Η αγορά ηλεκτρισμού και η επανεκκίνηση της εθνικής οικονομίας
* Άρθρο του Δρα Γ.Στάμτση, Γενικού Διευθυντή ΕΣΑΗ, που δημοσιεύθηκε στην ετήσια έκδοση GREEK ENERGY 2014 του EnergyPress
Η αγορά ηλεκτρισμού στη χώρα μας έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως ένας από τους βασικότερους μοχλούς για την επανεκκίνηση της εθνικής οικονομίας. Αυτή η θέση δεν αποτελεί μια γενική διατύπωση αλλά εδράζεται σε δύο δεδομένα.
Το πρώτο είναι ότι η εξασφάλιση επαρκούς, αξιόπιστης και οικονομικής ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί βασική προϋπόθεση...
για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας της χώρας μας. Κανείς δεν θα θέλει να επενδύσει σε μια χώρα όπου ο κίνδυνος ενός black-out συχνά θα γίνεται πραγματικότητα. Από την άλλη χρειάζεται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να μπορούν να προμηθεύονται ενέργεια σε προσιτές τιμές. Η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού θα πρέπει να έχει ως κύριο στόχο να βρει το σημείο λειτουργίας που να εξυπηρετεί κατά βέλτιστο τρόπο τους δυο αυτούς αντικειμενικούς σκοπούς λαμβάνοντας πάντα υπόψη την μακροχρόνια πορεία προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Το δεύτερο δεδομένο αφορά την ώθηση στην ανάπτυξη που μπορεί να δώσει η αγορά ηλεκτρισμού μέσα από την υλοποίηση ευρείας κλίμακας ενεργειακών επενδύσεων. Για τα αμέσως προσεχή χρόνια, στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος των ενεργειακών επενδύσεων αφορά τα δίκτυα ηλεκτρισμού. Αυτό περιλαμβάνει αφενός την ουσιαστική ανάπτυξη του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ) με την υλοποίηση των διασυνδέσεων της Κρήτης και των Κυκλάδων, την ανάπτυξη των γραμμών μεταφοράς 400 kV στην Πελοπόννησο και τα νέα Κέντρα Υψηλής Τάσης που πρέπει να κατασκευαστούν αφετέρου την σημαντική ενίσχυση του Δικτύου Διανομής με τη σταδιακή μετατροπή του σε «έξυπνο» δίκτυο (smartgrid). Οι απαραίτητες επενδύσεις στα δίκτυα στην Ελλάδα ανέρχονται σε κάποια δισεκατομμύρια Ευρώ για την επόμενη δεκαετία και θα πρέπει να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι για την υλοποίηση τους είτε με πρόσβαση των εταιρειών που κατέχουν τα δίκτυα σε γραμμές χρηματοδότησης, είτε με είσοδο νέων επενδυτών στο μετοχικό τους κεφάλαιο, είτε με συμπράξεις ιδιωτικού-δημόσιου τομέα ή (και το πιο πιθανό) με έναν συνδυασμό όλων αυτών των διαθέσιμων λύσεων.
Αξιόπιστη και προσιτή ενέργεια
Με ποιον τρόπο όμως μπορεί η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού να αντεπεξέλθει επιτυχώς και στο ζητούμενο για αξιόπιστη και προσιτή ενέργεια;
Όσον αφορά την επαρκή και αξιόπιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα διαθέτει σήμερα μια μικρή αλλά θετική επάρκεια ισχύος. Θα είναι μια πρόκληση να τη διατηρήσει και τα επόμενα χρόνια λαμβάνοντας υπόψη το πρόγραμμα απόσυρσης παλαιών μονάδων και την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο η συνολική λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού να καθιστά διαθέσιμο στο ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα, τόσο άμεσα όσο και σε μέσο- και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το απαραίτητο παραγωγικό δυναμικό. Το δυναμικό αυτό θα εξασφαλίζει επάρκεια ισχύος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος black-out, και την απαραίτητη ευελιξία ώστε το σύστημα να μπορεί να λειτουργεί με αυξανόμενο ποσοστό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Συγκεκριμένες κινήσεις
Όσον αφορά την προμήθεια ενέργειας σε προσιτές τιμές στους οικιακούς, επαγγελματικούς και βιομηχανικούς καταναλωτές μπορούν να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις που θα συγκρατήσουν ή και θα μειώσουν τα κόστη:
Ανάπτυξη ανταγωνισμού σε όλο το εύρος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει πρωτογενή πρόσβαση τρίτων σε λιγνίτες και νερά έτσι ώστε να σχηματισθούν ανταγωνιστικά χαρτοφυλάκια ενέργειας από καθετοποιημένες εταιρείες οι οποίες θα ανταγωνιστούν για την απόκτηση μεριδίων στην λιανική αγορά.
Ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά φυσικού αερίου για συγκράτηση και μείωση του κόστους του. Κατά τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα το φυσικό αέριο θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ηλεκτροπαραγωγή. Πρέπει λοιπόν το κόστος του να είναι όσο το δυνατό χαμηλότερο.
Διασύνδεση των νησιών, και ιδιαίτερα της Κρήτης, με το ηπειρωτικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό θα γίνει εφικτή η παύση λειτουργίας των ακριβών και ρυπογόνων πετρελαϊκών μονάδων που λειτουργούν στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά. Η εξοικονόμηση δαπανών καυσίμου που προκύπτει από τη διασύνδεση της Κρήτης, περίπου 300 εκ. Ευρώ ετησίως το όφελος, αντισταθμίζει τη δαπάνη επένδυσης σε λίγα μόλις χρόνια.
Μείωση της φορολογίας στα ενεργειακά προϊόντα. Η αρχική ιδέα σε επίπεδο ΕΕ ήταν να χρησιμοποιηθεί η φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει σε ομαλές οικονομικές συνθήκες. Σε περιπτώσεις βαθιάς οικονομικής ύφεσης ή και στην φάση της επανεκκίνησης της οικονομίας η (υπερ)φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων (πετρελαιοειδή, φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός) επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και αυξάνει τα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Από την άλλη η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας έχει συντελεστεί ήδη λόγω της οικονομικής ύφεσης. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη για μείωση των φορολογικών βαρών στα ενεργειακά προϊόντα σε αυτή την οικονομική φάση και η επανεξέταση των συντελεστών φορολόγησης στα προϊόντα αυτά όταν εδραιωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας.
Η υλοποίηση των παραπάνω κινήσεων μπορεί πράγματι να δώσει μια σημαντικού μεγέθους αναπτυξιακή δυναμική στο σύνολο της εθνικής οικονομίας. Ένα μόνο δεν επιτρέπεται να επικρατήσει. Η ακινησία.
energypress.gr
Η αγορά ηλεκτρισμού στη χώρα μας έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως ένας από τους βασικότερους μοχλούς για την επανεκκίνηση της εθνικής οικονομίας. Αυτή η θέση δεν αποτελεί μια γενική διατύπωση αλλά εδράζεται σε δύο δεδομένα.
Το πρώτο είναι ότι η εξασφάλιση επαρκούς, αξιόπιστης και οικονομικής ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί βασική προϋπόθεση...
για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας της χώρας μας. Κανείς δεν θα θέλει να επενδύσει σε μια χώρα όπου ο κίνδυνος ενός black-out συχνά θα γίνεται πραγματικότητα. Από την άλλη χρειάζεται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να μπορούν να προμηθεύονται ενέργεια σε προσιτές τιμές. Η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού θα πρέπει να έχει ως κύριο στόχο να βρει το σημείο λειτουργίας που να εξυπηρετεί κατά βέλτιστο τρόπο τους δυο αυτούς αντικειμενικούς σκοπούς λαμβάνοντας πάντα υπόψη την μακροχρόνια πορεία προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Το δεύτερο δεδομένο αφορά την ώθηση στην ανάπτυξη που μπορεί να δώσει η αγορά ηλεκτρισμού μέσα από την υλοποίηση ευρείας κλίμακας ενεργειακών επενδύσεων. Για τα αμέσως προσεχή χρόνια, στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος των ενεργειακών επενδύσεων αφορά τα δίκτυα ηλεκτρισμού. Αυτό περιλαμβάνει αφενός την ουσιαστική ανάπτυξη του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ) με την υλοποίηση των διασυνδέσεων της Κρήτης και των Κυκλάδων, την ανάπτυξη των γραμμών μεταφοράς 400 kV στην Πελοπόννησο και τα νέα Κέντρα Υψηλής Τάσης που πρέπει να κατασκευαστούν αφετέρου την σημαντική ενίσχυση του Δικτύου Διανομής με τη σταδιακή μετατροπή του σε «έξυπνο» δίκτυο (smartgrid). Οι απαραίτητες επενδύσεις στα δίκτυα στην Ελλάδα ανέρχονται σε κάποια δισεκατομμύρια Ευρώ για την επόμενη δεκαετία και θα πρέπει να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι για την υλοποίηση τους είτε με πρόσβαση των εταιρειών που κατέχουν τα δίκτυα σε γραμμές χρηματοδότησης, είτε με είσοδο νέων επενδυτών στο μετοχικό τους κεφάλαιο, είτε με συμπράξεις ιδιωτικού-δημόσιου τομέα ή (και το πιο πιθανό) με έναν συνδυασμό όλων αυτών των διαθέσιμων λύσεων.
Αξιόπιστη και προσιτή ενέργεια
Με ποιον τρόπο όμως μπορεί η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού να αντεπεξέλθει επιτυχώς και στο ζητούμενο για αξιόπιστη και προσιτή ενέργεια;
Όσον αφορά την επαρκή και αξιόπιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα διαθέτει σήμερα μια μικρή αλλά θετική επάρκεια ισχύος. Θα είναι μια πρόκληση να τη διατηρήσει και τα επόμενα χρόνια λαμβάνοντας υπόψη το πρόγραμμα απόσυρσης παλαιών μονάδων και την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο η συνολική λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού να καθιστά διαθέσιμο στο ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα, τόσο άμεσα όσο και σε μέσο- και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το απαραίτητο παραγωγικό δυναμικό. Το δυναμικό αυτό θα εξασφαλίζει επάρκεια ισχύος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος black-out, και την απαραίτητη ευελιξία ώστε το σύστημα να μπορεί να λειτουργεί με αυξανόμενο ποσοστό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Συγκεκριμένες κινήσεις
Όσον αφορά την προμήθεια ενέργειας σε προσιτές τιμές στους οικιακούς, επαγγελματικούς και βιομηχανικούς καταναλωτές μπορούν να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις που θα συγκρατήσουν ή και θα μειώσουν τα κόστη:
Ανάπτυξη ανταγωνισμού σε όλο το εύρος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει πρωτογενή πρόσβαση τρίτων σε λιγνίτες και νερά έτσι ώστε να σχηματισθούν ανταγωνιστικά χαρτοφυλάκια ενέργειας από καθετοποιημένες εταιρείες οι οποίες θα ανταγωνιστούν για την απόκτηση μεριδίων στην λιανική αγορά.
Ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά φυσικού αερίου για συγκράτηση και μείωση του κόστους του. Κατά τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα το φυσικό αέριο θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ηλεκτροπαραγωγή. Πρέπει λοιπόν το κόστος του να είναι όσο το δυνατό χαμηλότερο.
Διασύνδεση των νησιών, και ιδιαίτερα της Κρήτης, με το ηπειρωτικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό θα γίνει εφικτή η παύση λειτουργίας των ακριβών και ρυπογόνων πετρελαϊκών μονάδων που λειτουργούν στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά. Η εξοικονόμηση δαπανών καυσίμου που προκύπτει από τη διασύνδεση της Κρήτης, περίπου 300 εκ. Ευρώ ετησίως το όφελος, αντισταθμίζει τη δαπάνη επένδυσης σε λίγα μόλις χρόνια.
Μείωση της φορολογίας στα ενεργειακά προϊόντα. Η αρχική ιδέα σε επίπεδο ΕΕ ήταν να χρησιμοποιηθεί η φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει σε ομαλές οικονομικές συνθήκες. Σε περιπτώσεις βαθιάς οικονομικής ύφεσης ή και στην φάση της επανεκκίνησης της οικονομίας η (υπερ)φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων (πετρελαιοειδή, φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός) επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και αυξάνει τα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Από την άλλη η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας έχει συντελεστεί ήδη λόγω της οικονομικής ύφεσης. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη για μείωση των φορολογικών βαρών στα ενεργειακά προϊόντα σε αυτή την οικονομική φάση και η επανεξέταση των συντελεστών φορολόγησης στα προϊόντα αυτά όταν εδραιωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας.
Η υλοποίηση των παραπάνω κινήσεων μπορεί πράγματι να δώσει μια σημαντικού μεγέθους αναπτυξιακή δυναμική στο σύνολο της εθνικής οικονομίας. Ένα μόνο δεν επιτρέπεται να επικρατήσει. Η ακινησία.
energypress.gr