Header Ads

Ο Κίτσιος...

Την παρακάτω/παραπάνω όμορφη ιστορία τη μεταφέρω όπως ακριβώς μου τη μετέφερε συγγενικό μου πρόσωπο όλα αυτά τα χρόνια και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.

Εκείνα τα χρόνια δεκαετία του 40′ όλα κυλούσαν στον καθημερινό ρυθμό της εποχής, σε μια από τις περιοχές της Δ. Μακεδονίας. Σε μια κωμόπολη στις πλαγιές του Άσκιου όρους πάνω από την κοιλάδα του Αλιάκμονα, βρίσκεται η κωμόπολη των ευεργετών, των αρχοντικών και των εμπόρων, αποκαλούμενη και φλωροχώρι από τον πλούτο που παρήγαγε εκείνη την εποχή αλλά και αργότερα. Μια περιοχή γνωστή για τη συνεργασία με τον Ρήγα Βελεστινλή και μία περιοχή που πρωτοστάτησε στην πρώτη έκδοση της εφημερίδας ”Εφημερίς” όπου τυπώθηκε η περίφημη Χάρτα ο Θούριος.

Οκτώβριος 1940

Τα παιδιά έτρεχαν ανέμελα μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα, είχε τελειώσει ο τρύγος όπου συμμετείχε όλη η ευρύτερη περιοχή, οι γειτονιές έσφυζαν από ζωή και οι κάτοικοι είχαν τους καθημερινούς τους ρυθμούς. Πιο συγκεκριμένα, τα ζώα είχαν την τιμητική τους αφού φορτωμένα με τα κοφίνια των σταφυλιών συμμετείχαν σε ένα όμορφο παζάρι επικοινωνίας και μεταφορών. Όλα τα ζώα κουβαλούσαν τα αγαθά της γης και μαζί και τους καβαλαραίους εκτός από ένα άλογο τον «Κίτσιο».

Ο Κίτσιος ήταν ένα όμορφο ψαρί άτι με αρβανίσιο περπάτημα που ο ιδιοκτήτης του (Γέρο Λαδάς) το είχε αγοράσει μετά από σκληρά «παζάρια» από έναν παππά πριν από χρόνια. Το αγόρασε σε ένα παζάρι που γινόταν κάθε χρόνο, το μήνα Σεπτέμβρη, μέσα σε ένα τοπίο από κάδες και βαένια, κάρα, ένα σκηνικό που ψήνονταν αρνιά σε ξύλινες σούβλες. Τα άλογα εκείνη την εποχή, τα πουλούσαν σε παζάρια μαζί με την «άδεια κυκλοφορίας» τους, το πιστοποιητικό δηλαδή ιδιοκτησίας. Η τιμή δεν ήταν φθηνή όπως μάλλον νομίζουν θεωρητικοί παρατηρητές της εποχής. Είχε ακουστεί ότι ένα άλογο ανταλλάχθηκε παλιότερα με ένα κεντρικό οικόπεδο της περιοχής. Τα πιο γερά και όμορφα άλογα τα καβαλούσαν για μετακίνηση, επιδεικνυόμενοι συνάμα με καμάρι για το υποζύγιό τους. Σε αυτό το παζάρι μπορούσε κανείς να βρει κάθε είδους αγαθά: σεντόνια και σιδερικά από τη Γερμανία, όπλα από τη Μπρέσια της Ιταλίας και από το Σκούταρι, προϊόντα από τη Βουλγαρία, κασμήρια και φάρμακα από την Αίγυπτο, μαλλιά και δέρματα βοδιών από τη Στερεά Ελλάδα, κερί, λάδι και λινάρι από την Πελοπόννησο, υφαντά, ριχτάρια και πολλά δερμάτινα είδη (παλάσκες, δερμάτινα ενδύματα, ζώνες) από τα Γιάννενα. 

Ο Γερό Λαδάς θεωρούσε προσβολή για εκείνον να κουβαλά ο Κίτσιος τα φορτία που κουβαλούσαν τα άλλα ζώα της περιοχής. Μάλιστα είχαν βγει και στιχάκια από τους κάτοικους που σιγοτραγουδούσαν όταν έβλεπαν τον Κίτσιο που έλεγαν «να τους ου Πασάς φάνκι στην πλατεία-χωρίς αυτός τουν Κίτσου του δεν έχει καμία αξία». Ο Γέρο Λαδάς το καβαλούσε περήφανος με όμορφη σέλα φτιαγμένη από περίτεχνους μαστόρους της εποχής (Γιαννιώτες τεχνίτες). Η σέλα,η ίγκλα, το κουσκούνι, τα γκέμια και τα ζιγκιά ήταν όλα στην εντέλεια. Τα καπούλια τα σκέπαζαν μια κόκκινη άλικη φλοκάτη και κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι η γειτονιά αναφωνούσε «έρχεται ο Πασσάς», μιας και ήταν πολύ εντυπωσιακό τόσο το παράστημα του αλόγου, όσο και του ιδιοκτήτη που παρέπεμπε σε άλλους Μπέηδες της εποχής. Τα άλογα σταβλίζονταν στα αρχοντικά δίπλα στο κυρίως οίκημα και ήταν μέρος της οικογένειας.

Ξαφνικά σήμανε επιστράτευση και όλοι ξεκίνησαν έναν αγώνα να στρατολογήσουν και μαζί να οργανώσουν την αντίσταση. Μαζί με την επιστράτευση ξεκίνησε ταυτόχρονα και η επίταξη των ζώων. Τα βαρβάτα άλογα και οι φοράδες ήταν απαραίτητα μέσα μετακίνησης και εργασιών, ανάλογα με τα σημερινά ΙΧ αυτοκίνητα. Τα αποκτούσαν τυπικά ή παράτυπα σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία. Η επιστράτευση προτιμούσε τα ψηλά, νεαρά και δυνατά άλογα, γεγονός που γνώριζαν οι χωρικοί, ώστε να μην τα ταΐζουν πριν από κάθε καταλογογράφησή τους για να τα σώσουν. Ελάχιστοι είχαν τύχη να ξαναπάρουν το τετράποδο βιός πίσω. Συνήθως τα συγκεντρωθέντα ζώα τα πωλούσαν στη «μαύρη» αγορά ή τα μοίραζαν στα πληγέντα από τους αντίπαλους χωριά.

Ένα πρωινό ένας αξιωματικός χτύπησε την αυλόπορτα του σπιτιού  και ήρθε να παραλάβει και τον Κίτσιο. Όλη η οικογένεια έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια για την αποχώρηση του ζωντανού, ήταν η καταξίωση τους, η ζωή τους, το καμάρι τους .Ο Κίτσιος κατατάχθηκε στην Λ.Ο.Μ (Λόχος Ορεινών Μεταφορών). Πέρασαν δύο χρόνια δύσκολα, η περιβόητη Φινάντζα (Ιταλική δύναμη Κατοχής) έκανε καθημερινά τη ζωή των κατοίκων δύσκολη  και κάθε φορά που ακούγονταν χλιμίντρισμα στην εξώπορτα και ποδοβολητά αλόγων όλοι μαζί αναφωνούσαν «Ήρθε ο Κίτσιος!». Όταν μετά από δύο χρόνια ένας αξιωματικός έφερε πίσω τον Κίτσιο η οικογένεια έκανε για μέρες πανηγύρια και χαρές.

Μάρτιος 1943- η μάχη του Φαρδύκαμπου

Τον Ιανουάριο του 43′ οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εισέβαλαν στην περιοχή καταλύοντας την κατοχική εξουσία και ξανά η πόρτα χτύπησε και το μυαλό όλων μας πήγε στην επίταξη του Κίτσιου. Μας πήραν ξανά το καμάρι μας για άλλη μια φορά στον πόλεμο και εμείς ξανά πέσαμε σε βαριά στενοχώρια . Μετά από λίγους μήνες και αφού ο κατακτητής της περιοχής Ιταλός Διοικητής Περόνε Πασκονέλι υποχώρησε και παραδόθηκαν και οι τελευταίοι Ιταλοί στρατιώτες, μια χαρά ελευθερίας  στην περιοχή διαδίδονταν από στόμα σε στόμα. Όλοι περίμεναν με αγωνία να γυρίσουν οι δικοί τους άνθρωποι και εμείς  περιμένανε με αγωνιά να επιστρέψει ο Κίτσιος μας.

Ήταν Μάρτιος όταν έξω από το σπίτι ακούστηκαν πολλά ποδοβολητά και χλιμιντρίσματα αλόγων. Όλοι παγώσαμε και περιμέναμε το καλό νέο. Ο τοπικός Διοικητής της Ελληνικής φρουράς μοίραζε τα άλογα επίταξης όταν το δικό μας άλογο σταμάτησε στην πόρτα μας και κλωτσούσε για να την ανοίξει. Ο Διοικητής μας ζητούσε να αποδείξουμε ότι αυτό ήταν το δικό μας άτι. Τότε ο Γέρο Λαδάς φώναξε με όλη του τη δύναμη «ΚΊτσιο-Κίτσιο» και το άλογο αμέσως σηκώθηκε στα πίσω πόδια και χλιμίντριζε χαρούμενα στον ιδιοκτήτη του. Αυτή ήταν και η απόδειξή μας για την επιστροφή του.

Ξανά πανηγύρια και χαρές έφτασαν στο σπίτι μας, αφού το δέσιμο του ιδιοκτήτη με το άλογο ήταν για εκείνη την εποχή μια σχέση συνύπαρξης και αλληλεξάρτησης των ανθρώπων με τα ζώα...

Giovanni Litos
Από το Blogger.