ΗΠΑ, εμπόριο όπλων και ο ΟΗΕ
Η απόφαση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν από την Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο Όπλων είναι αποτέλεσμα τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών παραγόντων. Η Συνθήκη που τέθηκε σε ισχύ πριν από πέντε χρόνια, καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν εμπόριο σε συμβατικού τύπου όπλα. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται μικρά περίστροφα, τουφέκια, άρματα μάχης, μαχητικά αεροσκάφη, πολεμικά πλοία και άλλα.
Η απόφαση που έλαβαν οι ΗΠΑ ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα ασφαλώς και δεν αποτελεί ένα τυχαίο περιστατικό. Η εξαγγελία του Ντόναλντ Τράμπ έρχεται να επιβεβαιώσει μια σειρά από προεκλογικές δεσμεύσεις και υποσχέσεις, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως απόρροια εσωτερικών πιέσεων, τις οποίες η Κυβέρνηση δέχεται από την πρώτη στιγμή της εκλογής της.
Οι φιλοδοξίες για ενίσχυση της βιομηχανίας οπλικών συστημάτων, αλλά και της αμερικανικής οικονομίας γενικότερα, δικαιολογούν απόλυτα την επιθυμία των ΗΠΑ να αποσυρθούν από μια Συνθήκη, η οποία, σαφέστατα, θα περιόριζε τον τρόπο διεξαγωγής του εμπορίου όπλων. Μάλιστα, η αντιπαλότητα προς το πρόσωπο του Τραμπ έχει ήδη θέσει φραγμούς στην πώληση οπλικών συστημάτων σε περιοχές, όπου έχουν βρει πρόσφορο έδαφος τρίτα κράτη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια του Προέδρου να εμποδίσει οποιοδήποτε ψήφισμα για την απαγόρευση πώλησης οπλικών συστημάτων στη Σαουδική Αραβία, ύστερα από την δολοφονία Κασόγκι. Ακολούθως, στην εσωτερική πίεση που ασκήθηκε στον Πρόεδρο, θα πρέπει να συμπεριληφθεί κι εκείνη που προήλθε από το μεγαλύτερο αμερικανικό λόμπι στην βιομηχανία των όπλων, τοNational Rifle Association (NRA).
Το NRA, όντας πανίσχυρο, έχει τη δυνατότητα να καθορίζει πολιτικές αποφάσεις, να υποστηρίζει οικονομικώς πολιτικά πρόσωπα, αλλά και να επηρεάζει άμεσα την κοινή γνώμη μέσω του τηλεοπτικού σταθμού που διαθέτει. Εφόσον το λόμπι εξαρτάται οικονομικά από τις βιομηχανίες όπλων, είναι λογικό να επιζητεί και την μη επικύρωση της Συνθήκης.
Έτσι, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τράμπ επέλεξε τα μέλη του NRA ως το κοινό, ενώπιον του οποίου προτίμησε να κάνει τις εξαγγελίες του για την απόσυρση της χώρας από την Συνθήκη.
Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι οι εσωτερικοί παράγοντες που ώθησαν τις ΗΠΑ σε μια τέτοια ιστορική απόφαση, αποτελούν έναν συνδυασμό τόσο από επιδιώξεις για οικονομική ανάταση όσο και από πολιτικά κατευθυνόμενες επιλογές.
Από την άλλη πλευρά, οι εξωτερικοί παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή την ενέργεια σχετίζονται με το διαρκώς μεταβαλλόμενο σκηνικό και την αυξανόμενη ισχύ που αποκτά η Κίνα τα τελευταία χρόνια.
Η ανοδική πορεία της Κίνας στις εξαγωγές όπλων, την έχει καταστήσει στην πέμπτη θέση της Παγκόσμιας κατάταξης, εκτοπίζοντας το Ηνωμένο Βασίλειο και προκαλώντας ανησυχία στις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις. Στην ανακατανομή ισχύος που έχει προκύψει, οι ΗΠΑ έχουν να αντιμετωπίσουν το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει η Δύναμη της Ανατολής, να παράγει δηλαδή οπλικά συστήματα με χαμηλό κόστος και να εξάγει φθηνότερα σε χώρες του κόσμου, στερώντας έτσι μερίδιο από τα κέρδη της Αμερικής.
Εξάλλου, η αποχώρηση των ΗΠΑ από μια Διεθνή Συνθήκη, προκειμένου να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό της με την Κίνα, δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο. Η στάση που διατήρησε η χώρα στο ζήτημα της Συνθήκης για τα Πυρηνικά Μεσαίας Εμβέλειας εντάσσεται στην ίδια λογική με την παρούσα ενέργεια.
Επομένως, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι οι εσωτερικές πιέσεις που δέχτηκε η Κυβέρνηση Τραμπ, προκειμένου να φανεί αντάξια των δεσμεύσεών της, αλλά και οι εξωτερικές πιέσεις που δέχεται από αναδυόμενους αντιπάλους, ώθησαν τη χώρα στην αποχώρηση και στη μη επικύρωση της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για τα συμβατικά όπλα, καθιστώντας την ικανή να καθορίζει αυτοβούλως τους όρους αλλά και τα υποκείμενα με τα οποία θα συνδιαλλάσσεται στο μέλλον.