Πώς η εξέλιξη μάς εμποδίζει να απαλλαγούμε από τις κατσαρίδες
Στην αιώνια μάχη με τον άνθρωπο, η γερμανική κατσαρίδα φαίνεται να έχει το πάνω χέρι: Το διαβόητα ανθεκτικό παράσιτο αποφεύγει τις δηλητηριασμένες παγίδες επειδή έχει εξελίξει μια απέχθεια προς τη ζάχαρη που χρησιμοποιείται ως δόλωμα.
Πολλές κατσαρίδες και άλλα έντομα είναι γνωστό ότι αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στα εντομοκτόνα, καθώς σταδιακά αποκτούν γονίδια που τα προστατεύουν από τις τοξίνες. Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό Science, αφορά μια ελαφρώς διαφορετική προσαρμογή η οποία ονομάζεται «συμπεριφορική αντίσταση». Με άλλα λόγια, ορισμένες κατσαρίδες απλά αποφεύγουν τον κίνδυνο.
Οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις ήρθαν σε ένα εργαστήριο της Φλόριντα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ο εντομολόγος Τζουλς Σίλβερμαν παρατήρησε ότι οι παγίδες με εντομοκτόνο είχαν πάψει να λειτουργούν σε ένα πείραμα με τη γερμανική κατσαρίδα, Blattella germanica.
Η μικρή αυτή κατσαρίδα ζει σε σπίτια και εστιατόρια και απαντάται και στην Ελλάδα. Και, σε πολλές περιοχές του κόσμου, η γερμανική κατσαρίδα έχει μάθει να αποφεύγει τις δηλητηριασμένες παγίδες, οι οποίες χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο από τη δεκαετία του 1980.
Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη παρατήρηση του φαινομένου, ο Δρ Σίλβερμαν προσφέρει τώρα τη βιολογική εξήγηση για τη συμπεριφορά της B.germanica. Η μελέτη των εντόμων χρειάστηκε πολύ λεπτούς χειρισμούς. Ο Σίλβερμαν και οι συνεργάτες του αναισθητοποίησαν τις κατσαρίδες με πάγο, τις ακινητοποίησαν και συνέδεσαν ηλεκτρόδια στα γευστικά τριχίδια των στοματικών τους εξαρτημάτων.
Ορισμένα από αυτά τα γευστικά τριχίδια αντιδρούν στο γλυκό, ενώ άλλα αναγνωρίζουν το πικρό. Το περίεργο όμως με τις «μεταλλαγμένες» κατσαρίδες ήταν ότι η γλυκόζη και η φρουκτόζη, ζάχαρα με τη γλυκιά γεύση που κανονικά λατρεύουν αυτά τα παράσιτα, ενεργοποιούσε ταυτόχρονα την αίσθηση του γλυκού και την αίσθηση του πικρού.
Αυτό δείχνει ότι για τις ανθεκτικές κατσαρίδες τα σάκχαρα έχουν μια γλυκόπικρη, απωθητική γεύση, την οποία μάλιστα μυρίζονται από μακριά και την αποφεύγουν.
Πώς όμως απέκτησαν τα γερμανικά παράσιτα παράσιτα αυτή την προσαρμογή. Μια πιθανότητα είναι ότι η μετάλλαξη, ή οι μεταλλάξεις, που ευθύνονται για την αποστροφή στο γλυκό εμφανίστηκε τυχαία σε μια κατσαρίδα, επιτρέποντάς της να επιζήσει και να πολλαπλασιαστεί ανενόχλητα. Εναλλακτικά, η ίδια μετάλλαξη μπορεί να είχε υπήρχε ήδη σε ορισμένα έντομα όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται οι παγίδες με εντομοκτόνο.
Υπάρχει όμως η περίπτωση η μετάλλαξη να είναι πολύ παλαιότερη στα 350 εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης των κατσαρίδων. Όπως επισήμαναν οι ερευνητές, ορισμένα φυτά παράγουν γλυκόπικρες τοξίνες, και οι γερμανικές κατσαρίδες είχαν εξελιχθεί να τα αποφεύγουν. Όταν αργότερα εμφανίστηκε ο άνθρωπος, οι κατσαρίδες θα μπορούσαν να έχασαν αυτή την απέχθεια στο γλυκό για να απολαύσουν ό,τι υπάρχει σε μια κουζίνα.
Τώρα, όμως, η επανεμφάνιση ενός γλυκού δηλητηρίου στο προσκήνιο θα μπορούσε να επαναφέρει αυτή την αρχαία, γλυκόπικρη προσαρμογή.
Πολλές κατσαρίδες και άλλα έντομα είναι γνωστό ότι αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στα εντομοκτόνα, καθώς σταδιακά αποκτούν γονίδια που τα προστατεύουν από τις τοξίνες. Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό Science, αφορά μια ελαφρώς διαφορετική προσαρμογή η οποία ονομάζεται «συμπεριφορική αντίσταση». Με άλλα λόγια, ορισμένες κατσαρίδες απλά αποφεύγουν τον κίνδυνο.
Οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις ήρθαν σε ένα εργαστήριο της Φλόριντα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ο εντομολόγος Τζουλς Σίλβερμαν παρατήρησε ότι οι παγίδες με εντομοκτόνο είχαν πάψει να λειτουργούν σε ένα πείραμα με τη γερμανική κατσαρίδα, Blattella germanica.
Η μικρή αυτή κατσαρίδα ζει σε σπίτια και εστιατόρια και απαντάται και στην Ελλάδα. Και, σε πολλές περιοχές του κόσμου, η γερμανική κατσαρίδα έχει μάθει να αποφεύγει τις δηλητηριασμένες παγίδες, οι οποίες χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο από τη δεκαετία του 1980.
Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη παρατήρηση του φαινομένου, ο Δρ Σίλβερμαν προσφέρει τώρα τη βιολογική εξήγηση για τη συμπεριφορά της B.germanica. Η μελέτη των εντόμων χρειάστηκε πολύ λεπτούς χειρισμούς. Ο Σίλβερμαν και οι συνεργάτες του αναισθητοποίησαν τις κατσαρίδες με πάγο, τις ακινητοποίησαν και συνέδεσαν ηλεκτρόδια στα γευστικά τριχίδια των στοματικών τους εξαρτημάτων.
Ορισμένα από αυτά τα γευστικά τριχίδια αντιδρούν στο γλυκό, ενώ άλλα αναγνωρίζουν το πικρό. Το περίεργο όμως με τις «μεταλλαγμένες» κατσαρίδες ήταν ότι η γλυκόζη και η φρουκτόζη, ζάχαρα με τη γλυκιά γεύση που κανονικά λατρεύουν αυτά τα παράσιτα, ενεργοποιούσε ταυτόχρονα την αίσθηση του γλυκού και την αίσθηση του πικρού.
Αυτό δείχνει ότι για τις ανθεκτικές κατσαρίδες τα σάκχαρα έχουν μια γλυκόπικρη, απωθητική γεύση, την οποία μάλιστα μυρίζονται από μακριά και την αποφεύγουν.
Πώς όμως απέκτησαν τα γερμανικά παράσιτα παράσιτα αυτή την προσαρμογή. Μια πιθανότητα είναι ότι η μετάλλαξη, ή οι μεταλλάξεις, που ευθύνονται για την αποστροφή στο γλυκό εμφανίστηκε τυχαία σε μια κατσαρίδα, επιτρέποντάς της να επιζήσει και να πολλαπλασιαστεί ανενόχλητα. Εναλλακτικά, η ίδια μετάλλαξη μπορεί να είχε υπήρχε ήδη σε ορισμένα έντομα όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται οι παγίδες με εντομοκτόνο.
Υπάρχει όμως η περίπτωση η μετάλλαξη να είναι πολύ παλαιότερη στα 350 εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης των κατσαρίδων. Όπως επισήμαναν οι ερευνητές, ορισμένα φυτά παράγουν γλυκόπικρες τοξίνες, και οι γερμανικές κατσαρίδες είχαν εξελιχθεί να τα αποφεύγουν. Όταν αργότερα εμφανίστηκε ο άνθρωπος, οι κατσαρίδες θα μπορούσαν να έχασαν αυτή την απέχθεια στο γλυκό για να απολαύσουν ό,τι υπάρχει σε μια κουζίνα.
Τώρα, όμως, η επανεμφάνιση ενός γλυκού δηλητηρίου στο προσκήνιο θα μπορούσε να επαναφέρει αυτή την αρχαία, γλυκόπικρη προσαρμογή.