Greenpeace: 100 πρόωροι θάνατοι ετησίως αν κατασκευαστεί η νέα μονάδα της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα
Περισσότεροι από 1.200 πρόωροι θάνατοι, ετησίως, στην Ελλάδα οφείλονται στη ρύπανση από την καύση λιγνίτη. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η έκθεση «Σιωπηλοί δολοφόνοι» που εκπόνησε το Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης για λογαριασμό της «Greenpeace».
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του μοντέλου EcoSense του Ινστιτούτου Ενεργειακής Οικονομίας του Πανεπιστημίου της Στουτγάρδης, εξετάζει, σε ετήσια βάση, τις επιπτώσεις των 300 υπαρχόντων μεγάλων ανθρακικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στην υγεία των Ευρωπαίων πολιτών. Επίσης, εκτιμά τις προβλεπόμενες επιπτώσεις των 50 νέων σταθμών που βρίσκονται σε στάδιο κατασκευής ή σχεδιασμού, αν τελικά αυτοί τεθούν σε λειτουργία.
Η έκθεση παρουσιάστηκε χθες σε συνέντευξη Tύπου, ενόψει των σχεδιαζόμενων αποφάσεων της ελληνικής κυβέρνησης για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και το μέλλον της ΔΕΗ.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το 2010 οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ εξέπεμψαν συνολικά 40 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, περισσότερους από 11.000 τόνους μικροσωματιδίων και 140.000 τόνους διοξειδίου του θείου, καθώς και περισσότερους από οκτώ τόνους βαρέων μετάλλων και άλλων τοξικών ουσιών, όπως υδράργυρο, αρσενικό, κάδμιο, χρώμιο, ψευδάργυρο.
Η καύση λιγνίτη ευθύνεται για την απώλεια 260.000 εργατοημερών ετησίως, εξαιτίας της νοσηρότητας του πληθυσμού, επιβαρύνοντας σημαντικά τα ασφαλιστικά ταμεία. Η επιβάρυνση της δημόσιας υγείας και η καταστροφή του περιβάλλοντος που προκαλείται εκτιμάται ότι κοστίζουν έως και 3,9 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως στην ελληνική οικονομία. Εξάλλου, εφόσον κατασκευαστεί η νέα μονάδα στην Πτολεμαΐδα, υπολογίζεται ότι θα ευθύνεται για τον πρόωρο θάνατο 100 ανθρώπων ετησίως.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επίσης, υπολογίζεται ότι το 2010 οι εκτιμώμενες αρνητικές επιδράσεις από τους ρύπους των ανθρακικών σταθμών στη δημόσια υγεία ήταν αντίστοιχες με τις βλάβες που προκλήθηκαν στην υγεία των Ευρωπαίων από το καθημερινό κάπνισμα 22 εκατομμυρίων τσιγάρων για έναν χρόνο.
Όπως επισημάνθηκε στη συνέντευξη Τύπου, οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο τον άνθρακα εκλύουν κάθε χρόνο εκατομμύρια τόνους τοξικών αερίων και αιωρούμενων μικροσωματιδίων. Αυτοί οι ρύποι εισχωρούν στους πνεύμονες και το αίμα των ανθρώπων προκαλώντας αναπνευστικές λοιμώξεις, καρδιακές προσβολές, καρκίνο του πνεύμονα, κρίσεις άσθματος και άλλες βλάβες στην υγεία. «Συστατικά, όπως ο άνθρακας και ενώσεις του θείου, που προκαλούνται και από εκπομπές εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής ενέργειας με καύση λιγνίτη, έχουν συσχετιστεί με τις επιδράσεις των σωματιδίων στην υγεία» εξήγησε η λέκτορας Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εύη Σαμολή.
Σύμφωνα με τη «Greenpeace» η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας πρέπει να υπηρετήσει την οριστική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τη μετάβαση σε μια σύγχρονη οικονομία μηδενικών εκπομπών.
Επίσης, όπως ανέφερε ο υπεύθυνος της εκστρατείας της Greenpeace για τις κλιματικές αλλαγές και την ενέργεια, Τάκης Γρηγορίου, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας προϋποθέτει την άρση της βασικότερης στρέβλωσης που μέχρι σήμερα επιβαρύνει την ελληνική οικονομία: όποιος επενδυτής επιθυμεί να στραφεί στον λιγνίτη θα πρέπει να πληρώνει το πραγματικό του κόστος και όχι ένα πενιχρό αντίτιμο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Greenpeace, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2012 επιβλήθηκε για πρώτη φορά τέλος λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, που ορίστηκε στα 2,5 ευρώ/MWh, αποφέροντας συνολικά έσοδα για όλη τη λιγνιτική παραγωγή μόλις 55 εκατομμύρια ευρώ.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του μοντέλου EcoSense του Ινστιτούτου Ενεργειακής Οικονομίας του Πανεπιστημίου της Στουτγάρδης, εξετάζει, σε ετήσια βάση, τις επιπτώσεις των 300 υπαρχόντων μεγάλων ανθρακικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στην υγεία των Ευρωπαίων πολιτών. Επίσης, εκτιμά τις προβλεπόμενες επιπτώσεις των 50 νέων σταθμών που βρίσκονται σε στάδιο κατασκευής ή σχεδιασμού, αν τελικά αυτοί τεθούν σε λειτουργία.
Η έκθεση παρουσιάστηκε χθες σε συνέντευξη Tύπου, ενόψει των σχεδιαζόμενων αποφάσεων της ελληνικής κυβέρνησης για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και το μέλλον της ΔΕΗ.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το 2010 οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ εξέπεμψαν συνολικά 40 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, περισσότερους από 11.000 τόνους μικροσωματιδίων και 140.000 τόνους διοξειδίου του θείου, καθώς και περισσότερους από οκτώ τόνους βαρέων μετάλλων και άλλων τοξικών ουσιών, όπως υδράργυρο, αρσενικό, κάδμιο, χρώμιο, ψευδάργυρο.
Η καύση λιγνίτη ευθύνεται για την απώλεια 260.000 εργατοημερών ετησίως, εξαιτίας της νοσηρότητας του πληθυσμού, επιβαρύνοντας σημαντικά τα ασφαλιστικά ταμεία. Η επιβάρυνση της δημόσιας υγείας και η καταστροφή του περιβάλλοντος που προκαλείται εκτιμάται ότι κοστίζουν έως και 3,9 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως στην ελληνική οικονομία. Εξάλλου, εφόσον κατασκευαστεί η νέα μονάδα στην Πτολεμαΐδα, υπολογίζεται ότι θα ευθύνεται για τον πρόωρο θάνατο 100 ανθρώπων ετησίως.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επίσης, υπολογίζεται ότι το 2010 οι εκτιμώμενες αρνητικές επιδράσεις από τους ρύπους των ανθρακικών σταθμών στη δημόσια υγεία ήταν αντίστοιχες με τις βλάβες που προκλήθηκαν στην υγεία των Ευρωπαίων από το καθημερινό κάπνισμα 22 εκατομμυρίων τσιγάρων για έναν χρόνο.
Όπως επισημάνθηκε στη συνέντευξη Τύπου, οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο τον άνθρακα εκλύουν κάθε χρόνο εκατομμύρια τόνους τοξικών αερίων και αιωρούμενων μικροσωματιδίων. Αυτοί οι ρύποι εισχωρούν στους πνεύμονες και το αίμα των ανθρώπων προκαλώντας αναπνευστικές λοιμώξεις, καρδιακές προσβολές, καρκίνο του πνεύμονα, κρίσεις άσθματος και άλλες βλάβες στην υγεία. «Συστατικά, όπως ο άνθρακας και ενώσεις του θείου, που προκαλούνται και από εκπομπές εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής ενέργειας με καύση λιγνίτη, έχουν συσχετιστεί με τις επιδράσεις των σωματιδίων στην υγεία» εξήγησε η λέκτορας Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εύη Σαμολή.
Σύμφωνα με τη «Greenpeace» η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας πρέπει να υπηρετήσει την οριστική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τη μετάβαση σε μια σύγχρονη οικονομία μηδενικών εκπομπών.
Επίσης, όπως ανέφερε ο υπεύθυνος της εκστρατείας της Greenpeace για τις κλιματικές αλλαγές και την ενέργεια, Τάκης Γρηγορίου, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας προϋποθέτει την άρση της βασικότερης στρέβλωσης που μέχρι σήμερα επιβαρύνει την ελληνική οικονομία: όποιος επενδυτής επιθυμεί να στραφεί στον λιγνίτη θα πρέπει να πληρώνει το πραγματικό του κόστος και όχι ένα πενιχρό αντίτιμο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Greenpeace, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2012 επιβλήθηκε για πρώτη φορά τέλος λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, που ορίστηκε στα 2,5 ευρώ/MWh, αποφέροντας συνολικά έσοδα για όλη τη λιγνιτική παραγωγή μόλις 55 εκατομμύρια ευρώ.