Γιατί οι μη έχοντες πτυχίο πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά;
Του Μιχάλη Πιτένη
Μια κοινωνία χαρακτηρίζεται απ΄ το πώς συμπεριφέρεται στα αδύναμα μέλη της. Αναλόγως, μια οργανωμένη πολιτεία κρίνεται από το πώς μεριμνά για όσους έχουν πραγματικά ανάγκη και βρίσκονται σε δύσκολη, ή δυσκολότερη έναντι των άλλων, θέση.
Καθώς εφαρμόζεται το πρόγραμμα «διαθεσιμότητα, ή κινητικότητα» στο δημόσιο τομέα που οδηγεί σε προσωρινή αργία ή σε ανεργία χιλιάδες ανθρώπους, οι έχοντες πτυχίο, ντοκτορά ή μεταπτυχιακό, λέγεται ότι, έχει προβλεφτεί να τυγχάνουν καλύτερης μεταχείρισης. Με μια πρώτη ανάγνωση αυτό φαίνεται σωστό και δίκαιο. Οι κόποι πρέπει να αμείβονται και η πολιτεία να ενθαρρύνει το καλό παράδειγμα.
Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη ανάγνωση. Γιατί οι μη έχοντες πτυχίο, ντοκτορά, ή μεταπτυχιακό, αλλά ένα ξερό απολυτήριο Λυκείου είναι το κακό παράδειγμα, το οποίο μάλιστα πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά, οδηγούμενο στην απόλυση; Κανείς απ΄ αυτούς δεν μπήκε μόνος του ένα ωραίο πρωί στη δημόσια υπηρεσία της αρεσκείας του και είπε «ήρθα να με προσλάβετε».
Σίγουρα η κρίση και η ύφεση έχουν σχεδόν εξανεμίσει τις πιθανότητες εύρεσης εργασίας, ακόμα και για πτυχιούχους και κατόχους πολλών μεταπτυχιακών διπλωμάτων. Δεν τις εξαφάνισαν βέβαια εντελώς και όσο και αν δυσκολευτεί ένας άνθρωπος λίγο πάνω, ή κάτω, απ΄ τα τριάντα με πολλά και διάφορα προσόντα, μπορεί να ελπίζει.
Σε τι όμως μπορεί να ελπίζει ένας άνθρωπος λίγο κάτω, ή πάνω απ΄ τα πενήντα, που τόσα χρόνια εργαζόταν στο δημόσιο κι ας είχε ως μοναδικό χαρτί το απολυτήριο του Λυκείου; Λογικά σε τίποτα καθώς γι΄ αυτόν οι πιθανότητες δεν είναι ελάχιστες. Είναι μηδαμινές. Και είναι μηδαμινές γιατί έτσι το ορίζουν οι άγραφοι νόμοι της αγοράς, που δεν βλέπουν τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αλλά μόνο τα περιθώρια και τις ευκαιρίες για κέρδος.
Οι αγορές κάνουν τη δουλειά τους και ως προς αυτό δεν μπορεί κανείς να τις κατηγορήσει. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την πολιτεία, η οποία όχι απλώς δεν κάνει τη δουλειά της, αλλά λειτουργεί με περισσή αναλγησία απέναντι σ΄ αυτούς που λογικά έπρεπε να προστατεύει.
Η φράση «δίκτυ κοινωνικής προστασίας» είναι ωραία και εύηχη, αλλά μέχρι στιγμής αποδεικνύεται κενή περιεχομένου. Όπως ακριβώς συνέβη με πολλές «πρωτοβουλίες», «μεταρρυθμίσεις» και «τομές» των Κυβερνήσεων μας. Για να αποκτήσει περιεχόμενο χρειάζεται συγκεκριμένα μέτρα, μα πάνω απ΄ όλα να συνειδητοποιήσουν πραγματικά και όχι θεωρητικά, τις πληγές που ανοίγουν στην κοινωνία και ειδικά στα πιο αδύναμα μέλη της. Το να κρύβονται διαρκώς πίσω απ΄ τις «απαιτήσεις των δανειστών» είναι μια ωραία δικαιολογία που όμως φορέθηκε και χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ που κατάντησε ανέκδοτο. Ένα ανέκδοτο με το οποίο δεν μπορεί να γελάσει κανείς. Κυρίως δεν μπορούν να γελάσουν όλοι αυτοί οι λίγο πριν ή λίγο μετά τα πενήντα που βρίσκονται ξαφνικά στο δρόμο και το μόνο που έχουν για να διεκδικήσουν μια νέα θέση εργασίας, εάν και εφόσον υπάρξει, είναι τα άδεια τους χέρια. Αυτά τα χέρια που δεν τα θέλει κανείς.
Αυτά τα χέρια που όσο μένουν αδειανά, δεν θα εξανεμίζουν μόνο τις ελπίδες των κατόχων τους, αλλά και όσων βρίσκονται από πίσω τους, γιατί «οι απαιτήσεις των δανειστών» μπορεί να αδιαφορούν που ένας άνθρωπος πενήντα χρονών, ακόμα και μειωμένων ή μηδαμινών προσόντων, έχει ακόμα πολλές ανοιχτές υποχρεώσεις, όφειλαν όμως να ενδιαφερθούν όσοι βάζουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους σε τέτοιου είδους αποφάσεις… Γιατί άρχισαν να δημιουργούν μια νέα, χειρότερη, κοινωνία, μια κοινωνία μηδαμινών πιθανοτήτων για τους πολλούς… Μήπως τελικά αυτό επιδιώκουν;
Μια κοινωνία χαρακτηρίζεται απ΄ το πώς συμπεριφέρεται στα αδύναμα μέλη της. Αναλόγως, μια οργανωμένη πολιτεία κρίνεται από το πώς μεριμνά για όσους έχουν πραγματικά ανάγκη και βρίσκονται σε δύσκολη, ή δυσκολότερη έναντι των άλλων, θέση.
Καθώς εφαρμόζεται το πρόγραμμα «διαθεσιμότητα, ή κινητικότητα» στο δημόσιο τομέα που οδηγεί σε προσωρινή αργία ή σε ανεργία χιλιάδες ανθρώπους, οι έχοντες πτυχίο, ντοκτορά ή μεταπτυχιακό, λέγεται ότι, έχει προβλεφτεί να τυγχάνουν καλύτερης μεταχείρισης. Με μια πρώτη ανάγνωση αυτό φαίνεται σωστό και δίκαιο. Οι κόποι πρέπει να αμείβονται και η πολιτεία να ενθαρρύνει το καλό παράδειγμα.
Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη ανάγνωση. Γιατί οι μη έχοντες πτυχίο, ντοκτορά, ή μεταπτυχιακό, αλλά ένα ξερό απολυτήριο Λυκείου είναι το κακό παράδειγμα, το οποίο μάλιστα πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά, οδηγούμενο στην απόλυση; Κανείς απ΄ αυτούς δεν μπήκε μόνος του ένα ωραίο πρωί στη δημόσια υπηρεσία της αρεσκείας του και είπε «ήρθα να με προσλάβετε».
Σίγουρα η κρίση και η ύφεση έχουν σχεδόν εξανεμίσει τις πιθανότητες εύρεσης εργασίας, ακόμα και για πτυχιούχους και κατόχους πολλών μεταπτυχιακών διπλωμάτων. Δεν τις εξαφάνισαν βέβαια εντελώς και όσο και αν δυσκολευτεί ένας άνθρωπος λίγο πάνω, ή κάτω, απ΄ τα τριάντα με πολλά και διάφορα προσόντα, μπορεί να ελπίζει.
Σε τι όμως μπορεί να ελπίζει ένας άνθρωπος λίγο κάτω, ή πάνω απ΄ τα πενήντα, που τόσα χρόνια εργαζόταν στο δημόσιο κι ας είχε ως μοναδικό χαρτί το απολυτήριο του Λυκείου; Λογικά σε τίποτα καθώς γι΄ αυτόν οι πιθανότητες δεν είναι ελάχιστες. Είναι μηδαμινές. Και είναι μηδαμινές γιατί έτσι το ορίζουν οι άγραφοι νόμοι της αγοράς, που δεν βλέπουν τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αλλά μόνο τα περιθώρια και τις ευκαιρίες για κέρδος.
Οι αγορές κάνουν τη δουλειά τους και ως προς αυτό δεν μπορεί κανείς να τις κατηγορήσει. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την πολιτεία, η οποία όχι απλώς δεν κάνει τη δουλειά της, αλλά λειτουργεί με περισσή αναλγησία απέναντι σ΄ αυτούς που λογικά έπρεπε να προστατεύει.
Η φράση «δίκτυ κοινωνικής προστασίας» είναι ωραία και εύηχη, αλλά μέχρι στιγμής αποδεικνύεται κενή περιεχομένου. Όπως ακριβώς συνέβη με πολλές «πρωτοβουλίες», «μεταρρυθμίσεις» και «τομές» των Κυβερνήσεων μας. Για να αποκτήσει περιεχόμενο χρειάζεται συγκεκριμένα μέτρα, μα πάνω απ΄ όλα να συνειδητοποιήσουν πραγματικά και όχι θεωρητικά, τις πληγές που ανοίγουν στην κοινωνία και ειδικά στα πιο αδύναμα μέλη της. Το να κρύβονται διαρκώς πίσω απ΄ τις «απαιτήσεις των δανειστών» είναι μια ωραία δικαιολογία που όμως φορέθηκε και χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ που κατάντησε ανέκδοτο. Ένα ανέκδοτο με το οποίο δεν μπορεί να γελάσει κανείς. Κυρίως δεν μπορούν να γελάσουν όλοι αυτοί οι λίγο πριν ή λίγο μετά τα πενήντα που βρίσκονται ξαφνικά στο δρόμο και το μόνο που έχουν για να διεκδικήσουν μια νέα θέση εργασίας, εάν και εφόσον υπάρξει, είναι τα άδεια τους χέρια. Αυτά τα χέρια που δεν τα θέλει κανείς.
Αυτά τα χέρια που όσο μένουν αδειανά, δεν θα εξανεμίζουν μόνο τις ελπίδες των κατόχων τους, αλλά και όσων βρίσκονται από πίσω τους, γιατί «οι απαιτήσεις των δανειστών» μπορεί να αδιαφορούν που ένας άνθρωπος πενήντα χρονών, ακόμα και μειωμένων ή μηδαμινών προσόντων, έχει ακόμα πολλές ανοιχτές υποχρεώσεις, όφειλαν όμως να ενδιαφερθούν όσοι βάζουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους σε τέτοιου είδους αποφάσεις… Γιατί άρχισαν να δημιουργούν μια νέα, χειρότερη, κοινωνία, μια κοινωνία μηδαμινών πιθανοτήτων για τους πολλούς… Μήπως τελικά αυτό επιδιώκουν;