Αξιολόγηση στο Δημόσιο: Καταγγελίες και κινητοποιήσεις
Απεργίες, στάσεις εργασίας, συγκεντρώσεις, καταλήψεις, υπογραφές, μπλοκάρισμα των Διευθύνσεων Διοικητικού «με κάθε πρόσφορο συνδικαλιστικό τρόπο, για να μην παραδώσει καταστάσεις υπαλλήλων, έντυπα των ατομικών εκθέσεων»
, με πρώτο στόχο, η μη υπογραφή της απόφασης κατανομής ποσοστών «που σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας της κατάπτυστης αξιολόγησης» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην ανακοίνωσή της η Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α., αποτελούν τα "όπλα αντίστασης" κατά της αξιολόγησης των Δημοτικών Υπαλλήλων, καλώντας, παράλληλα, όλα τα υπηρεσιακά στελέχη και όλους όσους εμπλέκονται στην διαδικασία αξιολόγησης, αλλά και τους αιρετούς, «να αντισταθούν και να μην προχωρήσουν στις διαδικασίες επιμερισμού, εισηγήσεων, αξιολογήσεων και εκθέσεων».
Η Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α. κάνει λόγο για «εκβιασμό των αξιολογητών», προκειμένου να τηρήσουν τα ποσοστά αξιολόγησης/βαθμολόγησης - 9 έως 10 (25%), 7 έως 8 (60%) και 1 έως 6 (15%) - «καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα βρεθούν κατηγορούμενοι για πειθαρχικό παράπτωμα» όπως, επίσης, καταγγέλλει.
Ζήτημα, επίσης, σοβαρό - σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση της Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α. - είναι το γεγονός ότι, ο Γενικός Διευθυντής, αλλά και κάθε αρμόδιο κατά Νόμο όργανο, έχει την εξουσία να ορίσει με την απόφαση επιμερισμού των ποσοστών βαθμολόγησης στις κλίμακες του 25% και του 60% στη Γενική του Διεύθυνση και ποσοστό μικρότερο από εκείνο που ορίζει ως ανώτατο ο Νόμος.
Δηλαδή, στη βαθμολογία 9-10, όπου το ποσοστό των υπαλλήλων είναι ως 25%, μπορεί να ορίσει, εκτιμώντας τα τρία κριτήρια που θέτει ο Νόμος και αιτιολογώντας τα, ποσοστό μικρότερο, για παράδειγμα 15%. Το ίδιο θα ισχύει και για το έως 70% των Προϊσταμένων του ίδιου επιπέδου. Το υπολειπόμενο θα μεταφερθεί στις λοιπές βαθμολογίες.
«Τα τρία κριτήρια που θέτει ο Νόμος, προκειμένου να συνεκτιμηθούν για τον επιμερισμό των ποσοστών, σήμερα είναι όχι μόνο αβάσιμα αλλά εντελώς διάτρητα» αναφέρει η Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α. και τεκμηριώνει το γιατί, αναλύοντας:
«1. Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των μονάδων υποτίθεται ότι έχει ήδη κριθεί διοικητικά και οργανωτικά αλλά και έχει κοστολογηθεί ως προς την αναγκαιότητά τους με τη δημοσίευση των νέων οργανογραμμάτων.
Επομένως δεν μπορεί να έρθει ο Γενικός Διευθυντής και να επαναξιολογήσει κατά την κρίση του το ζήτημα αυτό. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ούτε η αποτελεσματικότητα ούτε η αποδοτικότητα έχουν μετρηθεί σοβαρά, ώστε να αποτελούν ένα αξιόπιστο κριτήριο.
2. Οι αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων, σε σχέση με τις προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής δεν θεωρείται κριτήριο δυσμενούς αντιμετώπισης των αξιολογούμενων, ως προς τον επιμερισμό των ποσοστών βαθμολόγησης, αφού αυτοί δεν ορίζουν τις προτεραιότητες της πολιτικής, ούτε πιθανότατα έχουν επιλέξει την τοποθέτησή τους στη συγκεκριμένη μονάδα.
Εξάλλου, οι προτεραιότητες αλλάζουν πολύ συχνά, τόσο εξαιτίας της μεταβολής των προσώπων στις θέσεις, όσο και εξαιτίας της μεταβολής των γενικότερων συνθηκών, ενώ σπάνια οι προτεραιότητες έχουν κάπου καταγραφεί, ώστε να έχουν καταστεί γνωστές σε όλους. Συχνά όμως συμβαίνει, να είναι άλλες οι εξαγγελλόμενες και άλλες οι προωθούμενες προτεραιότητες («κρυφή ατζέντα»)…
3. Η κατανομή των υπαλλήλων ανά οργανική μονάδα επίσης δεν μπορεί να αποτελέσει αντικειμενικό κριτήριο επιμερισμού των ποσοστών, δεδομένης και της παλαιοδιοικητικής γενικά αντίληψης περί τοποθέτησης ή μετακίνησης των μη «αρεστών» συναδέλφων σε μονάδες "ψυγείο", ενώ ενδέχεται να υπάρχουν αναιτιολόγητα ανικανοποίητες αιτήσεις μετακίνησης υπαλλήλων προς άλλες μονάδες».
«Πώς μπορεί άραγε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα μιας υποστελεχωμένης μονάδας "ψυγείου" (α', β' και γ' κριτήρια);» διερωτάται η Ομοσπονδία και συμπληρώνει για το θέμα:
«Στην περίπτωση των Ο.Τ.Α. το πρόσφατα ψηφισθέν Διευθυντικό δικαίωμα του Δημάρχου μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί θετικά ή και αρνητικά και με τα τρία ως άνω κριτήρια».
«Είναι φανερό ότι αυτή η αξιολόγηση, είναι ένας προσχηματικός τρόπος για απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων στο Δημόσιο και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, για εξευτελισμό και απαξίωση των υπολοίπων. Προωθείται, σήμερα, προκειμένου να αμφισβητηθεί και να υπονομευθεί το δικαίωμα στη σταθερή και μόνιμη εργασία που βρίσκεται υπό διωγμό. Άλλωστε, στόχος της συγκυβέρνησης είναι η διάλυση των σχέσεων εργασίας και η ελαστικοποίησή τους» καταλήγει η ανακοίνωση.
, με πρώτο στόχο, η μη υπογραφή της απόφασης κατανομής ποσοστών «που σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας της κατάπτυστης αξιολόγησης» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην ανακοίνωσή της η Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α., αποτελούν τα "όπλα αντίστασης" κατά της αξιολόγησης των Δημοτικών Υπαλλήλων, καλώντας, παράλληλα, όλα τα υπηρεσιακά στελέχη και όλους όσους εμπλέκονται στην διαδικασία αξιολόγησης, αλλά και τους αιρετούς, «να αντισταθούν και να μην προχωρήσουν στις διαδικασίες επιμερισμού, εισηγήσεων, αξιολογήσεων και εκθέσεων».
Η Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α. κάνει λόγο για «εκβιασμό των αξιολογητών», προκειμένου να τηρήσουν τα ποσοστά αξιολόγησης/βαθμολόγησης - 9 έως 10 (25%), 7 έως 8 (60%) και 1 έως 6 (15%) - «καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα βρεθούν κατηγορούμενοι για πειθαρχικό παράπτωμα» όπως, επίσης, καταγγέλλει.
Ζήτημα, επίσης, σοβαρό - σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση της Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α. - είναι το γεγονός ότι, ο Γενικός Διευθυντής, αλλά και κάθε αρμόδιο κατά Νόμο όργανο, έχει την εξουσία να ορίσει με την απόφαση επιμερισμού των ποσοστών βαθμολόγησης στις κλίμακες του 25% και του 60% στη Γενική του Διεύθυνση και ποσοστό μικρότερο από εκείνο που ορίζει ως ανώτατο ο Νόμος.
Δηλαδή, στη βαθμολογία 9-10, όπου το ποσοστό των υπαλλήλων είναι ως 25%, μπορεί να ορίσει, εκτιμώντας τα τρία κριτήρια που θέτει ο Νόμος και αιτιολογώντας τα, ποσοστό μικρότερο, για παράδειγμα 15%. Το ίδιο θα ισχύει και για το έως 70% των Προϊσταμένων του ίδιου επιπέδου. Το υπολειπόμενο θα μεταφερθεί στις λοιπές βαθμολογίες.
«Τα τρία κριτήρια που θέτει ο Νόμος, προκειμένου να συνεκτιμηθούν για τον επιμερισμό των ποσοστών, σήμερα είναι όχι μόνο αβάσιμα αλλά εντελώς διάτρητα» αναφέρει η Π.Ο.Ε.-Ο.Τ.Α. και τεκμηριώνει το γιατί, αναλύοντας:
«1. Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των μονάδων υποτίθεται ότι έχει ήδη κριθεί διοικητικά και οργανωτικά αλλά και έχει κοστολογηθεί ως προς την αναγκαιότητά τους με τη δημοσίευση των νέων οργανογραμμάτων.
Επομένως δεν μπορεί να έρθει ο Γενικός Διευθυντής και να επαναξιολογήσει κατά την κρίση του το ζήτημα αυτό. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ούτε η αποτελεσματικότητα ούτε η αποδοτικότητα έχουν μετρηθεί σοβαρά, ώστε να αποτελούν ένα αξιόπιστο κριτήριο.
2. Οι αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων, σε σχέση με τις προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής δεν θεωρείται κριτήριο δυσμενούς αντιμετώπισης των αξιολογούμενων, ως προς τον επιμερισμό των ποσοστών βαθμολόγησης, αφού αυτοί δεν ορίζουν τις προτεραιότητες της πολιτικής, ούτε πιθανότατα έχουν επιλέξει την τοποθέτησή τους στη συγκεκριμένη μονάδα.
Εξάλλου, οι προτεραιότητες αλλάζουν πολύ συχνά, τόσο εξαιτίας της μεταβολής των προσώπων στις θέσεις, όσο και εξαιτίας της μεταβολής των γενικότερων συνθηκών, ενώ σπάνια οι προτεραιότητες έχουν κάπου καταγραφεί, ώστε να έχουν καταστεί γνωστές σε όλους. Συχνά όμως συμβαίνει, να είναι άλλες οι εξαγγελλόμενες και άλλες οι προωθούμενες προτεραιότητες («κρυφή ατζέντα»)…
3. Η κατανομή των υπαλλήλων ανά οργανική μονάδα επίσης δεν μπορεί να αποτελέσει αντικειμενικό κριτήριο επιμερισμού των ποσοστών, δεδομένης και της παλαιοδιοικητικής γενικά αντίληψης περί τοποθέτησης ή μετακίνησης των μη «αρεστών» συναδέλφων σε μονάδες "ψυγείο", ενώ ενδέχεται να υπάρχουν αναιτιολόγητα ανικανοποίητες αιτήσεις μετακίνησης υπαλλήλων προς άλλες μονάδες».
«Πώς μπορεί άραγε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα μιας υποστελεχωμένης μονάδας "ψυγείου" (α', β' και γ' κριτήρια);» διερωτάται η Ομοσπονδία και συμπληρώνει για το θέμα:
«Στην περίπτωση των Ο.Τ.Α. το πρόσφατα ψηφισθέν Διευθυντικό δικαίωμα του Δημάρχου μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί θετικά ή και αρνητικά και με τα τρία ως άνω κριτήρια».
«Είναι φανερό ότι αυτή η αξιολόγηση, είναι ένας προσχηματικός τρόπος για απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων στο Δημόσιο και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, για εξευτελισμό και απαξίωση των υπολοίπων. Προωθείται, σήμερα, προκειμένου να αμφισβητηθεί και να υπονομευθεί το δικαίωμα στη σταθερή και μόνιμη εργασία που βρίσκεται υπό διωγμό. Άλλωστε, στόχος της συγκυβέρνησης είναι η διάλυση των σχέσεων εργασίας και η ελαστικοποίησή τους» καταλήγει η ανακοίνωση.