Ένας χρόνος χωρίς τον Χρήστο Αντωνιάδη - Μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του...
Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα, 29 Ιανουαρίου, όπου "φεύγει" από τη ζωή ο νευροχειρούργος και ποιητής του Ποντιακού Ελληνισμού, Χρήστος Αντωνιάδης. Έγραψε τραγούδια που περιγράφουν με τρόπο μοναδικό τις αλησμόνητες πατρίδες και τα βάσανα της προσφυγιάς, αναδεικνύουν μεγάλα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας και υμνούν τις ανθρώπινες σχέσεις και τον έρωτα. Ποιος δεν έχει ακούσει «Την Πατρίδα μ’ έχασα», «Πατρίδα μ’ αραεύωσε», «Μαυροθάλασσα» κλπ.
Ως ελάχιστο φόρος τιμής, αναδημοσιεύουμε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του Χρήστου Αντωνιάδη που δόθηκε στο Δημήτρη Πιπερίδη και το περιοδικό Άμαστρις (τεύχος 19).
Συνέντευξη στο Δημήτρη Πιπερίδη
Έχω πρόβλημα με το σύγχρονο ποντιακό στίχο και δεν το κρύβω. Κατ’ αρχήν δεν μπόρεσα ποτέ να ξεκαθαρίσω μέσα μου -κι ας παλεύω τόσα χρόνια με στίχους και μελωδίες- ποιόν στίχο θα πρέπει να θεωρώ καλό και ποιόν όχι. Ένα ποιητικό αριστούργημα π.χ. γραμμένο στα φτωχά και «αποχυμωμένα» ποντιακά της γενιάς μου, μπορεί να θεωρηθεί καλός στίχος; Από την άλλη πως αξιολογείς έναν γλωσσικά άψογο στίχο, εφόσον πέφτει στην παγίδα να μιλάει για «παρχάρια και κερβάνες» εν έτει 2011; Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ένα σχετικά ασφαλές κριτήριο αξιολόγησης είναι το κατά πόσο ο στίχος αυτός ανταποκρίνεται στα κοινωνικά αιτήματα της εποχής. Σύμφωνα με αυτή την άποψη αν η συγγραφή στίχων είναι ένα δύσκολο στοίχημα, τότε στίχος που έχει αγκαλιαστεί από το λαό, δεν μπορεί παρά να είναι κερδισμένο στοίχημα. Χαρακτηριστική περίπτωση το «σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος», του Χρήστου Αντωνιάδη. Νομίζω ότι κανένας άλλος σύγχρονος ποντιακός στίχος δεν έχει κατορθώσει να εκφράσει με τόση επιτυχία -σχεδόν να επιγραμματοποιήσει- ένα γενικότερο κοινωνικό αίτημα. Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαίο που ακούγεται το ίδιο συχνά είτε από το χείλη Ποντίων τραγουδιστών, είτε από τα χείλη (Ποντίων και μη) πολιτευομένων, που αναγκάστηκαν να τον αποστηθίσουν.
Γνωρίζω το Χρήστο Αντωνιάδη πολλά χρόνια. Είχα αρκετές φορές την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του τις απόψεις του για τα της ποντιακής μουσικής, αλλά και τα της ποντιακής κοινωνίας. Δεν συμφωνούμε πάντα. Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ ότι συνήθως δυσκολεύομαι να τον αντικρούσω. Ίσως γιατί ως συζητητής εμφανίζει ένα πρόσωπο ριζικά διαφορετικό απ’ ότι ως στιχουργός. Αν στην περίπτωση του στιχουργού Αντωνιάδη ξεχωρίζει αμέσως το συναίσθημα, στην περίπτωση του συνομιλητή παίρνει αμέσως το πάνω χέρι η ψυχρή λογική. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην επιστημονική του συγκρότηση (έχω την εντύπωση ότι τα πιο «μαθηματικά μυαλά» που γνώρισα, δεν ήταν κατ’ επάγγελμα μαθηματικοί, αλλά γιατροί), όσο ο απόλυτα ψυχρός τρόπος με τον οποίο έχει μάθει να αναλύει τα δεδομένα. Και είναι λογικό. Αν στα επτά σου χρόνια είσαι υποχρεωμένος να ακολουθείς τη γιαγιά σου σε ένα καπνοχώραφο της Κοζάνης και σαράντα χρόνια αργότερα έχεις φτάσει να σε μεταφέρουν με ελικόπτερο στα Σκόπια για να χειρουργήσεις ως επιστημονική αυθεντία τον ασθενή Κίρο Γκλιγκόρωφ, δεν μπορεί παρά να έχεις μάθει πολύ καλά τη ζωή και τα δεδομένα της.
Έγραψα παραπάνω για το «σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος». Είναι μαζί με το «Ντο να εφτάγω την παράν» οι δύο μεγαλύτερες ίσως επιτυχίες του Χρήστου Αντωνιάδη. Προσωπικά δεν με άγγιξαν. Στην πρώτη περίπτωση γιατί ανήκα σε μια ποντιακή γενιά που δεν είχε βιώσει -παρά μόνο εξ αντανακλάσεως- την εμπειρία του κοινωνικού αποκλεισμού. Στη δεύτερη γιατί, όταν κυκλοφόρησε, ήμουν πολύ νέος για να έχω γονικές ευαισθησίες. Θυμάμαι όμως έναν άλλο στίχο του, λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, που όμως εμένα συγκλόνισε: «λιθάρ’ ντο κείσαι αιρετίν, σο κεμερόπο μ’ κές-ι, ρούξον κι έπαρ’ το ψόπο μου, ας θάφ’νε με αδακές-ι». Δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι στίχοι που να εκφράζουν με μεγαλύτερη επιτυχία τον πόνο του πρόσφυγα, που παρακαλά να πεθάνει κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στον τόπο που γεννήθηκε. Ήταν ένας από τους ελάχιστους στίχους που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια και τον οποίο ζήλεψα πραγματικά σε βαθμό που να με αναγκάσει να πάρω ένα χαρτί και να προσπαθήσω –ανεπιτυχώς- να το μιμηθώ.
Η συνέχεια εδώ
Ως ελάχιστο φόρος τιμής, αναδημοσιεύουμε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του Χρήστου Αντωνιάδη που δόθηκε στο Δημήτρη Πιπερίδη και το περιοδικό Άμαστρις (τεύχος 19).
Συνέντευξη στο Δημήτρη Πιπερίδη
Έχω πρόβλημα με το σύγχρονο ποντιακό στίχο και δεν το κρύβω. Κατ’ αρχήν δεν μπόρεσα ποτέ να ξεκαθαρίσω μέσα μου -κι ας παλεύω τόσα χρόνια με στίχους και μελωδίες- ποιόν στίχο θα πρέπει να θεωρώ καλό και ποιόν όχι. Ένα ποιητικό αριστούργημα π.χ. γραμμένο στα φτωχά και «αποχυμωμένα» ποντιακά της γενιάς μου, μπορεί να θεωρηθεί καλός στίχος; Από την άλλη πως αξιολογείς έναν γλωσσικά άψογο στίχο, εφόσον πέφτει στην παγίδα να μιλάει για «παρχάρια και κερβάνες» εν έτει 2011; Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ένα σχετικά ασφαλές κριτήριο αξιολόγησης είναι το κατά πόσο ο στίχος αυτός ανταποκρίνεται στα κοινωνικά αιτήματα της εποχής. Σύμφωνα με αυτή την άποψη αν η συγγραφή στίχων είναι ένα δύσκολο στοίχημα, τότε στίχος που έχει αγκαλιαστεί από το λαό, δεν μπορεί παρά να είναι κερδισμένο στοίχημα. Χαρακτηριστική περίπτωση το «σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος», του Χρήστου Αντωνιάδη. Νομίζω ότι κανένας άλλος σύγχρονος ποντιακός στίχος δεν έχει κατορθώσει να εκφράσει με τόση επιτυχία -σχεδόν να επιγραμματοποιήσει- ένα γενικότερο κοινωνικό αίτημα. Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαίο που ακούγεται το ίδιο συχνά είτε από το χείλη Ποντίων τραγουδιστών, είτε από τα χείλη (Ποντίων και μη) πολιτευομένων, που αναγκάστηκαν να τον αποστηθίσουν.
Γνωρίζω το Χρήστο Αντωνιάδη πολλά χρόνια. Είχα αρκετές φορές την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του τις απόψεις του για τα της ποντιακής μουσικής, αλλά και τα της ποντιακής κοινωνίας. Δεν συμφωνούμε πάντα. Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ ότι συνήθως δυσκολεύομαι να τον αντικρούσω. Ίσως γιατί ως συζητητής εμφανίζει ένα πρόσωπο ριζικά διαφορετικό απ’ ότι ως στιχουργός. Αν στην περίπτωση του στιχουργού Αντωνιάδη ξεχωρίζει αμέσως το συναίσθημα, στην περίπτωση του συνομιλητή παίρνει αμέσως το πάνω χέρι η ψυχρή λογική. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην επιστημονική του συγκρότηση (έχω την εντύπωση ότι τα πιο «μαθηματικά μυαλά» που γνώρισα, δεν ήταν κατ’ επάγγελμα μαθηματικοί, αλλά γιατροί), όσο ο απόλυτα ψυχρός τρόπος με τον οποίο έχει μάθει να αναλύει τα δεδομένα. Και είναι λογικό. Αν στα επτά σου χρόνια είσαι υποχρεωμένος να ακολουθείς τη γιαγιά σου σε ένα καπνοχώραφο της Κοζάνης και σαράντα χρόνια αργότερα έχεις φτάσει να σε μεταφέρουν με ελικόπτερο στα Σκόπια για να χειρουργήσεις ως επιστημονική αυθεντία τον ασθενή Κίρο Γκλιγκόρωφ, δεν μπορεί παρά να έχεις μάθει πολύ καλά τη ζωή και τα δεδομένα της.
Έγραψα παραπάνω για το «σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος». Είναι μαζί με το «Ντο να εφτάγω την παράν» οι δύο μεγαλύτερες ίσως επιτυχίες του Χρήστου Αντωνιάδη. Προσωπικά δεν με άγγιξαν. Στην πρώτη περίπτωση γιατί ανήκα σε μια ποντιακή γενιά που δεν είχε βιώσει -παρά μόνο εξ αντανακλάσεως- την εμπειρία του κοινωνικού αποκλεισμού. Στη δεύτερη γιατί, όταν κυκλοφόρησε, ήμουν πολύ νέος για να έχω γονικές ευαισθησίες. Θυμάμαι όμως έναν άλλο στίχο του, λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, που όμως εμένα συγκλόνισε: «λιθάρ’ ντο κείσαι αιρετίν, σο κεμερόπο μ’ κές-ι, ρούξον κι έπαρ’ το ψόπο μου, ας θάφ’νε με αδακές-ι». Δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι στίχοι που να εκφράζουν με μεγαλύτερη επιτυχία τον πόνο του πρόσφυγα, που παρακαλά να πεθάνει κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στον τόπο που γεννήθηκε. Ήταν ένας από τους ελάχιστους στίχους που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια και τον οποίο ζήλεψα πραγματικά σε βαθμό που να με αναγκάσει να πάρω ένα χαρτί και να προσπαθήσω –ανεπιτυχώς- να το μιμηθώ.
Η συνέχεια εδώ