Π. Κουκουλόπουλος: «Σώσαμε τις καταθέσεις των Ελλήνων πολιτών»
Με τις αποφάσεις που πήραν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, σηκώνοντας κυρίως αυτοί το βάρος των δύσκολων αποφάσεων, σώθηκε η οικονομία της χώρας και οι καταθέσεις των πολιτών της. Αυτό υπογράμμισε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Π. Κουκουλόπουλος μιλώντας απ΄ το βήμα της Βουλής κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου του Υπ. Οικονομικών «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν.3601/2007 και άλλες διατάξεις». Στην ομιλία του ο κ. Κουκουλόπουλος ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Ο διάλογος γύρω από το δίπολο «μνημόνιο ή αντιμνημόνιο» επί τέσσερα χρόνια, φτώχυνε τον πολιτικό λόγο στην Ελλάδα, συγκάλυψε πολλές αδυναμίες, αβελτηρίες και έλλειψη θέσεων. Λειτούργησε με έναν απόλυτα μανιχαϊστικό τρόπο και εντελώς αυτονόητες επιλογές που έπρεπε να γίνουν ή επιλογές που γίνονταν και αλλού, όπως δείχνει και η Ευρωπαϊκή Οδηγία, γενικότερα προβλήματα, με μεγάλη ευκολία ονομάστηκαν «ελληνικά προβλήματα», «συνέπειες των μνημονίων» κ.ο.κ.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν ένα ζήτημα για το οποίο το ΠΑΣΟΚ σταυρώθηκε πριν από χρόνια. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το ζήτημα, δηλαδή, των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, είναι ένα κεντρικό πρόβλημα που αλλάζει με τη «Βασιλεία ΙΙΙ», ως συνέπεια του μεγάλου μαθήματος Lehman Brothers και εντεύθεν.
Εμείς όταν ξεκινούσαμε να κάνουμε εδώ την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και γινόταν το πρώτο stress test και οτιδήποτε άλλο, τα πάντα ανάγονταν εδώ, μέσα στη Βουλή, γύρω από το μνημόνιο που είχε ως έννοια δαιμονοποιηθεί, ακόμα και όταν αφορούσε και αναφερόταν σε αυτονόητες επιλογές ή σε επιλογές που γίνονταν και σε άλλες χώρες, που γίνονταν παντού.
Εμείς, λοιπόν, θα έπρεπε σήμερα να ζητάμε σήμερα περισσότερο χρόνο και ευρύτερη συζήτηση, πόσο μάλλον τώρα που έχουμε ευρωεκλογές. Μιλάμε για μια ευρωπαϊκή Οδηγία, για το κεντρικό θέμα όχι μόνο της χώρας αλλά και της Ευρώπης ολόκληρης και όλου του ανεπτυγμένου κόσμου. Το πρόβλημα του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τεράστιο σε όλη την αναπτυγμένη ανθρωπότητα. Είναι τεράστιο ζήτημα το πρόβλημα που ανεδείχθη το 2008. Δεν θεωρώ και εγώ προφανώς ότι επιλύεται ούτε με τη «Βασιλεία ΙΙΙ» ούτε με την Οδηγία που σήμερα ενσωματώνουμε.
Δε μας λείπει και εμάς ο προβληματισμός. Στο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ το 2008 στη Θεσσαλονίκη, ακριβώς μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, είχα πει –δεν ήταν δικό μου, το είχα διαβάσει- ότι υπήρχε μια γενικότερη αισιοδοξία σε όλη την ανθρωπότητα ότι η κατάρρευση της Lehman Brothers με τον τεράστιο όγκο χρημάτων που είχε κινητοποιήσει για να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα παγκοσμίως, είχε γεννήσει μια μεγάλη ελπίδα: την ελπίδα της ολικής επαναφοράς του κράτους.
Διαψεύστηκε αυτή η ελπίδα. Και μόνο το γεγονός ότι ενσωματώνουμε έξι χρόνια μετά μια Οδηγία, δείχνει ότι σε αυτή την διαπάλη, που έτσι κι αλλιώς σε όλη την περίοδο της παγκοσμιοποίησης κατέληγε πάντα υπέρ της αγοράς και σταθερά κατά του κράτους και κατά των θεσμών, η ισορροπία δεν μετακινήθηκε αισθητά. Και άργησε και δεν μετακινήθηκε πολύ.
Τι θέλω να πω με αυτό; Δεν λείπει ο προβληματισμός από πολλές πτέρυγες της Αίθουσας και κυρίως από εμάς τους Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο μιλώντας για την προοπτική της χώρας και την συμμετοχή της στην Ευρώπη, το ζήτημα είναι να είμαστε και συγκεκριμένοι, χρήσιμοι και αποτελεσματικοί για τους Έλληνες πολίτες που μας στέλνουν εδώ στη Βουλή. Δεν είναι μόνο οι διαπιστώσεις που κάνουμε στο Βήμα της Βουλής και ο δημόσιος λόγος. Όμως έχουμε υποχρέωση να τα λέμε αυτά, να επισημαίνουμε κινδύνους, όρια που υπάρχουν σε μια σειρά θεμάτων, να μην δημιουργούμε ψεύτικη αισιοδοξία. Άλλο τόσο έχουμε υποχρέωση να δείχνουμε το δρόμο της προσαρμογής για την ουσιαστική προστασία των εθνικών συμφερόντων και τελικά των συμφερόντων του ελληνικού λαού. Αυτό είναι το ζήτημα όλo. Αυτό είναι το ζήτημα της εθνικής στρατηγικής.
Προφανώς δεν είναι όλα καλώς γενόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μιας και έχουμε και ευρωεκλογές. Το ζήτημα είναι εμείς πώς προσαρμοζόμαστε και πώς εναρμονιζόμαστε σ’ αυτό το περιβάλλον. Προφανώς και άργησε και δεν τα λύνει όλα η «Βασιλεία ΙΙΙ». Το ζήτημα είναι εμείς τι θέλουμε να κάνουμε τις τράπεζές μας. Και εν προκειμένω πώς πήγε το πρόγραμμα σωτήριας των ελληνικών τραπεζών, εξυγίανσής τους και ανακεφαλαιοποίησής τους ειδικότερα.
Όπως είπα, στα τέσσερα χρόνια που πέρασαν και ιδιαίτερα στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, μια σειρά επιλογές που ήταν επιβεβλημένες δαιμονοποιήθηκαν. Το ΠΑΣΟΚ «σταυρώθηκε» για αυτονόητες επιλογές.
Είχαν ή δεν είχαν πρόβλημα οι ελληνικές τράπεζες; Φυσικά και είχαν.
Μπορούσαν να συνεχίσουν όπως ήταν οι ελληνικές τράπεζες; Προφανώς όχι. Μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη με τις τράπεζες πρακτικά κλειστές και αναφέρομαι στο γεγονός ότι εδώ κι έξι χρόνια δανείζουν σε ελάχιστους και σε αυτούς με απαγορευτικά επιτόκια; Όχι. Κάθε συζήτηση για ανάπτυξη εδώ κι έξι χρόνια ήταν, ουσιαστικά, μία συζήτηση θεωρητική, διότι με κλειστές τράπεζες ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει πουθενά.
Άρα, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η εξυγίανσή τους έπρεπε να υπάρξει με απόλυτη προτεραιότητα. Επομένως, το μνημόνιο και ο δανεισμός της χώρας που εμπεριείχε την διάσωση των τραπεζών δεν ήταν κατ’ ανάγκη κακό, όπως ταυτίστηκε με ό,τι κακό συμβαίνει σε αυτόν τον τόπο, στη συνείδηση του ελληνικού λαού.
Το ελληνικό πρόγραμμα προέβλεπε και προβλέπει 50 δισεκατομμύρια για να σταθούν όρθιες οι τράπεζες. Στους τραπεζίτες τα δώσαμε; Όχι. Σώθηκαν 200 δισεκατομμύρια καταθέσεις, σήμερα κάπου 180 δισεκατομμύρια. Είναι στα χέρια των τραπεζιτών οι τράπεζες; Όχι. Είναι στον έλεγχο του δημοσίου. Ποια είναι η αποτίμηση σήμερα των αξιών της συμμετοχής του ελληνικού δημοσίου;
Αν αφαιρέσουμε την αξία των συμμετοχών του δημοσίου στις τρεις συστημικές τράπεζες, το πρόγραμμα διάσωσης μέχρι τώρα έχει κοστίσει λιγότερο από 13 δισεκατομμύρια. Ο κόσμος το 2012 πήγε και ψήφισε στις κάλπες πιστεύοντας ότι δωρίζαμε 50 δισεκατομμύρια στους τραπεζίτες. Δεν χαρίσαμε σε κανέναν τίποτα.
Η Ελλάδα σήμερα έχει τράπεζες που πατάνε στα πόδια τους, οι συμμετοχές που έχει το κράτος σήμερα, λογικά, με βάση την κίνηση, τη φορά των πραγμάτων, θα ανεβάσουν αξίες.
Δεν μπορείτε να δείτε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της Αντιπολίτευσης, τη συνολική κίνηση προς τα μπρος, τη φορά των πραγμάτων της ελληνικής οικονομίας, που θα περιορίσει ακόμα περισσότερο το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης, τελικά, των τραπεζών όταν το κράτος απαλλαγεί από τις συμμετοχές πουλώντας τις.
Μια συζήτηση που έχει μεγάλο ενδιαφέρον είναι αυτή που αναφέρεται στο δημόσιο πυλώνα. Ναι, συμφωνούμε κι εμείς ότι επενδυτικά εργαλεία και μορφές, όπως οι συνεταιριστικές τράπεζες, πρέπει να έχουν ξεχωριστή θέση στη συζήτηση για το νέο τραπεζικό τοπίο στη χώρα. Προφανώς! Μιλάμε όμως για το μείζον, για το κεντρικό θέμα, για τις συστημικές τράπεζες.
Το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε και το οποίο –επαναλαμβάνω- δαιμονοποιήθηκε έντονα επί τρία, τέσσερα χρόνια, τελικά, έχει άλλη πορεία. Νομίζω ότι αυτό δεν κατάλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις, γι’ αυτό και βρίσκεται σε απόλυτο κενό στρατηγικής εν όψει ευρωεκλογών κι απέσυρε από την ημερήσια διάταξη τα περί δημοψηφίσματος.
Γιατί δεν είχατε υπολογίσει καν ότι κρατήθηκαν τα 11 δισεκατομμύρια για τις τράπεζες και η συζήτηση περί χρηματοδοτικού και δημοσιονομικού κενού είχε άλλους όρους, δηλαδή ότι η Ελλάδα από τη μη διοχέτευση των 11 δισεκατομμυρίων μαζί με το πλεόνασμα, είχε δύο τεράστια όπλα να διαπραγματευτεί και να σταθεί όρθια και να μην πηγαίνει σε υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου.
Εγώ, λοιπόν, πιστεύω ότι αυτός ο δρόμος, πλέον, δεν έχει γυρισμό. Εάν είμαστε προσεκτικοί και αν οι Έλληνες πολίτες στις ευρωεκλογές δεν πάνε γενικώς και αορίστως σε μία κατεύθυνση χαλαρής ψήφου, αλλά στηρίξουν αυτήν την προσπάθεια, στηρίξουν την κυβερνητική σταθερότητα, στηρίξουν την επιτάχυνση αυτών που πρέπει να κάνει η χώρα, αυτός ο δρόμος γυρισμό δεν θα έχει. Θα είναι ένας δρόμος προς την πρόοδο, ένας δρόμος προς την ανάκαμψη, ένας δρόμος δύσβατος, δύσκολος και πολύχρονος πρέπει να πω, για να εξηγούμαστε, αλλά ένας δρόμος που με σιγουριά οδηγεί στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας και στην οικοδόμηση μιας νέας ευημερίας για τους Έλληνες πολίτες και κυρίως για τη νέα γενιά».
«Ο διάλογος γύρω από το δίπολο «μνημόνιο ή αντιμνημόνιο» επί τέσσερα χρόνια, φτώχυνε τον πολιτικό λόγο στην Ελλάδα, συγκάλυψε πολλές αδυναμίες, αβελτηρίες και έλλειψη θέσεων. Λειτούργησε με έναν απόλυτα μανιχαϊστικό τρόπο και εντελώς αυτονόητες επιλογές που έπρεπε να γίνουν ή επιλογές που γίνονταν και αλλού, όπως δείχνει και η Ευρωπαϊκή Οδηγία, γενικότερα προβλήματα, με μεγάλη ευκολία ονομάστηκαν «ελληνικά προβλήματα», «συνέπειες των μνημονίων» κ.ο.κ.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν ένα ζήτημα για το οποίο το ΠΑΣΟΚ σταυρώθηκε πριν από χρόνια. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το ζήτημα, δηλαδή, των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, είναι ένα κεντρικό πρόβλημα που αλλάζει με τη «Βασιλεία ΙΙΙ», ως συνέπεια του μεγάλου μαθήματος Lehman Brothers και εντεύθεν.
Εμείς όταν ξεκινούσαμε να κάνουμε εδώ την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και γινόταν το πρώτο stress test και οτιδήποτε άλλο, τα πάντα ανάγονταν εδώ, μέσα στη Βουλή, γύρω από το μνημόνιο που είχε ως έννοια δαιμονοποιηθεί, ακόμα και όταν αφορούσε και αναφερόταν σε αυτονόητες επιλογές ή σε επιλογές που γίνονταν και σε άλλες χώρες, που γίνονταν παντού.
Εμείς, λοιπόν, θα έπρεπε σήμερα να ζητάμε σήμερα περισσότερο χρόνο και ευρύτερη συζήτηση, πόσο μάλλον τώρα που έχουμε ευρωεκλογές. Μιλάμε για μια ευρωπαϊκή Οδηγία, για το κεντρικό θέμα όχι μόνο της χώρας αλλά και της Ευρώπης ολόκληρης και όλου του ανεπτυγμένου κόσμου. Το πρόβλημα του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τεράστιο σε όλη την αναπτυγμένη ανθρωπότητα. Είναι τεράστιο ζήτημα το πρόβλημα που ανεδείχθη το 2008. Δεν θεωρώ και εγώ προφανώς ότι επιλύεται ούτε με τη «Βασιλεία ΙΙΙ» ούτε με την Οδηγία που σήμερα ενσωματώνουμε.
Δε μας λείπει και εμάς ο προβληματισμός. Στο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ το 2008 στη Θεσσαλονίκη, ακριβώς μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, είχα πει –δεν ήταν δικό μου, το είχα διαβάσει- ότι υπήρχε μια γενικότερη αισιοδοξία σε όλη την ανθρωπότητα ότι η κατάρρευση της Lehman Brothers με τον τεράστιο όγκο χρημάτων που είχε κινητοποιήσει για να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα παγκοσμίως, είχε γεννήσει μια μεγάλη ελπίδα: την ελπίδα της ολικής επαναφοράς του κράτους.
Διαψεύστηκε αυτή η ελπίδα. Και μόνο το γεγονός ότι ενσωματώνουμε έξι χρόνια μετά μια Οδηγία, δείχνει ότι σε αυτή την διαπάλη, που έτσι κι αλλιώς σε όλη την περίοδο της παγκοσμιοποίησης κατέληγε πάντα υπέρ της αγοράς και σταθερά κατά του κράτους και κατά των θεσμών, η ισορροπία δεν μετακινήθηκε αισθητά. Και άργησε και δεν μετακινήθηκε πολύ.
Τι θέλω να πω με αυτό; Δεν λείπει ο προβληματισμός από πολλές πτέρυγες της Αίθουσας και κυρίως από εμάς τους Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο μιλώντας για την προοπτική της χώρας και την συμμετοχή της στην Ευρώπη, το ζήτημα είναι να είμαστε και συγκεκριμένοι, χρήσιμοι και αποτελεσματικοί για τους Έλληνες πολίτες που μας στέλνουν εδώ στη Βουλή. Δεν είναι μόνο οι διαπιστώσεις που κάνουμε στο Βήμα της Βουλής και ο δημόσιος λόγος. Όμως έχουμε υποχρέωση να τα λέμε αυτά, να επισημαίνουμε κινδύνους, όρια που υπάρχουν σε μια σειρά θεμάτων, να μην δημιουργούμε ψεύτικη αισιοδοξία. Άλλο τόσο έχουμε υποχρέωση να δείχνουμε το δρόμο της προσαρμογής για την ουσιαστική προστασία των εθνικών συμφερόντων και τελικά των συμφερόντων του ελληνικού λαού. Αυτό είναι το ζήτημα όλo. Αυτό είναι το ζήτημα της εθνικής στρατηγικής.
Προφανώς δεν είναι όλα καλώς γενόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μιας και έχουμε και ευρωεκλογές. Το ζήτημα είναι εμείς πώς προσαρμοζόμαστε και πώς εναρμονιζόμαστε σ’ αυτό το περιβάλλον. Προφανώς και άργησε και δεν τα λύνει όλα η «Βασιλεία ΙΙΙ». Το ζήτημα είναι εμείς τι θέλουμε να κάνουμε τις τράπεζές μας. Και εν προκειμένω πώς πήγε το πρόγραμμα σωτήριας των ελληνικών τραπεζών, εξυγίανσής τους και ανακεφαλαιοποίησής τους ειδικότερα.
Όπως είπα, στα τέσσερα χρόνια που πέρασαν και ιδιαίτερα στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, μια σειρά επιλογές που ήταν επιβεβλημένες δαιμονοποιήθηκαν. Το ΠΑΣΟΚ «σταυρώθηκε» για αυτονόητες επιλογές.
Είχαν ή δεν είχαν πρόβλημα οι ελληνικές τράπεζες; Φυσικά και είχαν.
Μπορούσαν να συνεχίσουν όπως ήταν οι ελληνικές τράπεζες; Προφανώς όχι. Μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη με τις τράπεζες πρακτικά κλειστές και αναφέρομαι στο γεγονός ότι εδώ κι έξι χρόνια δανείζουν σε ελάχιστους και σε αυτούς με απαγορευτικά επιτόκια; Όχι. Κάθε συζήτηση για ανάπτυξη εδώ κι έξι χρόνια ήταν, ουσιαστικά, μία συζήτηση θεωρητική, διότι με κλειστές τράπεζες ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει πουθενά.
Άρα, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η εξυγίανσή τους έπρεπε να υπάρξει με απόλυτη προτεραιότητα. Επομένως, το μνημόνιο και ο δανεισμός της χώρας που εμπεριείχε την διάσωση των τραπεζών δεν ήταν κατ’ ανάγκη κακό, όπως ταυτίστηκε με ό,τι κακό συμβαίνει σε αυτόν τον τόπο, στη συνείδηση του ελληνικού λαού.
Το ελληνικό πρόγραμμα προέβλεπε και προβλέπει 50 δισεκατομμύρια για να σταθούν όρθιες οι τράπεζες. Στους τραπεζίτες τα δώσαμε; Όχι. Σώθηκαν 200 δισεκατομμύρια καταθέσεις, σήμερα κάπου 180 δισεκατομμύρια. Είναι στα χέρια των τραπεζιτών οι τράπεζες; Όχι. Είναι στον έλεγχο του δημοσίου. Ποια είναι η αποτίμηση σήμερα των αξιών της συμμετοχής του ελληνικού δημοσίου;
Αν αφαιρέσουμε την αξία των συμμετοχών του δημοσίου στις τρεις συστημικές τράπεζες, το πρόγραμμα διάσωσης μέχρι τώρα έχει κοστίσει λιγότερο από 13 δισεκατομμύρια. Ο κόσμος το 2012 πήγε και ψήφισε στις κάλπες πιστεύοντας ότι δωρίζαμε 50 δισεκατομμύρια στους τραπεζίτες. Δεν χαρίσαμε σε κανέναν τίποτα.
Η Ελλάδα σήμερα έχει τράπεζες που πατάνε στα πόδια τους, οι συμμετοχές που έχει το κράτος σήμερα, λογικά, με βάση την κίνηση, τη φορά των πραγμάτων, θα ανεβάσουν αξίες.
Δεν μπορείτε να δείτε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της Αντιπολίτευσης, τη συνολική κίνηση προς τα μπρος, τη φορά των πραγμάτων της ελληνικής οικονομίας, που θα περιορίσει ακόμα περισσότερο το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης, τελικά, των τραπεζών όταν το κράτος απαλλαγεί από τις συμμετοχές πουλώντας τις.
Μια συζήτηση που έχει μεγάλο ενδιαφέρον είναι αυτή που αναφέρεται στο δημόσιο πυλώνα. Ναι, συμφωνούμε κι εμείς ότι επενδυτικά εργαλεία και μορφές, όπως οι συνεταιριστικές τράπεζες, πρέπει να έχουν ξεχωριστή θέση στη συζήτηση για το νέο τραπεζικό τοπίο στη χώρα. Προφανώς! Μιλάμε όμως για το μείζον, για το κεντρικό θέμα, για τις συστημικές τράπεζες.
Το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε και το οποίο –επαναλαμβάνω- δαιμονοποιήθηκε έντονα επί τρία, τέσσερα χρόνια, τελικά, έχει άλλη πορεία. Νομίζω ότι αυτό δεν κατάλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις, γι’ αυτό και βρίσκεται σε απόλυτο κενό στρατηγικής εν όψει ευρωεκλογών κι απέσυρε από την ημερήσια διάταξη τα περί δημοψηφίσματος.
Γιατί δεν είχατε υπολογίσει καν ότι κρατήθηκαν τα 11 δισεκατομμύρια για τις τράπεζες και η συζήτηση περί χρηματοδοτικού και δημοσιονομικού κενού είχε άλλους όρους, δηλαδή ότι η Ελλάδα από τη μη διοχέτευση των 11 δισεκατομμυρίων μαζί με το πλεόνασμα, είχε δύο τεράστια όπλα να διαπραγματευτεί και να σταθεί όρθια και να μην πηγαίνει σε υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου.
Εγώ, λοιπόν, πιστεύω ότι αυτός ο δρόμος, πλέον, δεν έχει γυρισμό. Εάν είμαστε προσεκτικοί και αν οι Έλληνες πολίτες στις ευρωεκλογές δεν πάνε γενικώς και αορίστως σε μία κατεύθυνση χαλαρής ψήφου, αλλά στηρίξουν αυτήν την προσπάθεια, στηρίξουν την κυβερνητική σταθερότητα, στηρίξουν την επιτάχυνση αυτών που πρέπει να κάνει η χώρα, αυτός ο δρόμος γυρισμό δεν θα έχει. Θα είναι ένας δρόμος προς την πρόοδο, ένας δρόμος προς την ανάκαμψη, ένας δρόμος δύσβατος, δύσκολος και πολύχρονος πρέπει να πω, για να εξηγούμαστε, αλλά ένας δρόμος που με σιγουριά οδηγεί στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας και στην οικοδόμηση μιας νέας ευημερίας για τους Έλληνες πολίτες και κυρίως για τη νέα γενιά».