Θυμοσοφικά για τον ΣάββαΤσιλφόγλη (της Παρθένας Τσοκτουρίδου)
Κατά την προεπαναστατική περίοδο, στο χωριό Μουντανό του Πόντου, άκμασε πρόσωπο διακρινόμενο στη θυμοσοφία και τις αστειότητες, ονομαζόμενος Σάββας Τσιλφόγλης. Για την ετοιμολογία, τα έθιμα και τα αστεία του, οι αγάδες του τόπου τακτικά τον καλούσαν στην παρέα τους, για να τους ψυχαγωγήσει.
Μια μέρα ανέβαιναν οι αγάδες του τόπου στην οδό Στάματα έχοντας συνοδό και τον Τσιλφόγλη. Στο μεταξύ θεάθηκαν δυο άσπροι σκύλοι, οι οποίοι έδιωχναν έναν μαύρο. Οι αγάδες, για να πειράξουν τον Τσιλφόγλη, πρόσθεσαν:
-Τσιλφόγλη, για δες, οι σκύλοι θα πνίξουν έναν παπά!
Εκείνος απάντησε:
-Τι να κάνει ο καημένος παπάς ανάμεσα σε δυο μολάδες;
Μια άλλη μέρα, λοιπόν, καλέστηκαν οι αγάδες σ' ένα φαγοπότι, όπου καλεσμένος ήρθε και ο Τσιλφόγλης. Οι αγάδες πριν την άφιξη του, συνεννοήθηκαν και πήραν από ένα αυγό στα παντελόνια τους. Μόλις έφτασε ο Τσιλφόγλης, οι αγάδες ορθώθηκαν κι αφού εκτέλεσαν ένα κακάρισμα σαν κότες, έριξαν από ένα αυγό καταγής. Ο Τσιλφόγλης απορημένος τι να πράξει, έκανε ένα ισχυρό πλατάγιασμα των παλαμών του στους μηρούς και φώναξε δυνατά: «Κικιρικοο.», προσθέτοντας συνάμα: «Σε τόσες κότες μέσα κι ένας κόκορας απαραίτητος».
Μια μέρα πάλι, κατέβηκε ο Τσιλφόγλης στην έδρα της επαρχίας του Τσεβισλούκ, για ψώνια, τραβώντας από πίσω και το γαϊδουράκι του συνοδευόμενος από μια γειτόνισσα του. Ερχόμενος πριν από το διοικητήριο, τον συνάντησε ένας διοικητικός υπάλληλος και του έκανε την πρόταση:
-Τσιλφόγλη, να σας κάνω παρέα;
Εκείνος απάντησε:
-Έναν τραβώ πίσω μου φορτωμένο, θέλω κι άλλον για καβάλα.
Πολλές επίμονες απόπειρες έγιναν από τους αγάδες για να τουρκέψει ο Τσιλφόγλης. Έλεγαν μεταξύ τους:
-Κρίμα ένας τόσο έξυπνος να μην είναι μωαμεθανός».
Ύστερα από πολλές υπεκφυγές κι αρνήσεις, αναγκάστηκε να ενδώσει στους εκβιασμούς τους φαινομενικά και καλέστηκε ο Χότζας να κάνει σ' αυτόν την από το Μωαμεθανικό Νόμο καθιερωμένη περιτομή, δηλ. το σουνέτι. Σ' αυτό όμως αντέτεινε:
-Μπέγη εφεντηλέρ, εμένα ο Χριστός μ' έκανε Χριστιανό και μου κούρεψε τις τρίχες από το κεφάλι μου. Τώρα εσείς θα μου κάνετε το σουνέτι, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει.
-Γιατί; ρώτησαν οι αγάδες.
-Γιατί στη μέλλουσα κρίση ο Χριστός θα με τραβήξει από τα μαλλιά, ενώ ο Μωάμεθ από τα απόκρυφά μου, όπου έγινε το σουνέτι κι έτσι θα τσακωθούν μεταξύ τους.
Οι αγάδες όρμησαν να τον λιντσάρουν, αλλά εκείνος ξεγλίστρησε σαν χέλι πάλι κι έγινε άφαντος για μήνες.
Μια φορά παρουσίασαν οι αγάδες στον Τσιλφόγλη μια σκιτσογραφία, στην οποία εικονιζότανε ο Χριστός, ο οποίος με το ένα χέρι έτρωγε ψωμί και με το άλλο κρατούσε τα απόκρυφά του. Ο δε Μωάμεθ στεκόταν αντίκρυ του έχοντας προτεταμένο το ένα χέρι σ' αυτόν.
Τονίζοντας οι αγάδες την αξιοπρεπή στάση του Μωάμεθ, έλεγαν στον Τσιλφόγλη:
-Τσιλφόγλη, δες την ευπρεπή στάση του δικού μας Μωάμεθ και την απρεπή στάση του δικού σου Χριστού.
Ο Τσιλφόγλης απάντησε;
-Έχετε λάθος, αφέντηδες, ο δικός σας Μωάμεθ του ζήτησε ψωμί κι αυτός του πρότεινε τα απόκρυφά του.
Ο Τσιλφόγλης δεν είχε μόνο την πνευματική ευστροφία, αλλά και τη σβελτάδα του κορμιού. Γλίστρησε σα χέλι από ανάμεσα τους κι έγινε άφαντος. Τη φορά εκείνη κατέφυγε στο Ακτσεπάτι στους Χατζή-Σαληχογλήδες, με τους οποίους οι αγάδες της Σπέλιας δεν είχαν σχέσεις αγαθές κι όταν επέστρεψε μετά από πολλούς μήνες, κρυβόταν. Οι αγάδες όμως δεν μπορούσαν να περάσουν ώρες ευχάριστες χωρίς αυτόν κι ένορκα τον παρακάλεσαν να τους κάνει παρέα ξανά.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο της Π.Τσοκτουρίδου: « ΟΙ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΙΩΤΩΝ»)
Μια μέρα ανέβαιναν οι αγάδες του τόπου στην οδό Στάματα έχοντας συνοδό και τον Τσιλφόγλη. Στο μεταξύ θεάθηκαν δυο άσπροι σκύλοι, οι οποίοι έδιωχναν έναν μαύρο. Οι αγάδες, για να πειράξουν τον Τσιλφόγλη, πρόσθεσαν:
-Τσιλφόγλη, για δες, οι σκύλοι θα πνίξουν έναν παπά!
Εκείνος απάντησε:
-Τι να κάνει ο καημένος παπάς ανάμεσα σε δυο μολάδες;
Μια άλλη μέρα, λοιπόν, καλέστηκαν οι αγάδες σ' ένα φαγοπότι, όπου καλεσμένος ήρθε και ο Τσιλφόγλης. Οι αγάδες πριν την άφιξη του, συνεννοήθηκαν και πήραν από ένα αυγό στα παντελόνια τους. Μόλις έφτασε ο Τσιλφόγλης, οι αγάδες ορθώθηκαν κι αφού εκτέλεσαν ένα κακάρισμα σαν κότες, έριξαν από ένα αυγό καταγής. Ο Τσιλφόγλης απορημένος τι να πράξει, έκανε ένα ισχυρό πλατάγιασμα των παλαμών του στους μηρούς και φώναξε δυνατά: «Κικιρικοο.», προσθέτοντας συνάμα: «Σε τόσες κότες μέσα κι ένας κόκορας απαραίτητος».
Μια μέρα πάλι, κατέβηκε ο Τσιλφόγλης στην έδρα της επαρχίας του Τσεβισλούκ, για ψώνια, τραβώντας από πίσω και το γαϊδουράκι του συνοδευόμενος από μια γειτόνισσα του. Ερχόμενος πριν από το διοικητήριο, τον συνάντησε ένας διοικητικός υπάλληλος και του έκανε την πρόταση:
-Τσιλφόγλη, να σας κάνω παρέα;
Εκείνος απάντησε:
-Έναν τραβώ πίσω μου φορτωμένο, θέλω κι άλλον για καβάλα.
Πολλές επίμονες απόπειρες έγιναν από τους αγάδες για να τουρκέψει ο Τσιλφόγλης. Έλεγαν μεταξύ τους:
-Κρίμα ένας τόσο έξυπνος να μην είναι μωαμεθανός».
Ύστερα από πολλές υπεκφυγές κι αρνήσεις, αναγκάστηκε να ενδώσει στους εκβιασμούς τους φαινομενικά και καλέστηκε ο Χότζας να κάνει σ' αυτόν την από το Μωαμεθανικό Νόμο καθιερωμένη περιτομή, δηλ. το σουνέτι. Σ' αυτό όμως αντέτεινε:
-Μπέγη εφεντηλέρ, εμένα ο Χριστός μ' έκανε Χριστιανό και μου κούρεψε τις τρίχες από το κεφάλι μου. Τώρα εσείς θα μου κάνετε το σουνέτι, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει.
-Γιατί; ρώτησαν οι αγάδες.
-Γιατί στη μέλλουσα κρίση ο Χριστός θα με τραβήξει από τα μαλλιά, ενώ ο Μωάμεθ από τα απόκρυφά μου, όπου έγινε το σουνέτι κι έτσι θα τσακωθούν μεταξύ τους.
Οι αγάδες όρμησαν να τον λιντσάρουν, αλλά εκείνος ξεγλίστρησε σαν χέλι πάλι κι έγινε άφαντος για μήνες.
Μια φορά παρουσίασαν οι αγάδες στον Τσιλφόγλη μια σκιτσογραφία, στην οποία εικονιζότανε ο Χριστός, ο οποίος με το ένα χέρι έτρωγε ψωμί και με το άλλο κρατούσε τα απόκρυφά του. Ο δε Μωάμεθ στεκόταν αντίκρυ του έχοντας προτεταμένο το ένα χέρι σ' αυτόν.
Τονίζοντας οι αγάδες την αξιοπρεπή στάση του Μωάμεθ, έλεγαν στον Τσιλφόγλη:
-Τσιλφόγλη, δες την ευπρεπή στάση του δικού μας Μωάμεθ και την απρεπή στάση του δικού σου Χριστού.
Ο Τσιλφόγλης απάντησε;
-Έχετε λάθος, αφέντηδες, ο δικός σας Μωάμεθ του ζήτησε ψωμί κι αυτός του πρότεινε τα απόκρυφά του.
Ο Τσιλφόγλης δεν είχε μόνο την πνευματική ευστροφία, αλλά και τη σβελτάδα του κορμιού. Γλίστρησε σα χέλι από ανάμεσα τους κι έγινε άφαντος. Τη φορά εκείνη κατέφυγε στο Ακτσεπάτι στους Χατζή-Σαληχογλήδες, με τους οποίους οι αγάδες της Σπέλιας δεν είχαν σχέσεις αγαθές κι όταν επέστρεψε μετά από πολλούς μήνες, κρυβόταν. Οι αγάδες όμως δεν μπορούσαν να περάσουν ώρες ευχάριστες χωρίς αυτόν κι ένορκα τον παρακάλεσαν να τους κάνει παρέα ξανά.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο της Π.Τσοκτουρίδου: « ΟΙ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΙΩΤΩΝ»)