Αυτά τα Χριστούγεννα θα σπάσω τις οθόνες
Την πρώτη φορά που έπαιξα μπάλα με τον μικρό μου αδερφό ήταν Χριστούγεννα. Θυμάμαι το βάζο που βρίσκονταν στο κέντρο του τραπεζιού να πέφτει σε slowmotion μέχρι να γίνει θρύψαλα. Το είχαμε πετύχει κλωτσώντας ένα αρκούδι που είχε επάνω του σχεδιασμένο τον Snoopy. Έβγαινε από τα παιδικά που εκείνος χάζευε τα πρωινά και μπλέκονταν στα πόδια μας πριν καταλήξει επάνω σε διάφορα αντικείμενα του σαλονιού. Εκείνο το απόγευμα, κάθισα δίπλα του, του τέντωσα το πόδι για να βάλει τα σωστά φάλτσα και του δίδαξα το τέλειο κουτουπιέ με στόχο το οικογενειακό «κειμήλιο» της μαμάς. Όταν το πέτυχε χωθήκαμε σε μια κρυψώνα, εγκαινιάζοντας την πρώτη μας νίκη, χαμογελώντας σιγανά για να μη προδώσουμε τη θέση μας. Εκ τότε, όσο τα αντικείμενα στο σαλόνι μειώνονταν άλλο τόσο οι κρυψώνες μας πλήθαιναν, μέχρι τελικά το σπίτι να γίνει το προσωπικό μας αρχηγείο.
Σήμερα στο σαλόνι μου, μερικά χιλιόμετρα και δυο χούφτες χρόνια μακριά, υπάρχει μια μπάλα, στη μέση από τα κρύα πλακάκια του φοιτητικού μου σπιτιού. Δίχως κανένα παιδικό σκύλο ζωγραφισμένο επάνω της, χωρίς δυο πιτσιρίκια που προσπαθούν να τηκλωτσήσουν σωστά. Μερικές φορές ξεδίνω επάνω της, όταν η πίεση μιας ημέρας δίνει φόρα στο πόδι μου. Έχει και πολλές κρυψώνες το σπίτι μου για να χωθείς, όμως πια τις κρατάω για την τέλεια σκανταλιά. Και η σκανταλιά πάντα συμβαίνει. Ξανά και ξανά όσο το βάζο σπάει στη λούπα, πριν λυθώ στα γέλια. Μόνος μου.
Μετράω τα δάχτυλα στις χούφτες μου με χριστουγεννιάτικα δέντρα. Τα πρώτα είναι εκεί, καμαρωτά, με χρυσά στολίδια και ζεστά φωτάκια. Όσο τα δάχτυλα πέφτουν και τα χέρια μου γίνονται δυο γροθιές τα φωτάκια σβήνουν και το πλαστικό έλατο μένει γυμνό. Δε στολίζω πια για το λόγο που δε βάζω φάλτσα στα σουτ μου. Φταίει και εκείνος ο σκύλος που έφυγε για άλλα σαλόνια, γεμάτα με παιδικά πρόσωπα, ζεστά από το κόκκινο των Χριστουγέννων και από τα αφελή χαμόγελα.
Από το απόγευμα εκείνο, έχουν περάσει πολλά Χριστουγεννιάτικα δέντρα. Βγήκαν από τις χάρτινες κούτες τους και χώθηκαν ξανά σε κάποια αποθήκη ή κάποιο πατάρι. Στα ενδιάμεσα ήμουν κι εγώ εκεί. Ο άσωτος υιός που έμπαινε μέσα σε ένα λεωφορείο και επέστρεφε, αραιά, όποτε η φοιτητική τρέλα, έκανε στην άκρη. Ήμουν εκεί για να τον βλέπω, τον μικρό μου αδερφό, να φοράει τα πουλόβερ μου, πριν αρχίσει να τα χώνει σε ένα ντουλάπι όταν πια δε του χωρούσαν. Να διαβάζει στο γραφείο, όπως έκανα κι εγώ όταν το παιχνίδι ήταν πια χαμένος χρόνος μπροστά στον δαίμονα των πανελληνίων. Περνούσα τις σελίδες παπαγαλίζοντας, όσο εκείνος έπαιζε μόνος. Έπειτα, ήμουν εκεί για να τον βλέπω να χάνεται σε μια οθόνη υπολογιστή με τις ώρες. Ίσως να έφταιγα, που πετούσα ένα «έχω δουλειά» πριν αρχίσω να πληκτρολογώ ακατάπαυστα με δυο ακουστικά στα αφτιά. Κι όσο τα δέντρα έβγαιναν από τις κούτες, κάθε χρονιά, οι οθόνες γίνονταν όλο και περισσότερες. Τα λόγια που ανταλλάζαμε, όλο και λιγότερα. Ήταν θαρρείς και βγήκα από την κρυψώνα μου εκείνη την ημέρα και επέστρεψα από το ίδιο σημείο, μπαίνοντας μέσα σε ένα στολισμένο σαλόνι, όπου όλα ήταν αλλιώτικα. Ακόμη και τα λόγια είχαν μια απόσταση, μεγαλύτερη από τα κεφάλια που μου έριχνε τώρα ο μικρός μου αδερφός.
Όσο η γιορτινή ατμόσφαιρα έρχεται ξανά, στο πρόσωπο των αγιοβασίληδων που φιγουράρουν όπου και να κοιτάξω, σκέφτομαι ότι ήμουν εκεί, χωρίς να είμαι εκεί. Και ότι όσα στολίσματα και να γίνουν, κάτι έχω χάσει. Και η μπάλα είναι ακόμη εδώ, ασάλευτη επάνω στα λευκά πλακάκια. Ίσα που τη βλέπω, να περιμένει ένα καλό σουτ. Μετά από καιρό.
Αυτά τα Χριστούγεννα θα γυρίσω πίσω με ένα δώρο. Ένα μαρκαδόρο. Θα ζωγραφίσω επάνω της τον Snoopy, και αφού πάρουμε φόρα, θα κάνουμε θρύψαλα τα πάντα. Aυτά τα Χριστούγεννα θα σπάσουμε όλες τις οθόνες. Και θα είναι η τέλεια σκανταλιά.