμετώπιση όλων των δραστηριοτήτων που αφορούν στην ανάπτυξη και προστασία τους.
Παράλληλα πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση της κοστολόγησης και της τιμολόγησης του νερού.
Σε ό,τι αφορά στην τιμολόγηση του νερού, πρέπει να ισχύει η αρχή ότι η πολιτεία οφείλει να καλύπτει με επάρκεια τις βασικές ανάγκες σε νερό, με αντίστοιχη ποιότητα για κάθε χρήση, όχι στη βάση εμπορευματικών, ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι ο αγώνας για το νερό ως δημόσιο αγαθό είναι αγώνας και υπόθεση όλης της κοινωνίας.
Οι αγώνες και οι δράσεις των κατοίκων σε περιοχές του κόσμου που αντιμετώπισαν ανάλογες επιθέσεις στο δημόσιο αγαθό του νερού από πολυεθνικές και ιδιώτες, κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που βλέπουμε να γίνεται και στις Σκουριές με την εξόρυξη χρυσού, είναι εστίες αντίστασης που δείχνουν το δρόμο για το πώς μπορεί να κερδίσουμε τις μικρές μάχες στην πορεία για τις μεγάλες.