Η Αίγυπτος, οι ιδιαιτερότητές της και ο ρόλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας
Το πρόσφατο αιματηρό χτύπημα στην Αίγυπτο αναδεικνύει μια σημαντική πτυχή της τρομοκρατίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ενός φαινομένου που στη συγκεκριμένη περίπτωση σχετίζεται άμεσα με τη θρησκεία και την επιρροή που ασκεί στην κοινωνία. Τα ερωτήματα όμως είναι γιατί το φαινόμενο της τρομοκρατίας είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Αίγυπτο, μια μουσουλμανική μεν χώρα αλλά με σαφώς περισσότερο ανεπτυγμένη κοινωνία σε σχέση με τις άλλες μουσουλμανικές χώρες και ποια είναι η περιβόητη Μουσουλμανική Αδελφότητα που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην έξαρση της τρομοκρατίας;
Η Αίγυπτος των 96 εκατομμυρίων κατοίκων, η οποία, γεωπολιτικά ανήκει στη Μέση Ανατολή και όχι στη Βόρεια Αφρική, είναι μια εκτεταμένη χώρα ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας αφού εξαπλώνεται στη χερσόνησο του Σινά, συνορεύει με το Ισραήλ, ενώ από τα έδαφός της διέρχεται η παγκόσμιας στρατηγικής και οικονομικής σημασίας διώρυγα του Σουέζ. Όμως, η συγκεκριμένη χώρα έχει κάποιες ιδιαιτερότητες που την καθιστούν ευάλωτη στις τρομοκρατικές επιθέσεις. Παρά το γεγονός ότι είναι, κατά βάση, μια σουνιτική μουσουλμανική χώρα, το 10 έως 15% των κατοίκων της είναι χριστιανοί Κόπτες. Ακολουθούν δε την αίρεση του μονοφυσιτισμού, που επικράτησε στην Αίγυπτο και στην Παλαιστίνη τον 5ο μΧ αιώνα. Κατά την περίοδο της εξάπλωσης των Αράβων, η εχθρότητα μεταξύ των Κοπτών και του ορθόδοξου κέντρου της βυζαντινής αυτοκρατορίας και οι τραγικές οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή ανάγκασαν τους κατοίκους να εκμηδενίσουν την αντίσταση απέναντι στους Άραβες, διευκολύνοντας την επέλασή τους. Η προσηλυτιστική δράση των Αράβων και το γεγονός ότι οι χριστιανοί θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας μέσα στο ισλαμικό κράτος, συνέβαλαν στην υιοθέτηση του Ισλάμ από τη συντριπτική πλειοψηφία των Κοπτών, ενώ μία μειοψηφία διατήρησε την πίστη της, αποτελώντας σημαντική παράμετρο στον θρησκευτικό χάρτη της χώρας.
Αν και η Αίγυπτος αποτέλεσε για πολλούς αιώνες σημείο αναφοράς για το Ισλάμ, εφόσον στο έδαφός της φιλοξενεί από το 975 μΧ το Ισλαμικό πανεπιστήμιο Αλ Αζχάρ, οι σχέσεις των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερα προβλήματα. Η αρχή των προβλημάτων εντοπίζεται το 1928, όταν ιδρύεται η Μουσουλμανική Αδελφότητα από τον Χασάν Μπάννα, ως αντίδραση στην παρέμβαση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας, της οικτρής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, αλλά και του ανερχόμενου αιγυπτιακού εθνικισμού και η οποία έθετε ως στόχο την ίδρυση ενός κράτους βασισμένου στις θεμελιώδεις αρχές του Κορανίου (Ούμα).
Το κίνημα αυτό, παρότι στερείτο μεγάλου φιλοσοφικού βάθους, διέθετε ακτιβιστική ιδεολογία, οργανωτική δομή, χαρισματική ηγεσία και ρεαλιστικό προσανατολισμό, που το κατέστησαν, μέσα σε μία δεκαετία, ως μια από τις ισχυρότερες οργανώσεις της Αιγύπτου, καθώς και πόλο έλξης οπαδών από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Όλα αυτά, λοιπόν, σε συνδυασμό με έναν κατάλληλο μηχανισμό προπαγάνδας, ώθησαν την Αδελφότητα να επιδιώξει την ανάληψη πολιτικού ρόλου στις υποθέσεις της χώρας. Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας επιστρατεύσει εκατομμύρια μέλη και διαθέτοντας έναν μηχανισμό που εκτεινόταν σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία και να εγκαταστήσει την Ούμα. Το γεγονός αυτό την έφερε σε αντίθεση με το μοναρχικό καθεστώς και οδήγησε σε διακοπή της λειτουργίας της το 1948. Το 1950, η κυβέρνηση του κόμματος Ουάφντ επέτρεψε την επαναλειτουργία της Αδελφότητας, η οποία συνέχισε τη δράση της και μετά την κατάλυση της μοναρχίας από το στρατιωτικό πραξικόπημα Νάσερ. Στα επόμενα χρόνια, και παρά τον κοσμικό προσανατολισμό του νασερικού καθεστώτος και τη συστηματική καταστροφή των μηχανισμών της από τις κυβερνητικές δυνάμεις, η Αδελφότητα, με την αντιδυτική της ρητορική, την οικονομική προσφορά προς τις αδύνατες κοινωνικές ομάδες και την προαγωγή των αρχών του παναραβισμού, κατάφερε να ανακτήσει μεγάλο μέρος των οπαδών της.
Το 1964, η αποχώρηση της Συρίας από τον συνασπισμό με την Αίγυπτο, ο πόλεμος της Υεμένης και η οικονομική κρίση οδήγησαν τους οπαδούς της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε εξεγέρσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία που κατέληξαν, τελικά, σε συλλήψεις και εκτελέσεις επιφανών μελών, μεταξύ των οποίων και του θεωρητικού της, Σαγίντ Κούντμπ. Έτσι, σημειώθηκε μια προσωρινή καταστολή της δραστηριότητας της οργάνωσης η οποία επανέκαμψε την επομένη του πολέμου των Έξι Ημερών (1967), προκειμένου να πείσει τον λαό ότι για αυτή την πανωλεθρία υπεύθυνη ήταν η αμαρτωλή κοινωνία, που προκάλεσε την οργή του Αλλάχ. Ο λαός, λοιπόν, έπρεπε να επαναστατήσει, να συντρίψει το άθεο κράτος και στη θέση του να ιδρύσει την Ούμα. Έτσι, το καθεστώς, ευρισκόμενο αντιμέτωπο με την οργή του πλήθους και την επικείμενη κατάρρευσή του, αντιλήφθηκε ότι το Ισλάμ έπρεπε να ενσωματωθεί στην πολιτική ζωή της χώρας, προκειμένου να κατευναστεί η λαϊκή οργή. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η κρατική προπαγάνδα, εκμεταλλευόμενη επιδέξια την ισλαμική μοιρολατρία του λαού, προσπάθησε να αποποιηθεί των ευθυνών της για την ήττα στον πόλεμο. Έτσι, η Αδελφότητα, μέσα από τα μέτρα που ελήφθησαν, αλλά και από το γενικό κλίμα που καλλιεργήθηκε, βρήκε πρόσφορο έδαφος για την αναβίωσή της.
Μετά τον θάνατο του Νάσερ, το 1970, ο διάδοχός του, Ανουάρ Σαντάτ, επέβαλε την απονασεροποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Για να το επιτύχει, έστρεψε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους εναντίον των αντιπάλων του και όρισε στο Σύνταγμα του 1971 ως επίσημη θρησκεία το Ισλάμ και τη σαρία ως πηγή δικαίου, δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες για αναβίωση του φονταμενταλισμού. Όμως, όλες οι προσπάθειες να αποκτήσει νομιμοποίηση μέσω των φιλοϊσλαμικών του πολιτικών απέτυχαν, κυρίως λόγω της προσέγγισης με το Ισραήλ, της Συμφωνίας του CampDavid (1979) και της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι συνέχισαν τις ανατρεπτικές τους ενέργειες, έως τον Αύγουστο του 1981, οπότε ο Σαντάτ, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, προέβη σε συλλήψεις μεγάλου αριθμού ισλαμιστών. Όμως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους δολοφονήθηκε από ακραίους ισλαμιστές, ως αποτέλεσμα της αντιφατικής του πολιτικής και της αδυναμίας του να επιλύσει το μεσανατολικό πρόβλημα, εκμεταλλευόμενος την αιγυπτοϊσραηλινή συνθήκη ειρήνης. Παράλληλα, τη δεκαετία του ’70, η Αδελφότητα ίδρυσε την τρομοκρατική οργάνωση «Αλ Χαμάα αλ Ισλαμίγια», η οποία αναλάμβανε τη διεξαγωγή των τρομοκρατικών επιθέσεων, απενοχοποιώντας την Αδελφότητα και βοηθώντας την να οικοδομήσει ένα φιλειρηνικό προφίλ.
Η πολιτική εκδημοκρατισμού που ακολούθησε ο Χόσνι Μουμπάρακ επέτρεψε στην Αδελφότητα να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία, όμως της απαγόρευσε την ίδρυση πολιτικού κόμματος. Έτσι, παρά τη συμμετοχή της σε συνασπισμούς κομμάτων και τη βαθμιαία αύξηση της εκλογικής της δύναμης, δεν μπόρεσε να αλλάξει τον εκλογικό νόμο. Παρόλα αυτά, η Αδελφότητα συνέχισε τις τρομοκρατικές της ενέργειες και επεκτάθηκε και στο εξωτερικό, με κυριότερο επίτευγμα την ίδρυση της Χαμάς, το 1987,η οποία προήλθε από την παλαιστινιακή πτέρυγα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Το μεγάλο πρόβλημα για την οργάνωση προέκυψε κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου στον Κόλπο, όταν η Αίγυπτος, συνασπιζόμενη με άλλες αραβικές χώρες, συμμετείχε στην απελευθέρωση του Κουβέιτ. Τότε, για λόγους αντίδρασης και, παρά τις γενναίες οικονομικές επιχορηγήσεις που λάμβανε από τη Σαουδική Αραβία και τις χώρες του Περσικού, η Αδελφότητα υποστήριξε το Ιράκ, ενέργεια που της στοίχησε τη χρηματοδότησή της.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια, η οργάνωση στοχοποίησε, εκτός από τους Κόπτες, και τους ξένους επισκέπτες, προκειμένου να πλήξει τον τουρισμό και, κατ’ επέκταση, την οικονομία της χώρας. Οι υποψήφιοί της συνέχισαν να συμμετέχουν ως ανεξάρτητοι στις εκλογές, σημειώνοντας βαθμιαία ανάκαμψη, μέχρι τις εκλογές του 2005, οπότε απέσπασαν 76 έδρες, καταφέρνοντας να καταστούν η δεύτερη πολιτική δύναμη της χώρας. Βέβαια, η κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση τούς υποχρέωσε να πάρουν θέση σε θέματα στα οποία δεν αναφέρονταν στο παρελθόν, όπως το είδος του κράτους που επιθυμούσαν, η θέση των γυναικών και των θρησκευτικών μειονοτήτων. Αυτά, σε συνάρτηση με την καταστολή τους από τις κυβερνητικές δυνάμεις, την επιδείνωση των οικονομικών τους και το Σύνταγμα του 2007, που μείωσε τη συμμετοχή των ανεξάρτητων βουλευτών στην εκλογική διαδικασία, περιόρισαν την απήχηση της Αδελφότητας μεταξύ του αιγυπτιακού πληθυσμού. Παράλληλα, ο Πρόεδρος Μουμπάρακ, προκειμένου να αποφύγει τα πυρά των ισλαμικών οργανώσεων, λόγω του φιλοδυτικού προσανατολισμού της χώρας, κατάφερε να τις στρέψει εναντίον των Κοπτών, οι οποίοι, παρά τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θρησκευτική τους ελευθερία, αποτέλεσαν και το εξιλαστήριο θύμα αυτής της πολιτικής.
Η έκρηξη της Αραβικής Άνοιξης όμως ανέτρεψε την υφιστάμενη πολιτική κατάσταση, αφού ο Χόσνι Μουμπάρακ εξαναγκάζεται σε παραίτηση τον Φεβρουάριο του 2011, ως συνέπεια των διαδηλώσεων, επίκεντρο των οποίων ήταν η πλατεία Ταχρίρ. Ύστερα από μια μακρά προεκλογική περίοδο, το κόμμα Ελευθερία και Δικαιοσύνη του Μοχάμεντ Μόρσι, ηγετικού στελέχους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κερδίζει τις εκλογές της 24ης Ιουνίου 2012. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Αίγυπτος κυβερνάται από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Η σύντομη όμως διακυβέρνησή του Προέδρου Μόρσι χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια συγκέντρωσης υπερεξουσιών, τη φιλοϊσλαμική πολιτική και τον διορισμό στελεχών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε κομβικές θέσεις, γεγονός που οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνησης, στις 3 Ιουλίου 2013. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, αιγυπτιακό δικαστήριο έθεσε την Αδελφότητα και τις ενώσεις της εκτός νόμου και προέβη στην κατάσχεση των περιουσιακών της στοιχείων, ενώ τον Δεκέμβριο η προσωρινή κυβέρνηση την ανακήρυξε ως τρομοκρατική οργάνωση.
Σήμερα, η Μουσουλμανική Αδελφότητα συνεχίζει την ανατρεπτική της δράση, ενώ στους στόχους της βρίσκονται, εκτός από τους Κόπτες και ξένοι τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα. Πέρα όμως από τη δράση της στην Αίγυπτο έχει πολλά παρακλάδια στο εξωτερικό, καθώς τον Ιανουάριο του 2015 κάλεσε τα μέλη της να είναι προετοιμασμένα για ιερό πόλεμο (jihad) κατά των απίστων.
Τέλος, για να τονιστεί το μέγεθός της αλλά και η επιρροή που ασκεί σε άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις, θα πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός ότι πολλά από τα ηγετικά στελέχη της AlQaeda και άλλων οργανώσεων, όπως ο Οσάμα μπιν Λάντεν και ο Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, είχαν στρατολογηθεί από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα σε νεαρή ηλικία.