Μια δικαστής ανατρέπει τις ισoπεδωτικές διαθεσιμότητες
Με σειρά αποφάσεων της πρόεδρος Πρωτοδικών δικαιώνει τους σχολικούς φύλακες τριών δήμων με σκεπτικό που αποδομεί τις κυβερνητικές επιδιώξεις
Της Κατερίνας Κατή/Εφ. Συντακτών
Με ένα σκεπτικό που συνταράσσει, κόλαφο στην κυβερνητική πολιτική που «θέτει στο περιθώριο τον άνθρωπο ή τον μετατρέπει σε μέσον προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού», δικαστίνα της Αθήνας διατάσσει να επιστρέψουν αμέσως στη δουλειά τους υπάλληλοι οι οποίοι θυσιάστηκαν στον βωμό της διαθεσιμότητας.
Με μπαράζ αποφάσεών της, η εν λόγω πρόεδρος Πρωτοδικών ανατρέπει τον «ισοπεδωτικό», όπως τον χαρακτηρίζει, θεσμό της διαθεσιμότητας που θεσπίστηκε με τον νόμο 4093/2012 και όπως τονίζει στο σκεπτικό της «εισάγει -όπως και η εργασιακή εφεδρεία που προηγήθηκε- ένα νέο sui generis είδος απόλυσης υπό προθεσμία που θίγει κατ” αρχήν στον πυρήνα τους τη συμβατική ελευθερία (άρθρο 5 του Συντάγματος) και την εργασία ως δικαίωμα στην περιουσία του εργαζόμενου κατά την έννοια του άρθρου 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και προσβάλλει την ανθρώπινη αξία, το απαραβίαστο της οποίας διακηρύττει το άρθρο 2 του Συντάγματος».
Με τις δικαστικές αυτές αποφάσεις (υπ’ αριθμ. 13915, 13917 και 13919/2013) το Πρωτοδικείο Αθηνών δικαίωσε τους σχολικούς φύλακες των Δήμων Μεταμόρφωσης, Πεντέλης και Πετρούπολης, οι οποίοι είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα με το άρθρο 80 του Ν. 4172/2013.
Το δικαστήριο, με τις πολύ εμπεριστατωμένες αποφάσεις του, χορήγησε ασφαλιστικά μέτρα, γιατί «συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση», διατάσσοντας την επαναπασχόληση των σχολικών φυλάκων στις θέσεις εργασίας τους, με τους ίδιους όρους που ίσχυαν πριν από τη θέση τους σε διαθεσιμότητα. Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο οδηγήθηκε με τη σκέψη ότι η κατάργηση θέσεων στο Δημόσιο μπορεί να γίνει μόνο εφόσον εξασφαλίζεται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως (εν προκειμένω των σχολείων) και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους πολίτες, στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Ομως, οι σχολικοί φύλακες δεν αποτελούν πλεονάζον προσωπικό, ούτε προηγήθηκε της κατάργησης των θέσεών τους ανακαθορισμός των λειτουργιών του κράτους και προηγούμενη αναδιοργάνωσή του, κατόπιν εκτίμησης των υπηρεσιακών αναγκών και με κριτήριο την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών.
Η σύμβαση εργασίας
Περαιτέρω, αναφέρεται, ο νομοθέτης παρενέβη στη σύμβαση εργασίας που είχαν καταρτίσει οι δήμοι με τους σχολικούς φύλακες, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες και η βούληση των συμβαλλόμενων μερών, με συνέπεια η παρέμβαση αυτή να είναι και για τον λόγο τούτο αντισυνταγματική. Εκτός αυτού, για τη θέση τους σε διαθεσιμότητα δεν τηρήθηκε κάποια αξιοκρατική διαδικασία.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο νομικός χαρακτηρισμός της διαθεσιμότητας ως ειδικής μορφής (sui generis) διαδικασίας απολύσεως υπό προθεσμία, άποψη που έχει πλέον παγιωθεί στη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, σε αντίθεση με τη διαδεδομένη ρητορική από την πλευρά της κυβέρνησης.
Της Κατερίνας Κατή/Εφ. Συντακτών
Με ένα σκεπτικό που συνταράσσει, κόλαφο στην κυβερνητική πολιτική που «θέτει στο περιθώριο τον άνθρωπο ή τον μετατρέπει σε μέσον προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού», δικαστίνα της Αθήνας διατάσσει να επιστρέψουν αμέσως στη δουλειά τους υπάλληλοι οι οποίοι θυσιάστηκαν στον βωμό της διαθεσιμότητας.
Με μπαράζ αποφάσεών της, η εν λόγω πρόεδρος Πρωτοδικών ανατρέπει τον «ισοπεδωτικό», όπως τον χαρακτηρίζει, θεσμό της διαθεσιμότητας που θεσπίστηκε με τον νόμο 4093/2012 και όπως τονίζει στο σκεπτικό της «εισάγει -όπως και η εργασιακή εφεδρεία που προηγήθηκε- ένα νέο sui generis είδος απόλυσης υπό προθεσμία που θίγει κατ” αρχήν στον πυρήνα τους τη συμβατική ελευθερία (άρθρο 5 του Συντάγματος) και την εργασία ως δικαίωμα στην περιουσία του εργαζόμενου κατά την έννοια του άρθρου 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και προσβάλλει την ανθρώπινη αξία, το απαραβίαστο της οποίας διακηρύττει το άρθρο 2 του Συντάγματος».
Με τις δικαστικές αυτές αποφάσεις (υπ’ αριθμ. 13915, 13917 και 13919/2013) το Πρωτοδικείο Αθηνών δικαίωσε τους σχολικούς φύλακες των Δήμων Μεταμόρφωσης, Πεντέλης και Πετρούπολης, οι οποίοι είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα με το άρθρο 80 του Ν. 4172/2013.
Το δικαστήριο, με τις πολύ εμπεριστατωμένες αποφάσεις του, χορήγησε ασφαλιστικά μέτρα, γιατί «συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση», διατάσσοντας την επαναπασχόληση των σχολικών φυλάκων στις θέσεις εργασίας τους, με τους ίδιους όρους που ίσχυαν πριν από τη θέση τους σε διαθεσιμότητα. Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο οδηγήθηκε με τη σκέψη ότι η κατάργηση θέσεων στο Δημόσιο μπορεί να γίνει μόνο εφόσον εξασφαλίζεται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως (εν προκειμένω των σχολείων) και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους πολίτες, στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Ομως, οι σχολικοί φύλακες δεν αποτελούν πλεονάζον προσωπικό, ούτε προηγήθηκε της κατάργησης των θέσεών τους ανακαθορισμός των λειτουργιών του κράτους και προηγούμενη αναδιοργάνωσή του, κατόπιν εκτίμησης των υπηρεσιακών αναγκών και με κριτήριο την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών.
Η σύμβαση εργασίας
Περαιτέρω, αναφέρεται, ο νομοθέτης παρενέβη στη σύμβαση εργασίας που είχαν καταρτίσει οι δήμοι με τους σχολικούς φύλακες, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες και η βούληση των συμβαλλόμενων μερών, με συνέπεια η παρέμβαση αυτή να είναι και για τον λόγο τούτο αντισυνταγματική. Εκτός αυτού, για τη θέση τους σε διαθεσιμότητα δεν τηρήθηκε κάποια αξιοκρατική διαδικασία.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο νομικός χαρακτηρισμός της διαθεσιμότητας ως ειδικής μορφής (sui generis) διαδικασίας απολύσεως υπό προθεσμία, άποψη που έχει πλέον παγιωθεί στη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, σε αντίθεση με τη διαδεδομένη ρητορική από την πλευρά της κυβέρνησης.