Ακόρεστη δίψα για το καινούργιο. Αλλά ποιο είναι το καινούργιο;
Οι περισσότεροι άνθρωποι αποστρεφόμαστε την στασιμότητα και διψάμε για το καινούργιο, για την ανανέωση. Δυστυχώς την επιδιώκουμε συχνά με τρόπους ουσιαστικά μάταιους, ή και παθολογικούς.
Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, έρχονται να μάς πληροφορήσουν ότι το καινούργιο δεν είναι ζήτημα διάρκειας. Με άλλα λόγια, δεν εξαρτάται από το πόσο καιρό υπάρχει κάτι ή κάποιος αλλά από το πώς υπάρχει, με ποιόν τρόπο. «Θεός το νεογέννητο και η μητέρα Παρθένος, τι πιο καινούργιο είδε ποτέ η κτίση;» λέει ένας στίχος του χριστουγεννιάτικου όρθρου.
Αυτά τα δύο δεδομένα δεν είναι ούτε αιώνια ούτε πρόσφατα, έχουν αρχή μέσα στον ιστορικό χρόνο. Από την στενά χρονική πλευρά υπάρχουν πάμπολλα άλλα γεγονότα παλαιότερά τους και νεότερά τους. Όμως ο τρόπος τους είναι μοναδικός, υπό την έννοια ότι εγκαινιάζει μια άλλη τάξη της ύπαρξης, μια εντελώς διαφορετική πορεία του κόσμου.
Στην καθημερινή μας ζωή φαίνεται να επικρατεί το πρώτο κριτήριο, αυτό που συνδέεται με τον εμπειρικό χρόνο των αισθήσεών μας. Στην χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, δηλαδή, η αίσθηση του καινούργιου προκύπτει κυρίως από την ανανέωση της διακόσμησης της πόλης και του σπιτιού μας, από την απόκτηση καινούργιων δώρων, και από τις ευχές ενόψει του νέου έτους που εγγίζει. Το καινούργιο, στην καθημερινότητά μας, προσεγγίζεται με όρους ενδοκοσμικού χρόνου.
Στην όντως εκκλησιαστική ζωή, από την άλλη, ο άνθρωπος γίνεται καινούργιος αλλιώς: στον βαθμό που μετέχει στον τρόπο των Χριστουγέννων. Ερμηνεύοντας βιαστικά το δίστιχο κινδυνεύουμε να ξεγελαστούμε νομίζοντας ότι το ειδοποιό χαρακτηριστικό του τρόπου των Χριστουγέννων έγκειται στο θαύμα: «Θεός το νεογέννητο και η μητέρα Παρθένος». Πρόκειται αναμφίβολα για θαύματα πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αλλά όχι, το θαύμα αποτελεί καρπό και αποτέλεσμα του αληθινού και πρωταρχικού τρόπου της εορτής: ο τρόπος των Χριστουγέννων δεν είναι παρά ο τρόπος της αγάπης. Είναι η αγάπη που παράγει το θαύμα.
Θυμόμαστε έτσι ένα άλλο τροπάριο της εορτής: «Βλέποντας ο Δημιουργός τον άνθρωπο να χάνεται, αυτόν που έπλασε με τα χέρια Του, κατέβασε τους ουρανούς και ήλθε». Η έντονη, σχεδόν δραματική, αυτή εικόνα θυμίζει την υπόσχεση του Χριστού: «Έρχομαι και τα κάνω όλα νέα, καινούργια» (Αποκάλυψη 21: 5). Η ανακαίνιση έρχεται, βέβαια, για όποιον δέχεται να μιμηθεί τον τρόπο της αγάπης.
Η αγάπη και μόνο είναι η εγγύηση της παντοτινής πρωτοτυπίας. Μια αγάπη η οποία παρακίνησε τον Δημιουργό να αναμίξει το άκτιστο με το κτιστό, να λάβει φύση ξένη προς Αυτόν, να λάβει χαρακτηριστικά που δεν είχε.
Χωρίς αγάπη δεν δικαιώνονται ούτε η λογική ούτε και η πίστη. Μια λογική που δεν αγαπά θα εκφυλισθή νομοτελειακά σε υπεροψία και ναρκισσισμό ή θα καταλήξει σε αδιέξοδο. Μια πίστη που δεν αγαπά κινδυνεύει να εκπέσει σε τυφλή υποταγή και θρησκοληψία. Από τέτοια λογική και από τέτοια πίστη έχουμε δυστυχώς μπουχτίσει.
Τι σημαίνει η αγάπη για τον δρόμο της λογικής; Τι άλλο παρά να μην επιζητεί την διερεύνηση για την διερεύνηση, να μην επιδιώκει τον εντυπωσιασμό ο οποίος ουσιαστικά έγκειται σε μια κλειστή αυτοαναφορικότητα.
Για την πίστη, από την άλλη, η αγάπη λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα έτσι ώστε να μην εγκλωβίζεται σε στείρα αυταπάτη ή σε απλή βουλησιαρχική ιδιωτική ‘θεολογία’ ή σε φανατικό απομονωτισμό. Μια πίστη που αγαπά εμπνέει αφιέρωση και διακονία, υποκινεί την καταλλαγή, πασχίζει για ενότητα, αναβλύζει χαρά.
Τόσο η λογική όσο και η πίστη, στο βαθμό που διαποτίζονται από τον τρόπο των Χριστουγέννων, τον τρόπο της αγάπης δηλαδή, μιμούνται το ασύλληπτο γεγονός της Ενανθρωπήσεως και το προεκτείνουν. Ενεργοποιούν δηλαδή στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο τις συνέπειές του, το κάνουν ζωντανό και δημιουργικό, καθιστώντας τον άνθρωπο συνεργό σε αυτή την κοσμοϊστορική δημιουργικότητα. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διατύπωσε αυτή την αλήθεια στην επιγραμματική φράση του «Ο Λόγος (Υιός) του Θεού θέλει πάντοτε και σε όλα να υλοποιείται το μυστήριο της ενανθρωπήσεώς Του».
«Πάντοτε και σε όλα», δηλαδή στην καθημερινότητά μας. Επιθυμία του Χριστού, δηλαδή, είναι η Ενανθρώπηση να ζωντανεύει, να γίνεται ενεργή, σε κάθε στιγμή του σήμερα, με συνεργούς τον καθένα από εμάς. Και αυτό μετά τα Χριστούγεννα είναι πλέον εφικτό, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι διαφορετική, έχει συνδεθεί με τη θεότητα.