Γιατί «Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο»;
Τρεμόπαιζαν οι αχτίνες του ήλιου στη δύση του. Γλιστρούσαν απαλά στις λαγκαδιές και στα φαράγγια του Βερμίου πότε σκοτεινιάζοντάς τα αχνά και πότε φωτίζοντάς τα με πλούσια μενεξεδένια χρώματα. Γεμάτη από ίχνη φιλαρέσκειας ήταν η γοητευτική βουνίσια φύση, που αποχαιρετούσε όλον τον κόσμο της ημέρας, υποκλινόμενη με τον πιο χαριτωμένο σεβασμό.
Οι ψίθυροι του ανέμου ολοένα βάθαιναν στο τοπίο των πυκνόφυτων χαραδρών. Ακούγονταν γαργαλιστικοί ανάμεσα στις βουερές σκιές του τοπίου. Αντανακλούσαν ανάμεσά τους με μια μουσική, περίεργη θαρρείς, κυματιστή, που από κάποτε έσμιγε μαζί τους σ' ένα τρελό χορό κι άλλοτε τους αποχωρίζονταν.
Μπορούσε να τους παρομοιάσει κανείς με τα τραγούδια των νεράιδων που αποκοίμιζαν τη φύση στον ερχομό του μυστήριου σκοταδιού. Οι φαντασιόπληκτοι μπορούσαν να τις ονειρευτούν να γέρνουν στοχαστικές στο δειλινό πίσω από τα λουλούδια, τα δέντρα και τις πέτρες, έτοιμες να λουστούν με το ασημένιο φως του φεγγαριού.
Τα άλογα πέρα στις κορυφές των πλαγιών, απορροφημένα από την στρατηγική τέχνη της φύσης να τα μεταναστεύει από το φως της μέρας στο ασημόφωτο της νύχτας, στέκονταν ολόρθα, στητά κι ακίνητα. Δίχως ούτε στιγμή να στρέφουν το κεφάλι τους, συλλάμβαναν τ' αυθεντικά μηνύματα της φύσης για το ταξίδι της ανάπαυσης από τις ημερήσιες δραστηριότητές της.
Τα γλυκόλαλα τραγούδια του ζωικού βασιλείου γύρω από τους ανθούς διακόπηκαν από τις βαριές περπατησιές των ζώων σβήνοντας κάθε ίχνος μουσικής σάλπιγγας στη φύση κατά το δρόμο της επιστροφής τους στις στάβλινες προφυλάξεις τους.
Η φύση με την ησυχία της σήμανε την ανακωχή της στα νυχτερινά σύννεφα που είχαν κατεβεί χαμηλά να υγράνουν τη γη με τις αραιές σταλαγματιές τους.
Τ' αστέρια ανέλαβαν τη βάρδια της αγρύπνιας τους, για τη διπλή φύλαξη όλου του γήινου κουρασμένου βασιλείου. Περιπολούσαν άφοβα και λεύτερα τη γη με συχνές εφόδους των φώτων τους, συντροφεύοντας τον γλυκόκαρδο ύπνο όλων των ζωντανών οργανισμών.
Τα χωριάτικα καλύβια με την προσφυγική φορεσιά των οικοδεσποτών τους ντύθηκαν με τα νυχτικά της νύχτας, έτοιμα να υποδεχτούν τις Αμαζόνες - Νύφες των ιστορικών παραδόσεων στα νυχτέρια τους και στις παραδοσιακές θύμησες των προγόνων τους.
Οι άνθρωποι εκείνοι ήταν ασυμβίβαστοι με τη μοναξιά τους. Επινόησαν ν' ανακαλύψουν στην ταυτότητα των βραδινών αστεριών, τους ήχους της λύρας. Μ' αυτούς ταξίδευαν στις χαμένες πατρίδες τους. Τις αλησμόνητες για εκείνους. Με μια αρρώστια για τη διατήρηση της παράδοσης, που προερχότανε από αγιάτρευτες πληγές, γεμάτες πόνο, θλίψη, λύπη, οργή. Και προπάντων, παράπονο για τη γενοκτονία και την προσφυγιά τους.
Και βέβαια, έγερνε πολλές φορές το μισοφέγγαρο, κρεμασμένο στα κυρτά παράθυρα τους, ματώνοντας από τις πικρές διηγήσεις τους. Άλλοτε πάλι χαιρότανε μαζί τους ψυχαγωγούμενο από τις αστείες διηγήσεις τους, αλλά και με την αγάπη τους για την παραδοσιακή σπιτική τους ζωή.
Κι ύστερα, όταν τους έπαιρνε όλους ο ύπνος, παρ' όλη την αναστάτωσή του, γοητευμένο από τις ωραίες οικοδέσποινες, ταξίδευε στα ξέπλεκα μαλλιά τους, στα λευκά τους δάχτυλα, στην ομορφιά του προσώπου τους και κρεμόταν γονατιστό πλάι στο κρεβάτι τους συντροφεύοντάς τες.
Μια ακαθόριστη αίσθηση πλανιόταν στην προσφυγική εκείνη γραφική ατμόσφαιρα στις ποντιακές καλύβες του βουνού. Για ένα παρελθόν, που κάποτε ήταν ανθισμένο. Ένα παρελθόν που δεν ξεχάστηκε ποτέ και οι κάτοικοι του το θυμόντουσαν ξανά και ξανά.
Οι κάτοικοί του ήταν απόγονοι των αυτοκρατόρων Κομνηνών της Τραπεζούντας. Ήταν άνθρωποι με ασύγκριτη εκφραστικότητα στο πρόσωπο και ιδιαίτερη λεπτότητα στην ομορφιά. Εγκαταστάθηκαν εκεί το χίλια εννιακόσια είκοσι τρία ως πρόσφυγες. Κατάγονταν από διάφορα μέρη του Πόντου.
Ήταν άνθρωποι που έμαθαν να βλέπουν τα πράγματα με τη ματιά του χωρικού. Ζούσαν μακριά απ' τις πόλεις και τ' αστικά κέντρα. Ντόμπροι και ειλικρινείς καθώς ήταν, αντίκριζαν κατάματα τα βλέμματα των άλλων. Πρόβλεπαν τα πάντα με αλάνθαστη διαίσθηση. Είχαν τάξει τον εαυτό τους στο βωμό της ψυχής, της αλήθειας, της δικαιοσύνης....
Οι ψίθυροι του ανέμου ολοένα βάθαιναν στο τοπίο των πυκνόφυτων χαραδρών. Ακούγονταν γαργαλιστικοί ανάμεσα στις βουερές σκιές του τοπίου. Αντανακλούσαν ανάμεσά τους με μια μουσική, περίεργη θαρρείς, κυματιστή, που από κάποτε έσμιγε μαζί τους σ' ένα τρελό χορό κι άλλοτε τους αποχωρίζονταν.
Μπορούσε να τους παρομοιάσει κανείς με τα τραγούδια των νεράιδων που αποκοίμιζαν τη φύση στον ερχομό του μυστήριου σκοταδιού. Οι φαντασιόπληκτοι μπορούσαν να τις ονειρευτούν να γέρνουν στοχαστικές στο δειλινό πίσω από τα λουλούδια, τα δέντρα και τις πέτρες, έτοιμες να λουστούν με το ασημένιο φως του φεγγαριού.
Τα άλογα πέρα στις κορυφές των πλαγιών, απορροφημένα από την στρατηγική τέχνη της φύσης να τα μεταναστεύει από το φως της μέρας στο ασημόφωτο της νύχτας, στέκονταν ολόρθα, στητά κι ακίνητα. Δίχως ούτε στιγμή να στρέφουν το κεφάλι τους, συλλάμβαναν τ' αυθεντικά μηνύματα της φύσης για το ταξίδι της ανάπαυσης από τις ημερήσιες δραστηριότητές της.
Τα γλυκόλαλα τραγούδια του ζωικού βασιλείου γύρω από τους ανθούς διακόπηκαν από τις βαριές περπατησιές των ζώων σβήνοντας κάθε ίχνος μουσικής σάλπιγγας στη φύση κατά το δρόμο της επιστροφής τους στις στάβλινες προφυλάξεις τους.
Η φύση με την ησυχία της σήμανε την ανακωχή της στα νυχτερινά σύννεφα που είχαν κατεβεί χαμηλά να υγράνουν τη γη με τις αραιές σταλαγματιές τους.
Τ' αστέρια ανέλαβαν τη βάρδια της αγρύπνιας τους, για τη διπλή φύλαξη όλου του γήινου κουρασμένου βασιλείου. Περιπολούσαν άφοβα και λεύτερα τη γη με συχνές εφόδους των φώτων τους, συντροφεύοντας τον γλυκόκαρδο ύπνο όλων των ζωντανών οργανισμών.
Τα χωριάτικα καλύβια με την προσφυγική φορεσιά των οικοδεσποτών τους ντύθηκαν με τα νυχτικά της νύχτας, έτοιμα να υποδεχτούν τις Αμαζόνες - Νύφες των ιστορικών παραδόσεων στα νυχτέρια τους και στις παραδοσιακές θύμησες των προγόνων τους.
Οι άνθρωποι εκείνοι ήταν ασυμβίβαστοι με τη μοναξιά τους. Επινόησαν ν' ανακαλύψουν στην ταυτότητα των βραδινών αστεριών, τους ήχους της λύρας. Μ' αυτούς ταξίδευαν στις χαμένες πατρίδες τους. Τις αλησμόνητες για εκείνους. Με μια αρρώστια για τη διατήρηση της παράδοσης, που προερχότανε από αγιάτρευτες πληγές, γεμάτες πόνο, θλίψη, λύπη, οργή. Και προπάντων, παράπονο για τη γενοκτονία και την προσφυγιά τους.
Και βέβαια, έγερνε πολλές φορές το μισοφέγγαρο, κρεμασμένο στα κυρτά παράθυρα τους, ματώνοντας από τις πικρές διηγήσεις τους. Άλλοτε πάλι χαιρότανε μαζί τους ψυχαγωγούμενο από τις αστείες διηγήσεις τους, αλλά και με την αγάπη τους για την παραδοσιακή σπιτική τους ζωή.
Κι ύστερα, όταν τους έπαιρνε όλους ο ύπνος, παρ' όλη την αναστάτωσή του, γοητευμένο από τις ωραίες οικοδέσποινες, ταξίδευε στα ξέπλεκα μαλλιά τους, στα λευκά τους δάχτυλα, στην ομορφιά του προσώπου τους και κρεμόταν γονατιστό πλάι στο κρεβάτι τους συντροφεύοντάς τες.
Μια ακαθόριστη αίσθηση πλανιόταν στην προσφυγική εκείνη γραφική ατμόσφαιρα στις ποντιακές καλύβες του βουνού. Για ένα παρελθόν, που κάποτε ήταν ανθισμένο. Ένα παρελθόν που δεν ξεχάστηκε ποτέ και οι κάτοικοι του το θυμόντουσαν ξανά και ξανά.
Οι κάτοικοί του ήταν απόγονοι των αυτοκρατόρων Κομνηνών της Τραπεζούντας. Ήταν άνθρωποι με ασύγκριτη εκφραστικότητα στο πρόσωπο και ιδιαίτερη λεπτότητα στην ομορφιά. Εγκαταστάθηκαν εκεί το χίλια εννιακόσια είκοσι τρία ως πρόσφυγες. Κατάγονταν από διάφορα μέρη του Πόντου.
Ήταν άνθρωποι που έμαθαν να βλέπουν τα πράγματα με τη ματιά του χωρικού. Ζούσαν μακριά απ' τις πόλεις και τ' αστικά κέντρα. Ντόμπροι και ειλικρινείς καθώς ήταν, αντίκριζαν κατάματα τα βλέμματα των άλλων. Πρόβλεπαν τα πάντα με αλάνθαστη διαίσθηση. Είχαν τάξει τον εαυτό τους στο βωμό της ψυχής, της αλήθειας, της δικαιοσύνης....