Ρεαλιστικές προτάσεις για την Υγεία στη μεταμνημονιακή εποχή
Η Υγεία αποδεικνύει τη βαθιά υστέρηση της χώρας μας. Άλλωστε, όπως όλοι ομολογούν, είναι ο μεγάλος ασθενής της Ελλάδας. Η ανερμάτιστη πολιτική των ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ επέτεινε την αποδιάρθρωση των δομών της. Συνεπώς, για να μπορέσουμε να την ανατάξουμε, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε καίριες επιλογές μας.
Μιλώντας, ωστόσο, για ένα σύγχρονο σύστημα Υγείας, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις ριζικές αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως. Χαρακτηριστική είναι η πρωτοβουλία του Barack Obama για την Ιατρική της Ακριβείας (Precision Medicine). Ένα φιλόδοξο εγχείρημα για τη μελέτη του γονιδιώματος των ανθρώπων. Εξετάζοντας την κληρονομικότητα, το περιβάλλον και τον τρόπο ζωής του ατόμου, στοχεύει στην αποτελεσματικότερη θεραπεία και στη μείωση του κόστους περίθαλψης. Παράλληλα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τον σημαντικό ρόλο των κλινικών δοκιμών και της κλινικής έρευνας για την εξεύρεση λύσεων και καινοτόμων φαρμάκωνγια τη την καταπολέμηση οξέων – χρόνιων και νεοπλασματικών παθήσεων (ερευνητικά και φαρμακευτικά πρωτόκολλα που θα επιφέρουν έσοδα πάνω από 2 δις ευρώ). Συγχρόνως, θα πρέπει να υπολογίσουμε τη θετική συμβολή της τεχνητής νοημοσύνης και της συνεργασίας των ρομπότ με τους ανθρώπους, τόσο στην επιτάχυνση των ιατρικών πράξεων, όσο και στη μείωση των επιπλοκών στη διάρκεια νοσηλείας των ασθενών.
Τα νέα αυτά δεδομένα οφείλουμε να τα αντιληφθούμε, προκειμένου οι πολιτικές που θα προωθήσουμε να είναι αποτελεσματικές. Να εναρμονίζονται με την υπέρβαση της υστέρησης. Και πρωτίστως με την υιοθέτηση εκείνων των επιλογών, που θα συμβάλουν στη συγκρότηση ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Όταν δεν λαμβάνουμε υπόψη την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, το μόνο που επιτυγχάνουμε είναι οι υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και οι κούφιες, ανώφελες διακηρύξεις.
Σήμερα για να αναβαθμίσουμε τις υπηρεσίες Υγείας, οφείλουμε να θεμελιώσουμε μια στρατηγική, που θα βασίζεται στον ρεαλισμό. Αν δεν προβούμε στην απαραίτητη και αυτονόητη αυτή ενέργεια, δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των πολιτών.
Το σημερινό Εθνικό Σύστημα Υγείας δεν είναι αυτό που σχεδιάστηκε το 1983. Είναι κάτι διαφορετικό. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται, είτε στρουθοκαμηλίζει είτε εξυπηρετεί ανομολόγητους στόχους. Η απονέκρωσή του είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Ως εκ τούτου, απαιτείται να εγκαταλείψουμε τις υπεκφυγές, ακόμη και τις φαντασιώσεις.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας χρειάζεται σχεδιασμό από το μηδέν. Δεν επιδέχεται επιδιορθώσεις ούτε “μερεμέτια”. Ο νόμος Αβραμόπουλου του 2007 ήταν η ταφόπλακά του. Οι επόμενες κυβερνήσεις μόνο αναποτελεσματική μικροδιαχείριση των μεγάλων του προβλημάτων έκαναν. Συνεπώς, ή θα προβούμε σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις και ουσιαστικές τομές ή θα γίνουμε μάρτυρες ενός τραγικού ναυαγίου στον ευαίσθητο και κρίσιμο χώρο της Υγείας. Οι ιδεοληψίες και οι αγκυλώσεις βάλτωσαν, εκφύλισαν και εμπόδισαν τη σημαντικότερη αλλαγή που πραγματοποιήθηκε, έχοντας αφετηρία τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές της δεκαετίας του ’80, που υλοποίησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Οι παθογένειες της Δημόσιας Υγείας και ιδιαίτερα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας επιβάλλουν δέσμη παρεμβάσεων, που δεν πρέπει να είναι αποσπασματικές. Ούτε να υπαγορεύονται από κοντόφθαλμες συντεχνιακές αντιλήψεις. Προφανώς, σήμερα είναι μονόδρομος η σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στην Υγεία, με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του καθενός, εκσυγχρονίζοντας τις υποδομές του ΕΣΥ, την οργάνωσή του και αλλάζοντας τον κτηριολογικά και τεχνολογικά γερασμένο νοσοκομειακό χάρτη της χώρας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί η αναβάθμισή του και ταυτόχρονα να εξοικονομηθούν σημαντικά χρηματικά ποσά, που σήμερα κατασπαταλιούνται για την συντήρηση κτηρίων και υποδομών.
Στη βάση της σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, και ο ΕΟΠΥΥ πρέπει να αντιμετωπίσει ισότιμα όλες τις δομές Υγείας, κάνοντας πράξη το ενιαίο τιμολόγιο.
Η παροχή εκπαίδευσης και η απόκτηση ιατρικής ειδικότητας και από τα μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις, είναι απαραίτητη. Αντίστοιχα, θα πρέπει και οι ιδιώτες γιατροί να μπορούν να εφημερεύουν στα δημόσια νοσοκομεία, ιδιαίτερα της επαρχίας, εφόσον καταργηθεί η αποκλειστική απασχόληση. Με την κατάργηση της αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών στο ΕΣΥ θα αντιμετωπιστεί και το μεγάλο πρόβλημα της φυγής επιστημονικού προσωπικού στο εξωτερικό (brain drain). Σημειώνεται δε, ότι ο κάθε γιατρός, που με την ολοκλήρωση των σπουδών διάρκειας 6 ετών φεύγει στο εξωτερικό, κοστίζει στο κράτος 96.000 ευρώ. Ενώ λοιπόν το κράτος επενδύει στη δημιουργία επιστημονικού κεφαλαίου στη χώρα, δεν φαίνεται να εισπράττει ποτέ τα οφέλη της επένδυσής του, τα οποία τελικά καρπώνονται οι χώρες στις οποίες μεταναστεύουν οι Έλληνες επιστήμονες και ασκούν το ιατρικό επάγγελμα.
Ένα άλλο εξίσου σημαντικό βήμα θα ήταν η προσφορά εξειδικευμένων υπηρεσιών υγείας από τον ιδιωτικό τομέα (π.χ. ΜΕΘ, αρθροπλαστικές – χειρουργικές και καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, κλπ). Καίριο ζήτημα καθίσταται και η λειτουργία Μονάδων Χρόνιας Αιμοκάθαρσης (ΜΧΑ) σε ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, με τη διασφάλιση των όρων του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου.
Απαραίτητη για την αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών είναι και η ίδρυση μη ΝΠΔΔ, μη κερδοσκοπικών Σχολών Επιστημών Υγείας (Ιατρικής, Οδοντιατρικής, Φαρμακευτικής, Κτηνιατρικής, Νοσηλευτικής, Ιατροτεχνολογικών και Παραϊατρικών Σχολών, Σχολών Προνοσοκομειακής Φροντίδας – ΕΚΑΒ). Τα δυνητικά τους έσοδα από την έρευνα, την εκπαίδευση και τη μετεκπαίδευση πιθανόν να ξεπερνούν τα 5 δις ευρώ ετησίως (σήμερα η Κύπρος έχει έσοδα από την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων ύψους 1 δις ευρώ). Οι παραπάνω δομές που προτείνουμε θα αξιολογούνται αυστηρά και θα πιστοποιούνται με τις ίδιες δημόσιες διαδικασίες.
Επιπλέον, η δημιουργία δύο αμιγώς Πανεπιστημιακών νοσοκομείων στην Αθήνα και άλλων δύο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στις άλλες έδρες των Πανεπιστημίων της Ελλάδας είναι καθόλα επιστημονικά και πολιτικά επιβεβλημένη, για να ξεκαθαριστούν οι σχέσεις των ιατρών του ΕΣΥ και των πανεπιστημιακών, που ταλαιπωρούν το σύστημα εδώ και 40 χρόνια, δημιουργώντας πολλαπλές ανισότητες και συγκρούσεις.
Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, θα πρέπει να θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ η γενίκευση της χρήσης σύγχρονων πληροφοριακών συστημάτων σε όλες τις λειτουργίες των δημόσιων δομών υγείας (ψηφιακός ιατρικός φάκελος, κάρτα υγείας). Αυτό θα επέφερε σημαντική εξοικονόμηση πόρων, αυξάνοντας και την αποτελεσματικότητα. Η τηλεϊατρική χρειάζεται να επεκταθεί σε όλη την επικράτεια και να είναι υπό την εποπτεία του ΕΚΕΠΥ σε εικοσιτετράωρη εφημερία μέσω σύγχρονων τηλεπικοινωνιακών εφαρμογών (π.χ. Skype). Έτσι, τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εκατοντάδες ασθενείς θα μπορούσαν να επιλυθούν αποτελεσματικότερα με την ενοποίηση φορέων έκτακτων αναγκών, επείγουσας ιατρικής και προληπτικής ιατρικής (ΕΚΕΠΥ – ΕΚΑΒ – ΚΕΕΛΠΝΟ - ΟΚΑΝΑ – ΚΕΘΕΑ – Κέντρο Δηλητηριάσεων).
Ακόμα, η ίδρυση δύο εθνικών κεντρικών εργαστηρίων υψηλού επιστημονικού επιπέδου, που θα εξυπηρετούν τη Νότια και τη Βόρεια Ελλάδα, θα επιφέρουν σημαντική αναβάθμιση στην ποιότητα των εξετάσεων και αξιοσημείωτη αύξηση των ερευνητικών δυνατοτήτων μέσω πειραματικών εργαστηρίων. Τα τελευταία θα συμβάλουν στην ανάπτυξη ερευνητικών ιατρικών και φαρμακευτικών πρωτοκόλλων, που θα εκπονηθούν από υψηλού επιπέδου ιατρικό επιστημονικό προσωπικό (τα έσοδα από τα εν λόγω πρωτόκολλα μπορούν να ξεπεράσουν τα 2 δις ευρώ).
Τέλος, για την κάλυψη των κενών ιατρικών θέσεων στα νοσοκομεία, σημαντικό κίνητρο θα αποτελούσε η κατάργηση της αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών του ΕΣΥ στην περιφέρεια και η εξομοίωση τους με τους πανεπιστημιακούς και στρατιωτικούς γιατρούς. Ταυτόχρονα, η άμεση μονιμοποίηση των επικουρικών ιατρών μετά από προσωπική κρίση και κατάργηση της δεκαετίας από τη λήψη της ειδικότητας κρίνεται απαραίτητη επειδή θα δώσει λύση στην ασφυκτική έλλειψη ιατρικό προσωπικού στα νοσοκομεία της χώρας. Εύλογη και δίκαιη θεωρώ και την καθιέρωση πρόσθετων αμοιβών για τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, το παραϊατρικό προσωπικό και τους διοικητικούς υπαλλήλους του συστήματος υγείας.
Επιπλέον, επιβεβλημένη είναι η χωρίς αναστολές και φοβίες θέσπιση της αξιολόγησης όλων των θέσεων εργασίας στις δημόσιες δομές υγείας, καθιστώντας τη καθοριστικό παράγοντα για τις αμοιβές των κατόχων τους.
Η ανάταξη της Υγείας σήμερα προϋποθέτει την υιοθέτηση νέων ιδεών, την υλοποίηση σύγχρονων πολιτικών και βεβαίως μια νέας διακυβέρνησης, που θα θέλει να τις εφαρμόσει. Μόνο με μια στρατηγική ρεαλισμού θα μπορέσει ο χώρος της Υγείας να ελπίζει ότι θα ιαθεί και θα σταθεί στα πόδια του.