Ανατρέπεται η κυρίαρχη θεωρία πως οι άνθρωποι είχαν ανάγκη τις θρησκείες για την ανάπτυξη σύνθετων κοινωνιών
Φιλόσοφοι της θρησκείας, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι επί μακρόν κατέληγαν στην ίδια υπόθεση. Πως οι μακρινοί μας πρόγονοι μας δεν θα μπορούσαν να είχαν αναπτύξει μεγάλες, σύνθετες κοινωνίες και πόλεις χωρίς το φόβο ενός θεού - τιμωρού. Με άλλα λόγια η μετάβαση από τις μικρές φυλές στην δημιουργία μεγάλων πόλεων - μια διαδικασία που εκτιμάται πως άρχισε να συντελέστηκε πριν από 12.000 χρόνια- απαιτούσε την ύπαρξη ενός θεού που έθετε τους κανόνες λειτουργίας της ίδιας της κοινωνίας, τους γνωστούς ως ηθικά αποδεκτούς κανόνες.
Χωρίς την ύπαρξή μιας ή περισσότερων τέτοιων θεοτήτων που υποτίθεται ότι ανταμείβουν ή τιμωρούν τους ανθρώπους ανάλογα με τις πράξεις τους, τίποτε δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Οι άνθρωποι δηλαδή θα ήταν ανίκανοι να ενωθούν και να συγκροτήσουν κοινωνίες που θα λειτουργούσαν εύρυθμα.
Ο άνθρωποι τα κατάφερναν μια χαρά χωρίς τους θεούς-τιμωρούς
Μια νέα μελέτη όμως έρχεται να υποστηρίξει πως η κοινωνική συνοχή και η παραγωγική συνεργασία καλλιεργήθηκαν πριν την εμφάνιση αυτής της θρησκευτικής τάσηης. Ή απλά, όπως εξηγεί ο ανθρωπολόγος Χάρβεϊ Γουάιτχαους του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ένας εκ ων επικεφαλής της σχετικής μελέτης που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature,«[Οι θρησκείες] δεν ήταν ο μοχλός δημιουργίας σύνθετων κοινωνιών όπως κάποιες θεωρίες ήθελαν».
Ο Γουάιτχαους μαζί με μία ομάδα ερευνητών μελέτησαν τα αρχεία 414 κοινωνιών που ξεπήδησαν ανά τον πλανήτη ακόμη και πριν από 10.000 χρόνια. Και αυτό που ανακάλυψαν είναι πως οι αποκαλούμενες ως «megasocieties» δημιουργήθηκαν στην πραγματικότητα πριν την ανάπτυξη των προκοινωνικών θρησκειών αν και παρατηρούν πως πιθανότητα συνετέλεσαν στην διατήρηση και την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Καταλήγουν όμως πως η ύπαρξή και η διάδοσή τους δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση.
Τέτοιες προικοινωνικές θρησκείες μπορεί να κατάφεραν να κυριαρχήσουν στον σημερινό κόσμο αλλά κατά ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας δεν το είχαν καταφέρει ενώ οι άνθρωποι απλά προσπαθούσαν να κατευνάσουν τους θεούς μέσω της προσευχής και των θυσιών και όχι μέσω της συνειδητής προσπάθειάς τους να είναι «καλοί» για να μην τιμωρηθούν.
Όπως επισημαίνει και ο ιστορικός Έντουαρντ Σλίνγκερλαντ του πανεπιστημίου του British Columbia, ο οποίος δεν μετείχε στην επίμαχη μελέτη, οι προκοινωνικές θρησκείες «δεν ήταν συνηθισμένες» ωστόσο «όταν αναδύονται, εξαπλώνονται».
Η υπόθεση σχετικά με τις προκοινωνικές θρησκείες- στις οποίες οι συγγραφές της μελέτης αναφέρονται ως «ηθικοί θεοί»-υποστηρίζει ότι αυτές οι θρησκείες εξαπλώθηκαν επειδή εμφανίστηκαν σε μεγάλες κοινωνίες και από εκεί κατάφεραν να κυριαρχήσουν ευρέως ανά τον κόσμο.
Πού βασιζόταν η θεωρία ότι οι μεγάλοι θεοί ήταν προϋπόθεση για την ανάπτυξη των «megasocieties
Οι άνθρωποι που ζούσαν σε μικρές νομαδικές φυλές και σε χωριά συνήθως είχαν βιολογική συγγένεια ή/και υπήρχε οικειότητα μεταξύ τους ώστε γι’ αυτούς ήταν εύκολο να συνεργάζονται στενά, να κάνουν αμοιβαίες εξυπηρετήσεις και φυσικά να καταλογίζουν ευθύνες. Στις μεγάλες όμως κοινωνίες απαιτείται η συνεργασία μεταξύ αγνώστων που μπορεί να χρειαστεί να αλληλεπιδράσουν μόνο μια φορά εξηγεί ο Σλίνγκερλαντ.
Έτσι, μια ομάδα ερευνητών, συμπεριλαμβανομένου του Αρά Νοζενζαϊαν, ψυχολόγος επίσης στο UBC είχαν υποστηρίξει στο παρελθόν πως οι προκοινωνικές θρησκείες-κυρίως αυτές με τους μεγάλους θεούς- ίσως ήταν απαραίτητες για την καλλιέργεια επαρκούς συνεργασίας για την λειτουργία μεγάλων κοινωνιών. Εξάλλου πολλά πειράματα που έχουν διενεργηθεί έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι που είναι επηρεασμένοι από προκοινωνικές θρησκείες τείνουν να συνεργάζονται πιο εύκολα ενώ ιστορικές μελέτες έχουν επίσης καταλήξει ότι η άνοδος αυτών των θρησκειών συνέπεσε με την αυξανόμενη κοινωνική πολυπλοκότητα.
Παράλληλα όμως υπάρχουν και μελέτες που δείχνουν το ακριβώς αντίθετο. Συγκεκριμένα σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2015 σε περιοχές της Αυστρονησίας, τεκμηριώνεται πως οι εμφάνιση «μεγάλων θεών» ήρθε μετά την ανάπτυξη σύνθετων κοινωνιών αν και είχε καλλιεργηθεί η σκέψη της υπερφυσικής τιμωρίας. Ανάλογα ήταν και τα συμπεράσματα μιας έρευνας για τους Βίκινγκς.
Αυτές οι έρευνες όμως, δεδομένου ότι εστίαζαν γεωγραφικά σε δύο μόνες περιοχές δεν ήταν αρκετές για να κλονίσουν την επικρατούσα θεωρία.
Η ανατροπή
Αυτό όμως έρχεται να κάνει η έρευνα τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο Nature αφού έχουν μελετηθεί 414 κοινωνίας, από 30 διαφορετικές περιοχές σε βάθος 10.000 ετών.
Οι ερευνητές για να «χτίσουν» αυτή τη βάση δεδομένων αξιοποίησαν δημοσιευμένη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία που καλύπτει έναν πολύ μεγάλο αριθμό κοινωνιών, σκιαγράφησαν τον βαθμό στον οποίο μια κοινωνία πίστευε σε προκοινωνικές θρησκείες και, μεταξύ άλλων, αξιολόγησε και μια σειρά από άλλους δείκτες πολυπλοκότητας μιας κοινωνίας συμπεριλαμβανομένου του πληθυσμού, της γεωγραφικής έκτασης, την ύπαρξη ή μη κανόνων δικαίου και πρώιμων δικαστηρίων.
Όπως διαπιστώθηκε η αποκαλούμε ως «ηθική συμπεριφορά» δεν βασιζόταν στον φόβο κάποιας υπερφυσικής τιμωρίας ή καρμικής καταδίκης. Η συνεργασία μέσα στην κοινωνία υπήρχε από πολύ νωρίτερα ενώ οι επιστήμονες κατάφεραν επίσης να προσδιορίσουν ποιο ήταν το μέσο μέγεθος πληθυσμού πριν εισέλθουν στην εξίσωση οι «μεγάλες θρησκείες».
Όπως εξηγεί ο Σάβατζ, διαπιστώθηκε ότι τις περισσότερες φορές αυτή η αλλαγή συνέβαινε όταν μια κοινωνία έφτανε το 1εκατ. κατοίκους. Τότε είναι που συγκεκριμένα πολιτισμικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως η γραφή, χρησιμοποιούνται σε τελετουργίες που συνδέονται με την εκδικητική τιμωρία των «ηθικών θεών».
Με τη βοήθεια της Seshat, της αιγυπτιακής θεάς της σοφίας
Σύμφωνα με το PBS, ανθρωπολόγοι, ιστορικοί και οι εξελικτικοί βιολόγοι συγκεντρώθηκαν το 2011 και άρχισαν τη συλλογή των αρχείων που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη αυτή. Τη βάση δεδομένων μάλιστα την ονόμασαν Seshat, από την αρχαία αιγυπτιακή θεά της σοφίας, της γνώσης και της γραφής. Στόχος των επιστημόνων ήταν η συγκέντρωση όλων των τεκμηριωμένων πληροφοριών σχετικά με την εξέλιξη της ανθρώπινης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Πολλές από αυτές τις πληροφορίες ήταν διάσπαρτες σε διάφορα βιβλία, συγγράμματα, αρχαία κείμενα. Στην πραγματικότητα αυτό που έκαναν, όπως εξηγεί ο Σάβατζ, ήταν να ενώσουν κομμάτια της ιστορίας και αξιοποιώντας τεχνικές ανάλυσης δεδομένων και τις ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες. Και ακολούθως έθεσαν τα «μεγάλα ερωτήματα» που αφορούν την ιστορία εξέλιξης της ανθρωπότητας.
Δεδομένου ότι κατά την προσπάθεια ανάδειξης των γενεσιουργών παραγόντων που συνέβαλαν στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών είναι σχεδόν αδύνατο να εστιάσει κανείς σε μια ή δύο μεμονωμένες ιστορικές στιγμές/περιόδους αλλά και τόπους, το Seshat αποδείχθηκε πολύτιμο για την επεξεργασία αναρίθμητων δεδομένων. Η ανάλυση εκατοντάδων αρχείων από κοινωνίες διάσπαρτες ανά τον πλανήτη βοήθησε στη διάκριση συγκεκριμένων επαναλαμβανόμενων προτύπων προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα και να απαντηθεί το βασικό ερώτημα που έθεταν οι ερευνητές.
Ο Σάβατζ και άλλοι 50 επιστήμονες χρησιμοποίησαν τη βάση δεδομένων για να αναλύσουν 51 θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως η αύξηση του πληθυσμού, η εμφάνιση δικαστηρίων και δικαστών, η άρδευση, η χρήση ημερολογίου κ.α
Αυτό που διαπίστωσε η ομάδα ήταν ότι οι «ηθικοί θεοί» σε 20 από τις 30 περιοχές που εστιάζεται πρωτίστως η έρευνα - συμπεριλαμβανομένων των θεών των Κελτών στη Γαλλία, των Χετταίων και των «προγονικών πνευμάτων» στη Χαβάη - δεν εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια ή πριν από την άνοδο πιο σύνθετων κοινωνιών.
Βέβαια υπήρχαν αξιοσημείωτες εξαιρέσεις όπως η αυτοκρατορία των Ίνκα στο Περού όπου εκεί κάποια χαρακτηριστικά της κοινωνίας όπως η γραφή, αναπτύχθηκαν μόνο μετά την εμφάνιση και επικράτηση των «εκδικητικών θεών».
Η ανάγκη του φόβου της τιμωρίας
Ο Σάβατζ και η ομάδα του εικάζουν ότι συχνά, για κάποιες πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες, απαιτείτο να υπάρχει η απειλή μια επικείμενης τιμωρίας προκειμένου να τηρηθεί η τάξη. Αυτό μάλιστα είναι ακόμη πιο εμφανές με την ανάδειξη και αυξημένη εξουσία αρχηγών, βασιλέων, ηγετών που συμπίπτει χρονικά με μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνίες είναι όλο και πιο μεγάλες και ως εκ τούτου τα μέλη αυτών απομακρύνονται όλο και περισσότερο το ένα από το άλλο.
Η φόβος μιας πιθανής τιμωρίας λοιπόν θα μπορούσε, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, να λειτουργεί ως ένα πολύ ισχυρό αντικίνητρο για τη διάπραξη πράξεων που διαταράσσουν μια κοινωνία. «Πρέπει να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, γιατί εάν δεν το κάνουν, ο θεός θα τους τιμωρήσει».
Οι συντάκτες τη μελέτης κατέληξαν ουσιαστικά στο συμπέρασμα ότι, αν και η πίστη στην υπερφυσική τιμωρία ίσως βοήθησε στην σταθεροποίηση των κοινωνιών και την διατήρησή τους, σίγουρα δεν ήταν αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία τους.
Αντιδράσεις, αμφισβητήσεις
Φυσικά, κάποιοι επικρίνουν την έρευνα των Γουάιτχαους και Σάβατζ ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, πως πολλά από τα δεδομένα που αξιοποιήθηκαν είναι ανοιχτά σε πολλές ερμηνείες Ο δε Σλίνγκερλαντ ήταν ένας εξ αυτών τονίζοντας δεν υπήρξε κάποια διαβούλευση μεταξύ επιστημόνων επί των δεδομένων του Seshat.. «Δεν λέω ότι τα δεδομένα είναι λάθος. Απλά λέω ότι δεν ξέρουμε - και αυτό κατά μια έννοια είναι εξίσου αρνητικό επειδή το να μην γνωρίζουμε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας την ανάλυση των δεδομένων».
Τελικά, οι ερευνητές προχώρησαν σε διαβουλεύσεις με δεκάδες εμπειρογνώμονες ενώ ο Σάβατζ υποστήριξε πως ήταν λάθος να επιχειρήσεις να βρει αρκετούς ενημερωμένους μελετητές για να αναλύσουν και τα 47.613 αρχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της μελέτης.
Κατέληξε λέγοντας πως η ομάδα των ερευνητών με τους εργάστηκε είναι πεπεισμένοι για την ποιοτικά χαρακτηριστικά της μελέτης.
Πρόσθετες πηγές: The Conversation, Scientific American