Αποκαλυπτικό δημοσίευμα - Σαμαράς προς Μέρκελ: Υπόσχομαι να δουλεύω μέρα νύχτα
Στη στρατηγική που έχει χαράξει για την Ευρώπη θα επιμείνει η καγκελάριος Μέρκελ και στην επόμενη θητεία της, σύμφωνα με τη Wall Street Journal. Σε εκτενές άρθρο, η αμερικανική εφημερίδα χρησιμοποιεί το περιεχόμενο συνεντεύξεων με 17 κορυφαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους για να αναλύσει την προσέγγιση της γερμανικής κυβέρνησης. Συμπεραίνει ότι αυτή βασίζεται στη διάθεση σταθερής βελτίωσης της συνεργασίας και όχι στην άμεση εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε κοινοτικά όργανα. Όσο για τους διπλωματικούς χειρισμούς της, η Μέρκελ επιχειρεί πάντα να υποβαθμίζει τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στο προσκήνιο, δρώντας κατά κύριο λόγο παρασκηνιακά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρει η WSJ είναι το τηλεφώνημα «από τον απεγνωσμένο πρόεδρο της Κύπρου, Νίκο Αναστασιάδη», ο οποίος «παρακάλεσε για περισσότερη αλληλεγγύη, λίγο πριν από την απόρριψη της συμφωνίας διάσωσης της Κύπρου από το κυπριακό Κοινοβούλιο». Η απάντηση της καγκελαρίου ήταν: «Δεν θα διαπραγματευτώ μαζί σου - Πρέπει να μιλήσεις με την τρόικα». Η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει, όμως, ότι «όσο προσεκτικά και αν κινείται η καγκελάριος, η ισχύς της Γερμανίας προκαλεί εντάσεις, και πολλοί Έλληνες ή Ισπανοί χρεώνουν στις εντολές του Βερολίνου τη μετατροπή των κρίσεων χρέους σε πρωτόγνωρες υφέσεις».
Η καγκελάριος πολιτεύεται, βέβαια, με γνώμονα τις προτιμήσεις των Γερμανών ψηφοφόρων. Η αμερικανική εφημερίδα προεξοφλεί ότι η Μέρκελ θα επανεκλεγεί τον Σεπτέμβριο, καθώς «υιοθετεί μια στρατηγική που είναι δημοφιλής στη Γερμανία, υποχρεώνοντας τα κράτη με πρόβλημα να επωμιστούν το κόστος σωτηρίας του ευρώ». Επισημαίνεται, πάντως, ότι «εάν η ύφεση στην Ευρωζώνη αρχίσει να πλήττει τη Γερμανία, τότε η Μέρκελ θα μπορούσε να δεχθεί πιέσεις για επανεξέταση της στρατηγικής της (...) μέσω ενός δημόσιου προγράμματος επενδύσεων, μετά τις εκλογές».
Έκπληξη προκαλεί στον αρθρογράφο Μάρκους Γουόκερ ότι «ακόμα και οι Νοτιοευρωπαίοι πολιτικοί συμφωνούν με την άποψη της Μέρκελ, ότι οι χώρες τους πρέπει να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις» αναφέροντας μάλιστα ως παράδειγμα τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών. Αυτή δεν είναι η μόνη αναφορά στην Ελλάδα. Προ δωδεκαμήνου «αρκετοί Γερμανοί βουλευτές από τον κυβερνών συνασπισμό αμφέβαλλαν για την ικανότητα της Ελλάδας να παραμείνει στο ευρώ». Η καγκελάριος σκέφτηκε όμως «την αλυσιδωτή αντίδραση που θα μπορούσε να προκληθεί και κάλεσε ξεχωριστά τον πρόεδρο της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, και το μέλος της ΕΚΤ, Γιοργκ Άσμουσεν, για να τους ρωτήσει τι θα γινόταν αν η Ελλάδα έφευγε από το ευρώ».
Η απάντηση και των δύο ήταν «πως πιθανότατα θα έφευγε και η Κύπρος, αλλά δεν μπορούν να γνωρίζουν πόσα ακόμα ντόμινο θα πέσουν». Κατόπιν αυτών, η Μέρκελ δέχθηκε στο Βερολίνο τον Αντώνη Σαμαρά που «προσπάθησε σκληρά να την πείσει ότι μπορεί να γυρίσει την κατάσταση στην Ελλάδα, υποσχόμενος να δουλεύει μέρα και νύχτα».
Η καγκελάριος υποσχέθηκε ότι «αν υπάρξει καλή πρόοδος, θα σκεφτώ να επισκεφτώ την Αθήνα». Τελικά το ταξίδι έγινε, αλλά «τα οικονομικά της Ελλάδας παρέμεναν εκτός στόχου και το ΔΝΤ δήλωσε ότι θα συνέχιζε να δανείζει μόνο αν η Ευρώπη συγχωρούσε κάποια από τα χρέη». Η WSJ αποκαλύπτει ότι «ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, σε μυστική συνάντηση στο Παρίσι στις 19 Νοεμβρίου προσφέρθηκε να μειώσει σημαντικά τα επιτόκια στα ελληνικά δάνεια και να διαγράψει κάποιο από το ελληνικό χρέος μετά το 2014, εφόσον ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις».
Το επόμενο πρωί, όμως, η καγκελάριος τον επέπληξε, λέγοντάς του ότι «είχε προχωρήσει πολύ μακριά, καθώς μέχρι τότε μπορούσε να υποστηρίζει ότι η Γερμανία δεν είχε χάσει καθόλου χρήματα και αυτό πλέον θα άλλαζε». «Τα επιτόκια στα ελληνικά δάνεια μπορούν να μειωθούν, αλλά όχι κάτω από το επίπεδο με το οποίο δανείζεται η Γερμανία» ήταν η απόφαση της Μέρκελ. Ως αποτέλεσμα προέκυψε ένα νέο «πλάνο για να σταθεροποιηθεί το ελληνικό χρέος έως το 2022, όπου οι αριθμοί βγαίνουν μόνο επειδή στις ασαφείς υποσημειώσεις αναφέρεται η φράση επιπλέον μέτρα, κάτι που η Γερμανία διαψεύδει ότι σημαίνει συγχώρεση χρέους».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρει η WSJ είναι το τηλεφώνημα «από τον απεγνωσμένο πρόεδρο της Κύπρου, Νίκο Αναστασιάδη», ο οποίος «παρακάλεσε για περισσότερη αλληλεγγύη, λίγο πριν από την απόρριψη της συμφωνίας διάσωσης της Κύπρου από το κυπριακό Κοινοβούλιο». Η απάντηση της καγκελαρίου ήταν: «Δεν θα διαπραγματευτώ μαζί σου - Πρέπει να μιλήσεις με την τρόικα». Η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει, όμως, ότι «όσο προσεκτικά και αν κινείται η καγκελάριος, η ισχύς της Γερμανίας προκαλεί εντάσεις, και πολλοί Έλληνες ή Ισπανοί χρεώνουν στις εντολές του Βερολίνου τη μετατροπή των κρίσεων χρέους σε πρωτόγνωρες υφέσεις».
Η καγκελάριος πολιτεύεται, βέβαια, με γνώμονα τις προτιμήσεις των Γερμανών ψηφοφόρων. Η αμερικανική εφημερίδα προεξοφλεί ότι η Μέρκελ θα επανεκλεγεί τον Σεπτέμβριο, καθώς «υιοθετεί μια στρατηγική που είναι δημοφιλής στη Γερμανία, υποχρεώνοντας τα κράτη με πρόβλημα να επωμιστούν το κόστος σωτηρίας του ευρώ». Επισημαίνεται, πάντως, ότι «εάν η ύφεση στην Ευρωζώνη αρχίσει να πλήττει τη Γερμανία, τότε η Μέρκελ θα μπορούσε να δεχθεί πιέσεις για επανεξέταση της στρατηγικής της (...) μέσω ενός δημόσιου προγράμματος επενδύσεων, μετά τις εκλογές».
Έκπληξη προκαλεί στον αρθρογράφο Μάρκους Γουόκερ ότι «ακόμα και οι Νοτιοευρωπαίοι πολιτικοί συμφωνούν με την άποψη της Μέρκελ, ότι οι χώρες τους πρέπει να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις» αναφέροντας μάλιστα ως παράδειγμα τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών. Αυτή δεν είναι η μόνη αναφορά στην Ελλάδα. Προ δωδεκαμήνου «αρκετοί Γερμανοί βουλευτές από τον κυβερνών συνασπισμό αμφέβαλλαν για την ικανότητα της Ελλάδας να παραμείνει στο ευρώ». Η καγκελάριος σκέφτηκε όμως «την αλυσιδωτή αντίδραση που θα μπορούσε να προκληθεί και κάλεσε ξεχωριστά τον πρόεδρο της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, και το μέλος της ΕΚΤ, Γιοργκ Άσμουσεν, για να τους ρωτήσει τι θα γινόταν αν η Ελλάδα έφευγε από το ευρώ».
Η απάντηση και των δύο ήταν «πως πιθανότατα θα έφευγε και η Κύπρος, αλλά δεν μπορούν να γνωρίζουν πόσα ακόμα ντόμινο θα πέσουν». Κατόπιν αυτών, η Μέρκελ δέχθηκε στο Βερολίνο τον Αντώνη Σαμαρά που «προσπάθησε σκληρά να την πείσει ότι μπορεί να γυρίσει την κατάσταση στην Ελλάδα, υποσχόμενος να δουλεύει μέρα και νύχτα».
Η καγκελάριος υποσχέθηκε ότι «αν υπάρξει καλή πρόοδος, θα σκεφτώ να επισκεφτώ την Αθήνα». Τελικά το ταξίδι έγινε, αλλά «τα οικονομικά της Ελλάδας παρέμεναν εκτός στόχου και το ΔΝΤ δήλωσε ότι θα συνέχιζε να δανείζει μόνο αν η Ευρώπη συγχωρούσε κάποια από τα χρέη». Η WSJ αποκαλύπτει ότι «ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, σε μυστική συνάντηση στο Παρίσι στις 19 Νοεμβρίου προσφέρθηκε να μειώσει σημαντικά τα επιτόκια στα ελληνικά δάνεια και να διαγράψει κάποιο από το ελληνικό χρέος μετά το 2014, εφόσον ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις».
Το επόμενο πρωί, όμως, η καγκελάριος τον επέπληξε, λέγοντάς του ότι «είχε προχωρήσει πολύ μακριά, καθώς μέχρι τότε μπορούσε να υποστηρίζει ότι η Γερμανία δεν είχε χάσει καθόλου χρήματα και αυτό πλέον θα άλλαζε». «Τα επιτόκια στα ελληνικά δάνεια μπορούν να μειωθούν, αλλά όχι κάτω από το επίπεδο με το οποίο δανείζεται η Γερμανία» ήταν η απόφαση της Μέρκελ. Ως αποτέλεσμα προέκυψε ένα νέο «πλάνο για να σταθεροποιηθεί το ελληνικό χρέος έως το 2022, όπου οι αριθμοί βγαίνουν μόνο επειδή στις ασαφείς υποσημειώσεις αναφέρεται η φράση επιπλέον μέτρα, κάτι που η Γερμανία διαψεύδει ότι σημαίνει συγχώρεση χρέους».