Τα ποιητικά αφιερώματα της Παρθένας Τσοκτουρίδου
Τα ποιητικά αφιερώματα της Παρθένας Τσοκτουρίδου που ακούστηκαν στην εκδήλωση της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821 στα Κομνηνά
ΜΕΡΟΣ Α' - «25η Μαρτίου - Ημέρα της Πίστης και της Λευτεριάς»
Προσευχητάριον
Θεός Κύριος!
Ω, Θεοτόκε, ου σιωπήσομεν ποτέ
τα ιερά σύμβολα της ελληνικής ελευθερίας
εν τω αίμα εκείνων γενομένης
ώσπερ λαμπρότερα φαινόμενα ουρανού και γης.
Αληθώς μέγα θαύμα, Αγνή Παρθένε!
Η ομίχλη θλίψεων διασκεδάζουσα
λάμπει υψόθεν ώσπερ άστρο
αντρειοσύνης και μεγαλείου
εν τω βωμώ τιμής και ελευθερίας εν τη Ελλάδι
προσκυνούσα τας ηρωικάς πράξεις των
ως καταφύγιον της ημετέρας εθνικής αυτογνωσίας.
Μνησθήσομεν των ονομάτων των
εν πάση γενεά και γενεά.
Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου.
Β' ΜΕΡΟΣ: «Η σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στον 21ο αι.»
ΔΑΦΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ
Το ράσο σου δεν κράτησες στου Αϊ-Γιάννη τη Μονή
σκότωσες τον Δερβέναγα, εκείνον τον ασελγή
πήρες το δρόμο στα βουνά, έγινες αντρειωμένος
ποτέ σου δεν προσκύνησες Τούρκο, ο βλογημένος.
Πολέμησες τον Αλή Πασά κι όλους τους Αγάδες
όλους τους κοτσαμπάσηδες, τους Τούρκους Αφεντάδες
ύψωσες τη σημαία μας, σκότωσες τους εχθρούς
ηρωικά πολέμησες με τους οπλαρχηγούς.
Της Αλαμάνας ήρωα, γιε του Γραμματικού
σε πιάσανε στη γέφυρα του ποταμού Σπερχειού
σου' σπασαν τον βραχίονα, το ένδοξο σπαθί
σε πήγαν στον Βρυώνη τους με απειλή κακή.
Μα συ δεν τους φοβήθηκες, τους είπες θαρρετά
πως άλλοι Διάκοι έρχονται με ένδοξα σπαθιά
και ο καιρός που διάλεξε ο Χάρος να σε πάρει
θα' βγαζε σίγουρα κλαδιά και άλλο παλικάρι.
Τους Τούρκους εξαγρίωσες μ' αυτή την προφητεία
με την αντρεία την τρανή και την φιλοπατρία
γι' αυτό σε ψήσαν ζωντανό κι εσένανε σουβλίσαν
μα οι Έλληνες σε κλάψανε, με δάφνες σε τιμήσαν.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Ήλιε μου απ' τα ψηλά βουνά, τι έχεις και στενάζεις;
Σύννεφο γκρίζου ουρανού, το δάκρυ γιατί στάζεις;
Βουνά πόσο μαυρίσατε, τα φύλλα μαραζώσαν
κλεφτόπουλα στα δέντρα σας διάσπαρτα ριζώσαν.
Η μέρα κλαίει τη σκλαβιά κι η νύχτα τον καημό τους
η γη κλαίει το αίμα τους που χύσαν στο πλευρό τους
δεν λάμπουν τ' άστρα τ' ουρανού, δεν δείχνουν τη σκιά τους
φοβούνται την κατάρα τους και την αναθεμιά τους.
Η Πούλια κι ο Αυγερινός πιαστήκαν χέρι - χέρι
να και ο άνεμος, φυσά του Θάνατου το χέρι
να μην πάρει τον Μπότσαρη, τον Μάρκο τον γενναίο
το παλικάρι το τρανό που χε η Ελλάς σπουδαίο.
Η πλάση μαυροφόρεσε - ο ουρανός το ξέρει -
κανένας δεν εμπόδισε του Τούρκου το μαχαίρι
ούτε τη σφαίρα που' φυγε βαθιά μες την καρδιά του
το Μεσολόγγι θρήνησε με όλα τα παιδιά του.
Γενναίοι, μη λυγίζετε στον άδικο χαμό του
τιμήστε τον, φιλήστε τον στον ύστατο βωμό του
ο Μάρκος θυσιάστηκε για όλη την Ελλάδα
για την καλή τη Λευτεριά, της Δόξας τη λιακάδα.
Βουνά, μη κιτρινίζετε για το βαρύ το πλήγμα
η γη μας κομματιάστηκε κι έγινε ένα ρήγμα
η θάλασσα κι οι ποταμοί άλλαξαν τη χροιά τους
βαφτήκανε στα κόκκινα, μαύρα τα δάκρυά τους.
Δέντρα, πολύ λυγίσατε, σηκώστε τους κορμούς σας
ασήκωτα γινήκατε απ' τους πικρούς λυγμούς σας
πέτρες μη χαρακώνεστε, μη σπάσετε κομμάτια
θα' ρθει του Γένους λευτεριά και η χαρά στα μάτια.
Ο Μάρκος μας δεν πέθανε, ποτέ δεν θα πεθάνει
φορέστε τον, στολίστε τον της Δόξας το στεφάνι
όπως του πρέπει θάψτε τον μ' όλα τα μεγαλεία
στείλτε του πυροβολισμούς σ' αιθέρες κι από πλοία.
Όλοι να χαιρετήσουμε της γης μας το καμάρι
κι αφού ήρθε ο Χάροντας κι ήθελε να τον πάρει
ας τόνε πάει στο Θεό, στου ουρανού τους θόλους
εκεί όπου τους μάζεψε τους αθανάτους όλους.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Έλληνες, μη λυπόσαστε για κειό το παλικάρι,
το καύχημα σας το τρανό, ο Χάρος πριν το πάρει
το ' κλαψε, το ξανα' κλαψε, θρήνησε το καμάρι
το ράντισε με δάκρυα, έπαιξε το δοξάρι
με πένθος λάλησε τρανό, με λύπη και με οδυρμό
του ήρωα, του άξιου τον άδικο χαμό.
«Πατέρα» τον εφώναξε, «Σωτήρα, ήρωά μας
που όρθωσες , που στήλωσες εσύ τ' ανάστημά μας
που δεν φοβήθηκες ποτέ, δεν δείλιασες τους Τούρκους
που καταφρόνησες εσύ του Άδη μας τους βούρκους
π' αγάπησες βαθιά πολύ πατρίδα και ανθρώπους
εσύ που τέλος ένδοξο με νίκη και με κόπους
έδωσες τη ζωούλα σου στα μέσα μιας νυχτιάς
εσύ που ΄σουν το φόβητρο της τουρκικής στρατιάς.
Αδέλφια, μη λυπόσαστε! Φεύγει ευχαριστημένος
κι από ετούτη τη στιγμή βαθιά συγκινημένος
γιατί ποτέ δεν δείλιασε στην πίκρα του θανάτου
προτίμησε τη λευτεριά, τ' όνομα τ' αθανάτου».
Γ' ΜΕΡΟΣ: «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - Παράδειγμα προς μίμηση»
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Γεννήθηκε ο Αυγερινός με λάμψη φωτισμένος
γεννήθηκε ο πρωτότοκος, ο αστροποτισμένος
με στέφανα νίκης πολλά με αίματα γραμμένα
και με δοξολογήματα για έργα παινεμένα.
Σφραγίδα είχε στην καρδιά με αίμα πατημένη
γεννήθηκε για ένα σκοπό, για Ελλάδα τιμημένη
για ν' αναστήσει μια φυλή που ήταν σκλαβωμένη
να γράψει ιστορία «εκειός» με σπάθα χαραγμένη.
Κολοκοτρώνης τ' όνομα, λεβέντικη η καρδιά του
η δίψα του για λευτεριά θα σώσει τη γενιά του
Αυγερινέ και Πούλια εσύ κι εσείς όλα τα άστρα
Θα δείτε πως θα πολιορκεί «εκειός» όλα τα κάστρα.
Φωτιά θ' ανάβει στους οχτρούς για να τους κατακάψει
γιατί «εκειοί» το έθνος μας το έχουνε ρημάξει
κι όσοι τους προσκυνήσανε κι «εκειούς» θα τσεκουρώσει
«εκειούς» που την Ελλάδα μας της έχουνε προδώσει.
Ψυχή θα είναι ηρωική, καρδιά ανδρειωμένη
το καύχημα, ο αθάνατος, στη γη την τιμημένη
όπου θα θριαμβεύσει «εκειός» με έργα ιστορημένα
απ' τον Θεό, τον ουρανό κι απ' όλους δοξασμένα
Η ΕΜΨΥΧΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Στρατιώτες, μη θλιβόσαστε που χάθηκαν λεβέντες
ο πόλεμος είναι βαρύς, αφήστε τις κουβέντες
που δείχνουν ηττοπάθεια κι ενθάρρυνση ολίγη
εμψυχωθείτε, η Τουρκιά με πόλεμο θα φύγει.
Πολιορκείστε τα βουνά, τα κάστρα με κανόνια
της λευτεριάς το κάλεσμα δεν είναι με γαλόνια
χτυπήστε απ' όλες τις μεριές και κάντε μου σινιάλα
στρατήγημα έχω τρανό, δεν μπαίνω γω σε γυάλα.
Ανάψτε είκοσι φωτιές και γίνετε κολώνες
να βγουν οι Τούρκοι για να δουν τους Έλληνες πυλώνες
που δεν αφήνουνε πασά, μύτη να ξεμυτίσει
ούτε κι αρμάδα τούρκικη αυτούς θε να φοβίσει.
Ζητείστε να παραδοθούν όλα τα φρούρια τους
ν' αφήσουνε το βιός εκεί και τα υπάρχοντα τους
κι αν αρνηθούν οι άπιστοι κόψτε τους τα κεφάλια
δεν θέλω να αφήσετε Τούρκου απομεινάρια.
Τσακίστε τους, τους άτιμους, χιμήξτε σαν λιοντάρια
τρέψτε τους όλους σε φυγή, γενναία παλικάρια
ντροπιάστε τους και κράξτε τους πως σώθηκαν οι σκλάβοι
προσκυνοχάρτια δεν χωρούν, ο πόλεμος ανάβει.
Άντε και διαλύθηκαν με τον βομβαρδισμό μας
ζημιές επάθανε τρανές με τον μαχητισμό μας
σκοτώθηκαν οι μπέηδες από Ελλήνων χέρια
άστραψαν τα ελληνικά σπαθιά, τα κοφτερά μαχαίρια.
Τιμή και δόξα στους νεκρούς που δώσαν την ζωή τους
που «ελευθερία» φώναξαν στην ύστατη πνοή τους
πάντα θα είναι αθάνατοι, αιώνια παινεμένοι
άξιοι και περήφανοι καθώς και τιμημένοι.
Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΛΤΕΤΣΙΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Ο Μάης είχε δώδεκα οι Τούρκοι όταν χτυπήσαν
χώρια σε πέντε σώματα μιλιούνια προχωρήσαν.
ΤΟΥΡΚΟΙ:
-Ρωμιοί, πετάξτε τα όπλα σας! Στα σπίτια σας γυρίστε!
Όλους θα σας σκοτώσουμε και οπισθοχωρείστε!-
ΕΛΛΗΝΕΣ:
-Τούρκοι, αφήστε τα όπλα σας, δάκρυ πολύ θα χύστε
εμείς θα σας νικήσουμε στην Τρίπολη γυρίστε!
Εμείς θα πολεμήσουμε όλοι μας σαν λιοντάρια
κανέναν δεν φοβόμαστε ήμαστε παλικάρια.
Επαναστάτες ήμαστε, Κλέφτες αρματωμένοι
με μάχη θα κερδίσουμε και νίκη τιμημένη.-
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:
-Μετριάστε και σας έφαγα! Είμαι ο Κολοκοτρώνος!!!
Εγώ είμαι αλύγιστος και του ηθικού βαρώνος.
Βαστάτε όλοι, Έλληνες, στρατό φέρνω χιλιάδες
Μανιάτες και Πετρόμπεη! Μη κλαίτε άλλο μανάδες!
Είμαι ο Τουρκοφάγος σας! Το όνομα μου μόνο
όλους εσάς σας προκαλεί φυγή κι άφθονο τρόμο.
Ήρθε και ο Νικηταράς και ο γιος μου ο Γενναίος
στα πόδια σας βάλτε φτερά γιατί είναι άγριος νέος.
Πλαπούτα, Μητροπέτροβα και Μαυρομιχαλαραίοι
θερίστε τα κεφάλια τους άντρες τρανοί, ω! γενναίοι!
Νικήσαμε! Αφήστε τους να φύγουνε να σωθούνε
να κλάψουν, να θρηνήσουνε κι όλοι τους να ντραπούνε.
Θρήνησε Κεχαγιάμπεη γιατί είσαι ηττημένος
απ' τους ραγιάδες Έλληνες και είσαι απελπισμένος.-
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Η νίκη του Βαλτετσιού, Τούρκων και Ελλήνων μάχη
μας τόνωσε το ηθικό στους Τούρκους έδωσε άγχη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΙ ΕΠΑΙΝΟΙ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Γέρε του Μοριά, βασανισμένε μας Πατέρα
της λευτεριάς που φύσηξες συ πρώτος τον αέρα
κινδύνους που διέτρεξες και έκλαψες θανάτους
συ που συγκαταλέγεσαι μέσα στους αθανάτους.
Χτύπους εσύ δοκίμασες μες την πικρή καρδιά σου
λυπόσουνα και έκλαιγες για όλα τα παιδιά σου
για κείνα τα ελληνόπουλα που ήταν σκλαβωμένα
συ ήσουν που τα στόλισες με έργα τιμημένα.
Τα χώματα τα ελληνικά έκανες ανδρειωμένα
τα φώτισες, τα λάμπρυνες για να' ναι δοξασμένα
τα' κανες να' ναι ιερά με δάφνες στολισμένα
σκέπασες κόκαλα μ' αυτά που γίναν αγιασμένα.
Τα οράματα, το πείσμα σου κατέλαβαν τα κάστρα
μάρτυρες εσύ έβαλες τον ήλιο και τα άστρα
τα λόγια σου τα φλογερά πύρωσαν τις καρδιές μας
και στον αγώνα λευτεριάς έσπρωξες τις ψυχές μας.
Τα όνειρα, οι λέξεις σου, σπαθιά στη δουλοσύνη
οχτρό συ δεν προσκύνησες, μόνο Χριστιανοσύνη
θρίαμβο ήθελες τρανό, ζωή ελευθερίας
παρατημένος στη νυχτιά της πίκρας, της κακίας.
Σοφέ και παινεμένε μας, οι κόποι, τα φτερά σου
θριάμβευσαν, δοξάστηκαν και η περπατησιά σου
μες την καρδιά μας κατοικούν, καύχημα ελληνικό μας
το μεγαλείο σου τρανό στο Γένος το δικό μας.
Απ' τους επαίνους των καιρών θησαύρισες Στρατάρχη
την χώρα μας ανέστησες, συ νίκησες τα άγχη
που είχανε οι πρόγονοι για την ελευθερία
συ ήσουν που σεβάστηκες Πατρίδα και τα Θεία.
Καύχημα της φυλής εσύ, με δόξες ραντισμένε
για έργα Θεία, αθάνατα, συ χιλιοδοξασμένε
όλοι σου απονέμουνε βραβείο και επαίνους
αγάπης άνθος, λευτεριάς, συ του δικού μας Γένους.
Δ' ΜΕΡΟΣ: «Οι Μικρασιάτες στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821»
ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΟΥ 1821
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Φίδια και άγρια θεριά συγκάτοικοι γενήκαν
στις ερημιές και στα βουνά μαζί με τους τυράγνους
κειούς τους Τουρκοτζαμπάσηδες που σάρκα δεν αφήκαν
Ρωμαίικη αφάγωτη σ' αυλάκια και σε θάμνους.
Ελλάδα πονεμένη μας και καταφρονεμένη
πατρίδα μας γυμνή εσύ και αλυσοδεμένη
που σ' έκλαψαν γενιές πολλές, γέροι, παιδιά και νέοι
γιατί να σε βυζαίνουνε Τουρκοκαπεταναίγοι;
ΕΛΛΑΔΑ:
Τα πόδια μου ματώσανε, λαβώθηκε η καρδιά μου
απ' του πολέμου τη φωτιά τρόμαξε η λαλιά μου
μου πήρανε τα σπίτια μου, χαθήκαν τ' άρματά μου
κομμάτιασαν τα ρούχα μου και τα υπάρχοντα μου.
Φτωχό κάναν το έθνος μου, του φέραν δυστυχία
τα σπίτια γίναν άνεμος κι αγέρας η ομιλία
μ' αδίκησαν εγωιστές με την πικρή σκλαβιά
οι άπιστοι, οι άτιμοι, με την σκληρή καρδιά.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:
Βαστάτε Έλληνες καλά και βάλτε σε σακούλια
σπόρους που ναν' της λευτεριάς και του μεγάλου αγώνα
σπείρτε τα να φυτρώσουνε, φυλάξτε καραούλια
τρογυρισμένοι με σπαθιά, γυμνοί μέσα στα χιόνια.
Γίνετε λιονταρόπουλα, φυλάξτε τον καρπό σας
φάτε τον Τούρκο, τον οχτρό, καλά αρματωμένοι
να σώσουμε της λευτεριάς το δένδρο το καλό σας
αγωνιστείτε κι όλοι σας θα 'στε στεφανωμένοι.
Έλληνα, δύστυχε εσύ, που σε χτυπούν αβδέλλες
τσάκισε τα ποδάρια τους και ρίξ' τα απ' τις σέλες
τους Τούρκους να τους χώσουμε στις μαύρες τις κασέλες
να μη σκοτώνουν τα παιδιά και τις μικρές κοπέλες.
Ζωγράφε, συ σχεδίασε του πόλεμου καδράκια
λόνχες της τυραννίας μας, σκυλιά να μας φυλάνε
στρώσε μες το περβόλι του και λίγα πετραδάκια
μαύρο να' ναι το χρώμα τους και να πετροβολάνε.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Ελλάδα, γράψε σε χαρτί όσους αγωνιστήκαν
όσους μες την καρδούλα τους βόλια εχθρικά δεχτήκαν
στεφάνι, δόξα και τιμή! Για σένανε χαθήκαν
κι οι δουλωμένοι Έλληνες απελευθερωθήκαν.
Το κράτος σου αναστήσανε, έφυγε η δυστυχία
σώσανε την πατρίδα τους με πίστη στη θρησκεία
και του Θεού να έχουνε την θεία ευλογία
π έδωσαν σε σένανε δίκιο κι ελευθερία.
ΜΕΡΟΣ Α' - «25η Μαρτίου - Ημέρα της Πίστης και της Λευτεριάς»
Προσευχητάριον
Θεός Κύριος!
Ω, Θεοτόκε, ου σιωπήσομεν ποτέ
τα ιερά σύμβολα της ελληνικής ελευθερίας
εν τω αίμα εκείνων γενομένης
ώσπερ λαμπρότερα φαινόμενα ουρανού και γης.
Αληθώς μέγα θαύμα, Αγνή Παρθένε!
Η ομίχλη θλίψεων διασκεδάζουσα
λάμπει υψόθεν ώσπερ άστρο
αντρειοσύνης και μεγαλείου
εν τω βωμώ τιμής και ελευθερίας εν τη Ελλάδι
προσκυνούσα τας ηρωικάς πράξεις των
ως καταφύγιον της ημετέρας εθνικής αυτογνωσίας.
Μνησθήσομεν των ονομάτων των
εν πάση γενεά και γενεά.
Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου.
Β' ΜΕΡΟΣ: «Η σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στον 21ο αι.»
ΔΑΦΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ
Το ράσο σου δεν κράτησες στου Αϊ-Γιάννη τη Μονή
σκότωσες τον Δερβέναγα, εκείνον τον ασελγή
πήρες το δρόμο στα βουνά, έγινες αντρειωμένος
ποτέ σου δεν προσκύνησες Τούρκο, ο βλογημένος.
Πολέμησες τον Αλή Πασά κι όλους τους Αγάδες
όλους τους κοτσαμπάσηδες, τους Τούρκους Αφεντάδες
ύψωσες τη σημαία μας, σκότωσες τους εχθρούς
ηρωικά πολέμησες με τους οπλαρχηγούς.
Της Αλαμάνας ήρωα, γιε του Γραμματικού
σε πιάσανε στη γέφυρα του ποταμού Σπερχειού
σου' σπασαν τον βραχίονα, το ένδοξο σπαθί
σε πήγαν στον Βρυώνη τους με απειλή κακή.
Μα συ δεν τους φοβήθηκες, τους είπες θαρρετά
πως άλλοι Διάκοι έρχονται με ένδοξα σπαθιά
και ο καιρός που διάλεξε ο Χάρος να σε πάρει
θα' βγαζε σίγουρα κλαδιά και άλλο παλικάρι.
Τους Τούρκους εξαγρίωσες μ' αυτή την προφητεία
με την αντρεία την τρανή και την φιλοπατρία
γι' αυτό σε ψήσαν ζωντανό κι εσένανε σουβλίσαν
μα οι Έλληνες σε κλάψανε, με δάφνες σε τιμήσαν.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Ήλιε μου απ' τα ψηλά βουνά, τι έχεις και στενάζεις;
Σύννεφο γκρίζου ουρανού, το δάκρυ γιατί στάζεις;
Βουνά πόσο μαυρίσατε, τα φύλλα μαραζώσαν
κλεφτόπουλα στα δέντρα σας διάσπαρτα ριζώσαν.
Η μέρα κλαίει τη σκλαβιά κι η νύχτα τον καημό τους
η γη κλαίει το αίμα τους που χύσαν στο πλευρό τους
δεν λάμπουν τ' άστρα τ' ουρανού, δεν δείχνουν τη σκιά τους
φοβούνται την κατάρα τους και την αναθεμιά τους.
Η Πούλια κι ο Αυγερινός πιαστήκαν χέρι - χέρι
να και ο άνεμος, φυσά του Θάνατου το χέρι
να μην πάρει τον Μπότσαρη, τον Μάρκο τον γενναίο
το παλικάρι το τρανό που χε η Ελλάς σπουδαίο.
Η πλάση μαυροφόρεσε - ο ουρανός το ξέρει -
κανένας δεν εμπόδισε του Τούρκου το μαχαίρι
ούτε τη σφαίρα που' φυγε βαθιά μες την καρδιά του
το Μεσολόγγι θρήνησε με όλα τα παιδιά του.
Γενναίοι, μη λυγίζετε στον άδικο χαμό του
τιμήστε τον, φιλήστε τον στον ύστατο βωμό του
ο Μάρκος θυσιάστηκε για όλη την Ελλάδα
για την καλή τη Λευτεριά, της Δόξας τη λιακάδα.
Βουνά, μη κιτρινίζετε για το βαρύ το πλήγμα
η γη μας κομματιάστηκε κι έγινε ένα ρήγμα
η θάλασσα κι οι ποταμοί άλλαξαν τη χροιά τους
βαφτήκανε στα κόκκινα, μαύρα τα δάκρυά τους.
Δέντρα, πολύ λυγίσατε, σηκώστε τους κορμούς σας
ασήκωτα γινήκατε απ' τους πικρούς λυγμούς σας
πέτρες μη χαρακώνεστε, μη σπάσετε κομμάτια
θα' ρθει του Γένους λευτεριά και η χαρά στα μάτια.
Ο Μάρκος μας δεν πέθανε, ποτέ δεν θα πεθάνει
φορέστε τον, στολίστε τον της Δόξας το στεφάνι
όπως του πρέπει θάψτε τον μ' όλα τα μεγαλεία
στείλτε του πυροβολισμούς σ' αιθέρες κι από πλοία.
Όλοι να χαιρετήσουμε της γης μας το καμάρι
κι αφού ήρθε ο Χάροντας κι ήθελε να τον πάρει
ας τόνε πάει στο Θεό, στου ουρανού τους θόλους
εκεί όπου τους μάζεψε τους αθανάτους όλους.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Έλληνες, μη λυπόσαστε για κειό το παλικάρι,
το καύχημα σας το τρανό, ο Χάρος πριν το πάρει
το ' κλαψε, το ξανα' κλαψε, θρήνησε το καμάρι
το ράντισε με δάκρυα, έπαιξε το δοξάρι
με πένθος λάλησε τρανό, με λύπη και με οδυρμό
του ήρωα, του άξιου τον άδικο χαμό.
«Πατέρα» τον εφώναξε, «Σωτήρα, ήρωά μας
που όρθωσες , που στήλωσες εσύ τ' ανάστημά μας
που δεν φοβήθηκες ποτέ, δεν δείλιασες τους Τούρκους
που καταφρόνησες εσύ του Άδη μας τους βούρκους
π' αγάπησες βαθιά πολύ πατρίδα και ανθρώπους
εσύ που τέλος ένδοξο με νίκη και με κόπους
έδωσες τη ζωούλα σου στα μέσα μιας νυχτιάς
εσύ που ΄σουν το φόβητρο της τουρκικής στρατιάς.
Αδέλφια, μη λυπόσαστε! Φεύγει ευχαριστημένος
κι από ετούτη τη στιγμή βαθιά συγκινημένος
γιατί ποτέ δεν δείλιασε στην πίκρα του θανάτου
προτίμησε τη λευτεριά, τ' όνομα τ' αθανάτου».
Γ' ΜΕΡΟΣ: «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - Παράδειγμα προς μίμηση»
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Γεννήθηκε ο Αυγερινός με λάμψη φωτισμένος
γεννήθηκε ο πρωτότοκος, ο αστροποτισμένος
με στέφανα νίκης πολλά με αίματα γραμμένα
και με δοξολογήματα για έργα παινεμένα.
Σφραγίδα είχε στην καρδιά με αίμα πατημένη
γεννήθηκε για ένα σκοπό, για Ελλάδα τιμημένη
για ν' αναστήσει μια φυλή που ήταν σκλαβωμένη
να γράψει ιστορία «εκειός» με σπάθα χαραγμένη.
Κολοκοτρώνης τ' όνομα, λεβέντικη η καρδιά του
η δίψα του για λευτεριά θα σώσει τη γενιά του
Αυγερινέ και Πούλια εσύ κι εσείς όλα τα άστρα
Θα δείτε πως θα πολιορκεί «εκειός» όλα τα κάστρα.
Φωτιά θ' ανάβει στους οχτρούς για να τους κατακάψει
γιατί «εκειοί» το έθνος μας το έχουνε ρημάξει
κι όσοι τους προσκυνήσανε κι «εκειούς» θα τσεκουρώσει
«εκειούς» που την Ελλάδα μας της έχουνε προδώσει.
Ψυχή θα είναι ηρωική, καρδιά ανδρειωμένη
το καύχημα, ο αθάνατος, στη γη την τιμημένη
όπου θα θριαμβεύσει «εκειός» με έργα ιστορημένα
απ' τον Θεό, τον ουρανό κι απ' όλους δοξασμένα
Η ΕΜΨΥΧΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Στρατιώτες, μη θλιβόσαστε που χάθηκαν λεβέντες
ο πόλεμος είναι βαρύς, αφήστε τις κουβέντες
που δείχνουν ηττοπάθεια κι ενθάρρυνση ολίγη
εμψυχωθείτε, η Τουρκιά με πόλεμο θα φύγει.
Πολιορκείστε τα βουνά, τα κάστρα με κανόνια
της λευτεριάς το κάλεσμα δεν είναι με γαλόνια
χτυπήστε απ' όλες τις μεριές και κάντε μου σινιάλα
στρατήγημα έχω τρανό, δεν μπαίνω γω σε γυάλα.
Ανάψτε είκοσι φωτιές και γίνετε κολώνες
να βγουν οι Τούρκοι για να δουν τους Έλληνες πυλώνες
που δεν αφήνουνε πασά, μύτη να ξεμυτίσει
ούτε κι αρμάδα τούρκικη αυτούς θε να φοβίσει.
Ζητείστε να παραδοθούν όλα τα φρούρια τους
ν' αφήσουνε το βιός εκεί και τα υπάρχοντα τους
κι αν αρνηθούν οι άπιστοι κόψτε τους τα κεφάλια
δεν θέλω να αφήσετε Τούρκου απομεινάρια.
Τσακίστε τους, τους άτιμους, χιμήξτε σαν λιοντάρια
τρέψτε τους όλους σε φυγή, γενναία παλικάρια
ντροπιάστε τους και κράξτε τους πως σώθηκαν οι σκλάβοι
προσκυνοχάρτια δεν χωρούν, ο πόλεμος ανάβει.
Άντε και διαλύθηκαν με τον βομβαρδισμό μας
ζημιές επάθανε τρανές με τον μαχητισμό μας
σκοτώθηκαν οι μπέηδες από Ελλήνων χέρια
άστραψαν τα ελληνικά σπαθιά, τα κοφτερά μαχαίρια.
Τιμή και δόξα στους νεκρούς που δώσαν την ζωή τους
που «ελευθερία» φώναξαν στην ύστατη πνοή τους
πάντα θα είναι αθάνατοι, αιώνια παινεμένοι
άξιοι και περήφανοι καθώς και τιμημένοι.
Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΛΤΕΤΣΙΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Ο Μάης είχε δώδεκα οι Τούρκοι όταν χτυπήσαν
χώρια σε πέντε σώματα μιλιούνια προχωρήσαν.
ΤΟΥΡΚΟΙ:
-Ρωμιοί, πετάξτε τα όπλα σας! Στα σπίτια σας γυρίστε!
Όλους θα σας σκοτώσουμε και οπισθοχωρείστε!-
ΕΛΛΗΝΕΣ:
-Τούρκοι, αφήστε τα όπλα σας, δάκρυ πολύ θα χύστε
εμείς θα σας νικήσουμε στην Τρίπολη γυρίστε!
Εμείς θα πολεμήσουμε όλοι μας σαν λιοντάρια
κανέναν δεν φοβόμαστε ήμαστε παλικάρια.
Επαναστάτες ήμαστε, Κλέφτες αρματωμένοι
με μάχη θα κερδίσουμε και νίκη τιμημένη.-
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:
-Μετριάστε και σας έφαγα! Είμαι ο Κολοκοτρώνος!!!
Εγώ είμαι αλύγιστος και του ηθικού βαρώνος.
Βαστάτε όλοι, Έλληνες, στρατό φέρνω χιλιάδες
Μανιάτες και Πετρόμπεη! Μη κλαίτε άλλο μανάδες!
Είμαι ο Τουρκοφάγος σας! Το όνομα μου μόνο
όλους εσάς σας προκαλεί φυγή κι άφθονο τρόμο.
Ήρθε και ο Νικηταράς και ο γιος μου ο Γενναίος
στα πόδια σας βάλτε φτερά γιατί είναι άγριος νέος.
Πλαπούτα, Μητροπέτροβα και Μαυρομιχαλαραίοι
θερίστε τα κεφάλια τους άντρες τρανοί, ω! γενναίοι!
Νικήσαμε! Αφήστε τους να φύγουνε να σωθούνε
να κλάψουν, να θρηνήσουνε κι όλοι τους να ντραπούνε.
Θρήνησε Κεχαγιάμπεη γιατί είσαι ηττημένος
απ' τους ραγιάδες Έλληνες και είσαι απελπισμένος.-
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Η νίκη του Βαλτετσιού, Τούρκων και Ελλήνων μάχη
μας τόνωσε το ηθικό στους Τούρκους έδωσε άγχη.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΙ ΕΠΑΙΝΟΙ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Γέρε του Μοριά, βασανισμένε μας Πατέρα
της λευτεριάς που φύσηξες συ πρώτος τον αέρα
κινδύνους που διέτρεξες και έκλαψες θανάτους
συ που συγκαταλέγεσαι μέσα στους αθανάτους.
Χτύπους εσύ δοκίμασες μες την πικρή καρδιά σου
λυπόσουνα και έκλαιγες για όλα τα παιδιά σου
για κείνα τα ελληνόπουλα που ήταν σκλαβωμένα
συ ήσουν που τα στόλισες με έργα τιμημένα.
Τα χώματα τα ελληνικά έκανες ανδρειωμένα
τα φώτισες, τα λάμπρυνες για να' ναι δοξασμένα
τα' κανες να' ναι ιερά με δάφνες στολισμένα
σκέπασες κόκαλα μ' αυτά που γίναν αγιασμένα.
Τα οράματα, το πείσμα σου κατέλαβαν τα κάστρα
μάρτυρες εσύ έβαλες τον ήλιο και τα άστρα
τα λόγια σου τα φλογερά πύρωσαν τις καρδιές μας
και στον αγώνα λευτεριάς έσπρωξες τις ψυχές μας.
Τα όνειρα, οι λέξεις σου, σπαθιά στη δουλοσύνη
οχτρό συ δεν προσκύνησες, μόνο Χριστιανοσύνη
θρίαμβο ήθελες τρανό, ζωή ελευθερίας
παρατημένος στη νυχτιά της πίκρας, της κακίας.
Σοφέ και παινεμένε μας, οι κόποι, τα φτερά σου
θριάμβευσαν, δοξάστηκαν και η περπατησιά σου
μες την καρδιά μας κατοικούν, καύχημα ελληνικό μας
το μεγαλείο σου τρανό στο Γένος το δικό μας.
Απ' τους επαίνους των καιρών θησαύρισες Στρατάρχη
την χώρα μας ανέστησες, συ νίκησες τα άγχη
που είχανε οι πρόγονοι για την ελευθερία
συ ήσουν που σεβάστηκες Πατρίδα και τα Θεία.
Καύχημα της φυλής εσύ, με δόξες ραντισμένε
για έργα Θεία, αθάνατα, συ χιλιοδοξασμένε
όλοι σου απονέμουνε βραβείο και επαίνους
αγάπης άνθος, λευτεριάς, συ του δικού μας Γένους.
Δ' ΜΕΡΟΣ: «Οι Μικρασιάτες στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821»
ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΟΥ 1821
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Φίδια και άγρια θεριά συγκάτοικοι γενήκαν
στις ερημιές και στα βουνά μαζί με τους τυράγνους
κειούς τους Τουρκοτζαμπάσηδες που σάρκα δεν αφήκαν
Ρωμαίικη αφάγωτη σ' αυλάκια και σε θάμνους.
Ελλάδα πονεμένη μας και καταφρονεμένη
πατρίδα μας γυμνή εσύ και αλυσοδεμένη
που σ' έκλαψαν γενιές πολλές, γέροι, παιδιά και νέοι
γιατί να σε βυζαίνουνε Τουρκοκαπεταναίγοι;
ΕΛΛΑΔΑ:
Τα πόδια μου ματώσανε, λαβώθηκε η καρδιά μου
απ' του πολέμου τη φωτιά τρόμαξε η λαλιά μου
μου πήρανε τα σπίτια μου, χαθήκαν τ' άρματά μου
κομμάτιασαν τα ρούχα μου και τα υπάρχοντα μου.
Φτωχό κάναν το έθνος μου, του φέραν δυστυχία
τα σπίτια γίναν άνεμος κι αγέρας η ομιλία
μ' αδίκησαν εγωιστές με την πικρή σκλαβιά
οι άπιστοι, οι άτιμοι, με την σκληρή καρδιά.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:
Βαστάτε Έλληνες καλά και βάλτε σε σακούλια
σπόρους που ναν' της λευτεριάς και του μεγάλου αγώνα
σπείρτε τα να φυτρώσουνε, φυλάξτε καραούλια
τρογυρισμένοι με σπαθιά, γυμνοί μέσα στα χιόνια.
Γίνετε λιονταρόπουλα, φυλάξτε τον καρπό σας
φάτε τον Τούρκο, τον οχτρό, καλά αρματωμένοι
να σώσουμε της λευτεριάς το δένδρο το καλό σας
αγωνιστείτε κι όλοι σας θα 'στε στεφανωμένοι.
Έλληνα, δύστυχε εσύ, που σε χτυπούν αβδέλλες
τσάκισε τα ποδάρια τους και ρίξ' τα απ' τις σέλες
τους Τούρκους να τους χώσουμε στις μαύρες τις κασέλες
να μη σκοτώνουν τα παιδιά και τις μικρές κοπέλες.
Ζωγράφε, συ σχεδίασε του πόλεμου καδράκια
λόνχες της τυραννίας μας, σκυλιά να μας φυλάνε
στρώσε μες το περβόλι του και λίγα πετραδάκια
μαύρο να' ναι το χρώμα τους και να πετροβολάνε.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
Ελλάδα, γράψε σε χαρτί όσους αγωνιστήκαν
όσους μες την καρδούλα τους βόλια εχθρικά δεχτήκαν
στεφάνι, δόξα και τιμή! Για σένανε χαθήκαν
κι οι δουλωμένοι Έλληνες απελευθερωθήκαν.
Το κράτος σου αναστήσανε, έφυγε η δυστυχία
σώσανε την πατρίδα τους με πίστη στη θρησκεία
και του Θεού να έχουνε την θεία ευλογία
π έδωσαν σε σένανε δίκιο κι ελευθερία.