«Η μονογαμία αποτελεί πρόβλημα. Γιατί να θέλει ένα αρσενικό να προσκολληθεί σε ένα μόνο θηλυκό;»
Εδώ και δεκαετίες οι επιστήμονες διαφωνούν γιατί ορισμένα είδη -μεταξύ των οποίων οι άνθρωποι- έχουν καθιερώσει την πρακτική των μονογαμικών ζευγαριών. Δύο νέες βρετανικές επιστημονικές μελέτες, που καταλήγουν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα, έρχονται να ανανεώσουν την επιστημονική διαμάχη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι επιστήμονες συμφωνούν πως οι ρίζες του ανθρώπινου ζευγαριού κάθε άλλο παρά ρομαντικές είναι.
Σύμφωνα με το «Science», το «Νature» και τους New York Times, η μια μελέτη υποστηρίζει ότι η μονογαμία εξελίχτηκε για να προστατεύει τα μωρά, ώστε να μην φονεύονται από τα ανταγωνιστικά ενήλικα αρσενικά, ενώ η άλλη έρευνα συμπέρανε ότι τα αρσενικά ανέπτυξαν μόνιμα ζευγάρια για να προστατεύουν τις θηλυκές συντρόφους τους από τους ανταγωνιστές τους.
Η πρώτη μελέτη, με επικεφαλής τον ανθρωπολόγο Κρίστοφερ Όπι του University College του Λονδίνου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), μελέτησε τις ρίζες της μονογαμίας σε 230 είδη πρωτευόντων θηλαστικών (μαϊμούδων και πιθήκων) σε βάθος 75 εκατ. ετών, συλλέγοντας στοιχεία για τη συμπεριφορά των δύο φύλων και στη συνέχεια εκτελώντας τις σχετικές εξελικτικές προσμοιώσεις σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι η κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της κοινωνικής μονογαμίας υπήρξε η προσπάθεια αποφυγής της βρεφοκτονίας από άλλα αρσενικά, τα οποία θέλουν να εξαφανίσουν τα παιδιά των ανταγωνιστών, ώστε να κάνουν τα δικά τους.
Η δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής τους ζωολόγους Τιμ Κλάτον-Μπροκ και Ντίτερ Λούκας του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Science», μελέτησε το εξελικτικό δέντρο περίπου 2.500 ειδών θηλαστικών (όχι μόνο πρωτευόντων όπως η πρώτη), ανατρέχοντας σε βάθος 170 εκατ. ετών στο παρελθόν.
Στη συνέχεια, επίσης μέσω προσομοιώσεων σε υπολογιστές, κατέληξε στο διαφορετικό συμπέρασμα ότι επειδή τα θηλαστικά ανέπτυσσαν εχθρότητα μεταξύ τους και έτσι εξαπλώνονταν γεωγραφικά σε μια πολύ μεγάλη περιοχή, τα αρσενικά, αδυνατώντας να έχουν πολλαπλούς συντρόφους, εξωθήθηκαν να προστατεύσουν το μοναδικό ταίρι τους και έτσι να καθιερώσουν μονογαμικές σχέσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν από τη συγκεκριμένη θηλυκή σύντροφο τον μέγιστο δυνατό αριθμό απογόνων.
Αντίθετα με την πρώτη μελέτη, η δεύτερη υποστηρίζει ότι η προστασία του βρέφους από ανταγωνιστικά αρσενικά δεν έπαιξε ρόλο στην ανάδυση της μονογαμίας, την οποία πιο πρόσφατα ενστερνίσθηκαν και οι άνθρωποι (αν και όχι πάντα με την ίδια αφοσίωση).
Οι δύο ομάδες ερευνητών επαίνεσαν η μία τα διαφορετικά συμπεράσματα της άλλης και συμφώνησαν ότι πλέον πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν κοινό έδαφος, καθώς, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους στατιστικής ανάλυσης και διαφορετικό δείγμα ειδών.
Πάντως, διάφοροι επιστήμονες, που ρωτήθηκαν σχετικά, φάνηκαν να τάσσονται μάλλον υπέρ της δεύτερης άποψης των Τιμ Κλάτον-Μπροκ και Ντίτερ Λούκας.
Στη φύση υπάρχουν πρωτεύοντα θηλαστικά όπως οι ταμαρίνοι της Βραζιλίας, που εντυπωσιάζουν με τη μονογαμία τους, καθώς δημιουργούν ζευγάρια αποκλειστικών συντρόφων εφ’ όρου ζωής και από κοινού ανατρέφουν τους απογόνους τους. Οι βιολόγοι εκτιμούν ότι σχεδόν ένα στα δέκα είδη θηλαστικών (το 9%) ακολουθεί έναν μονογαμικό τρόπο ζωής (μεταξύ άλλων τρωκτικά, τσακάλια, λύκοι κ.α.), ποσοστό που αυξάνει στο 25% μεταξύ των πιθήκων, ενώ η μονογαμία είναι διαδεδομένη και στα πουλιά.
Αυτή η τάση για κοινωνική μονογαμικότητα είναι μάλλον δυσεξήγητη από εξελικτική σκοπιά, αν δεχτεί κανείς ότι μια πιο παραγωγική αναπαραγωγική στρατηγική θα ήταν, ιδίως για τα αρσενικά, να περνάνε την ώρα τους αναζητώντας συνεχώς διαφορετικά θηλυκά για να κάνουν όσο γίνεται περισσότερους απογόνους. Όπως τονίζει ο Ντ. Λούκας, «η μονογαμία αποτελεί πρόβλημα. Γιατί να θέλει ένα αρσενικό να προσκολληθεί σε ένα μόνο θηλυκό;»
Είναι αξιοσημείωτο ότι στη φύση υπάρχουν είδη, όπως οι πίθηκοι γίββωνες και οι κύκνοι, που είναι πολύ πιο αυστηρά μονογαμικοί από ό,τι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό, όσον αφορά την εμφάνιση της μονογαμίας στους ανθρώπους, οι ερευνητές εξέφρασαν την επιφύλαξή τους. Όπως είπε ο Όπι, «οι άνθρωποι είναι ασυνήθιστοι, επειδή έχουν αναπτύξει πολιτισμό και αυτό αλλάζει τα πράγματα».
Σύμφωνα με το «Science», το «Νature» και τους New York Times, η μια μελέτη υποστηρίζει ότι η μονογαμία εξελίχτηκε για να προστατεύει τα μωρά, ώστε να μην φονεύονται από τα ανταγωνιστικά ενήλικα αρσενικά, ενώ η άλλη έρευνα συμπέρανε ότι τα αρσενικά ανέπτυξαν μόνιμα ζευγάρια για να προστατεύουν τις θηλυκές συντρόφους τους από τους ανταγωνιστές τους.
Η πρώτη μελέτη, με επικεφαλής τον ανθρωπολόγο Κρίστοφερ Όπι του University College του Λονδίνου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), μελέτησε τις ρίζες της μονογαμίας σε 230 είδη πρωτευόντων θηλαστικών (μαϊμούδων και πιθήκων) σε βάθος 75 εκατ. ετών, συλλέγοντας στοιχεία για τη συμπεριφορά των δύο φύλων και στη συνέχεια εκτελώντας τις σχετικές εξελικτικές προσμοιώσεις σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι η κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της κοινωνικής μονογαμίας υπήρξε η προσπάθεια αποφυγής της βρεφοκτονίας από άλλα αρσενικά, τα οποία θέλουν να εξαφανίσουν τα παιδιά των ανταγωνιστών, ώστε να κάνουν τα δικά τους.
Η δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής τους ζωολόγους Τιμ Κλάτον-Μπροκ και Ντίτερ Λούκας του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Science», μελέτησε το εξελικτικό δέντρο περίπου 2.500 ειδών θηλαστικών (όχι μόνο πρωτευόντων όπως η πρώτη), ανατρέχοντας σε βάθος 170 εκατ. ετών στο παρελθόν.
Στη συνέχεια, επίσης μέσω προσομοιώσεων σε υπολογιστές, κατέληξε στο διαφορετικό συμπέρασμα ότι επειδή τα θηλαστικά ανέπτυσσαν εχθρότητα μεταξύ τους και έτσι εξαπλώνονταν γεωγραφικά σε μια πολύ μεγάλη περιοχή, τα αρσενικά, αδυνατώντας να έχουν πολλαπλούς συντρόφους, εξωθήθηκαν να προστατεύσουν το μοναδικό ταίρι τους και έτσι να καθιερώσουν μονογαμικές σχέσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν από τη συγκεκριμένη θηλυκή σύντροφο τον μέγιστο δυνατό αριθμό απογόνων.
Αντίθετα με την πρώτη μελέτη, η δεύτερη υποστηρίζει ότι η προστασία του βρέφους από ανταγωνιστικά αρσενικά δεν έπαιξε ρόλο στην ανάδυση της μονογαμίας, την οποία πιο πρόσφατα ενστερνίσθηκαν και οι άνθρωποι (αν και όχι πάντα με την ίδια αφοσίωση).
Οι δύο ομάδες ερευνητών επαίνεσαν η μία τα διαφορετικά συμπεράσματα της άλλης και συμφώνησαν ότι πλέον πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν κοινό έδαφος, καθώς, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους στατιστικής ανάλυσης και διαφορετικό δείγμα ειδών.
Πάντως, διάφοροι επιστήμονες, που ρωτήθηκαν σχετικά, φάνηκαν να τάσσονται μάλλον υπέρ της δεύτερης άποψης των Τιμ Κλάτον-Μπροκ και Ντίτερ Λούκας.
Στη φύση υπάρχουν πρωτεύοντα θηλαστικά όπως οι ταμαρίνοι της Βραζιλίας, που εντυπωσιάζουν με τη μονογαμία τους, καθώς δημιουργούν ζευγάρια αποκλειστικών συντρόφων εφ’ όρου ζωής και από κοινού ανατρέφουν τους απογόνους τους. Οι βιολόγοι εκτιμούν ότι σχεδόν ένα στα δέκα είδη θηλαστικών (το 9%) ακολουθεί έναν μονογαμικό τρόπο ζωής (μεταξύ άλλων τρωκτικά, τσακάλια, λύκοι κ.α.), ποσοστό που αυξάνει στο 25% μεταξύ των πιθήκων, ενώ η μονογαμία είναι διαδεδομένη και στα πουλιά.
Αυτή η τάση για κοινωνική μονογαμικότητα είναι μάλλον δυσεξήγητη από εξελικτική σκοπιά, αν δεχτεί κανείς ότι μια πιο παραγωγική αναπαραγωγική στρατηγική θα ήταν, ιδίως για τα αρσενικά, να περνάνε την ώρα τους αναζητώντας συνεχώς διαφορετικά θηλυκά για να κάνουν όσο γίνεται περισσότερους απογόνους. Όπως τονίζει ο Ντ. Λούκας, «η μονογαμία αποτελεί πρόβλημα. Γιατί να θέλει ένα αρσενικό να προσκολληθεί σε ένα μόνο θηλυκό;»
Είναι αξιοσημείωτο ότι στη φύση υπάρχουν είδη, όπως οι πίθηκοι γίββωνες και οι κύκνοι, που είναι πολύ πιο αυστηρά μονογαμικοί από ό,τι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό, όσον αφορά την εμφάνιση της μονογαμίας στους ανθρώπους, οι ερευνητές εξέφρασαν την επιφύλαξή τους. Όπως είπε ο Όπι, «οι άνθρωποι είναι ασυνήθιστοι, επειδή έχουν αναπτύξει πολιτισμό και αυτό αλλάζει τα πράγματα».