Μια διαφορετική προσέγγιση στη λογική του ΕΝΦΙΑ
Ένας από τους πιο παράδοξους φόρους που κλήθηκαν να πληρώσουν οι Έλληνες πολίτες, εντός της κρίσης, ήταν και ο Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων. Στο παρόν άρθρο περιγράφεται το γιατί ο ΕΝΦΙΑ αποτελεί ένα πλήγμα για τη φορολογική συνείδηση του Έλληνα και διατυπώνεται ακόλουθα μια πρόταση για την πρόσκαιρη θεραπεία του.
Ο ΕΝΦΙΑ καθιερώθηκε το 2014, και αποτέλεσε το όχημα μονιμοποίησης για το περίφημο “χαράτσι” που επιβαλλόταν μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Όπως γίνεται κατανοητό πρόκειται για έναν έκτακτο φόρο που μονιμοποιήθηκε. Έναν φόρο δηλαδή που η πολιτεία δια των επίσημων εκπροσώπων της πρόβαλε ως έκτακτο και άρα επαχθή και περιττό για την ομαλή λειτουργία του κράτους αλλά αρμόζοντα για την αντιμετώπιση έκτακτων οικονομικών αναγκών. Μάλιστα ο φόρος προβλήθηκε ότι δεν θα ξεπερνούσε σε καμία περίπτωση τα 2 € ανά τετραγωνικό μέτρο, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την πρόνοια της πολιτείας για τη μη επιβάρυνση του κόσμου με έναν δυσανάλογο φόρο. Προφανώς και οι πολίτες δυσανασχέτησαν αλλά δέχθηκαν χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις να καταβάλλουν το υψηλό, όπως αποδείχθηκε, τίμημα.
Ο ΕΝΦΙΑ και ο τρόπος που εφαρμόσθηκε αποτέλεσε και αποτελεί συλλογικά μια αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος γιατί διέβαλε την εμπιστοσύνη της πολιτείας με τους πολίτες καθώς βασίσθηκε σε δύο ψέματα, τον προσωρινό του χαρακτήρα και το μικρό του μέγεθος. Δίχως άλλο, επιβλήθηκε ως φόρος σε ακίνητη περιουσία που είναι γενικά αποδεκτό ότι δεν μπορεί να αποδώσει εισοδήματα (όταν μιλάμε για την Α’ κατοικία) αλλά ούτε και να ρευστοποιηθεί εύκολα (πόσο μάλλον μέσα σε ένα περιβάλλον κρίσης).
Σαφώς, υπήρξε ένας φόρος που οδήγησε σε σημαντική ανακολουθία του προγραμματισμού του μέσου Έλληνα. Εάν γνώριζε ένας ιδιώτης ότι το κόστος κτήσης μιας οικίας θα επιβαρυνόταν με υψηλό φόρο, τότε δεν θα δέσμευε την περιουσία του σε ένα ακίνητο και θα προσάρμοζε τις αποφάσεις του στην οικονομική πραγματικότητα. Όταν, όμως όλο το σύστημα ωθούσε τους Έλληνες να δεσμεύσουν τις περιουσίες τους για την αγορά ενός ακινήτου, ως λύση επιδοτούμενη με χαμηλότοκα δάνεια και χαμηλούς φόρους μεταβίβασης και κτήσης, τότε δεν έχουν δημιουργηθεί παρά συνθήκες εγκλωβισμού και οικονομικής ασφυξίας για το μέσο ιδιοκτήτη ακινήτου.
Παράλληλα, ο ΕΝΦΙΑ δεν αποτέλεσε το μόνο φόρο της ακίνητης περιουσίας που επιβλήθηκε εκείνη την περίοδο. Το συνολικό κόστος κτήσης και χρήσης ενός ακινήτου έχει επιβαρυνθεί με δυσθεώρητους φόρους (φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης, φόροι στο ηλεκτρικό, υπερβολικές χρεώσεις στην ύδρευση κα) που ουσιαστικά αποστερούν από τους πολίτες σημαντικούς πόρους για την αξιοπρεπή διαβίωση τους. Τέλος, η υπερφορολόγηση των ακινήτων έδωσε το χαριστικό χτύπημα σε μια σειρά επαγγελμάτων που ασχολούνται με την οικοδομή στην Ελλάδα και παρείχαν υπηρεσίες και προϊόντα με υψηλή ελληνική προστιθέμενη αξία (μονωτικά υλικά, αλουμίνια, σωληνώσεις, κα).
Ως εκ τούτου, πλέον, διανύουμε άλλο ένα έτος κατά τον οποίο οι πολίτες ετοιμάζονται να πληρώσουν έναν φόρο κατοχής ενός περιουσιακού στοιχείου που μάλλον θα εύχονταν να μπορούσαν να ξεφορτωθούν. Ενός ακινήτου που συσσωρεύει ανάγκες ανακαίνισης και συντήρησης τις οποίες οι πολίτες αδυνατούν να υλοποιήσουν. Πλέον, ο χώρος της οικοδομής φορολογείται βαρύτατα και δεδομένου ότι αποτελείται από ελεύθερους επαγγελματίες, αποτελεί πλέον ένα πεδίο της οικονομίας στο οποίο εδραιώνεται η φοροδιαφυγή, ως κοινή πρακτική και κουλτούρα συνδιαλλαγής. Φυσικά η απάντηση του κράτους είναι κατασταλτική θέλοντας να κυνηγήσει φορολογικά εταιρείες που φυτοζωούν και πολίτες που προσπαθούν να «τα βολέψουν». Η προαναγγελία της Νέας Δημοκρατίας για μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30 % και η αναγνώριση του ΕΝΦΙΑ ως φόρου που επιβαρύνει δυσανάλογα τους έλληνες πολίτες αποτελεί ένα θετικό σημείο. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο ΕΝΦΙΑ μάλλον θα μας συνοδέψει για καιρό ακόμα, ας δούμε πώς θα μπορούσε η πολιτεία να τον μετατρέψει σε ένα πρόσκαιρο εργαλείο για την εξυγίανση της οικονομίας.
Μια εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της λογικής του ΕΝΦΙΑ θα μπορούσε να βασιζόταν στο να θεωρείται ότι ένα ποσοστό ή ολόκληρο το ΕΝΦΙΑ να δύναται να καλυφθεί από το φόρο των δαπανών επισκευής και ανακαίνισης ενός οικήματος. Κάθε έτος τα νοικοκυριά να έχουν την επιλογή είτε να πληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ άμεσα είτε να δικαιολογήσουν μέρος ή ολόκληρο το προς πληρωμή ποσό ως ΦΠΑ εργασιών αναβάθμισης του οικήματος τους (νέα κουφώματα, μονώσεις, αγορά ηλιόθερμου ή αλλαγή ηλιακού, κλπ). Για παράδειγμα ας υποθέσουμε ότι για ένα ακίνητο ο ιδιοκτήτης πρέπει να καταβάλλει ΕΝΦΙΑ ύψους 250,00 € ετησίως. Παράλληλα ο ιδιοκτήτης επιθυμεί να προβεί σε μια εργασία (πχ: να αλλάξει πανιά στις τέντες του) συνολικού κόστους 400,00 € χωρίς ΦΠΑ. Ο ΦΠΑ (24%) αναλογεί σε 96,00 €. Ο ιδιοκτήτης θα έχει κάθε κίνητρο να ζητήσει απόδειξη από τον μάστορα ή την εταιρεία που θα επιλέξει αφού το ποσό του ΦΠΑ για τη συγκεκριμένη εργασία θα αφαιρεθεί από το ΕΝΦΙΑ του για το συγκεκριμένο ακίνητο.Δυστυχώς, σήμερα αυτό που κυριαρχεί είναι ο τεχνίτης να κάνει μια προσφορά με τιμή χωρίς ΦΠΑ και ουσιαστικά να συνεννοείται υπογείως με τον ιδιοκτήτη για υποτιμολόγηση. Με αυτόν τον τρόπο το κράτος δεν εισπράττει φόρο ούτε από το ΦΠΑ ούτε από το φόρο εισοδήματος του ελεύθερου επαγγελματία, ο ιδιοκτήτης δεν λαμβάνει καμία εγγύηση για την εργασία που θα του παρασχεθεί (αφού δεν λαμβάνει απόδειξη) και ακόμα περισσότερο δεν καταγράφεται καν η οικονομική αξία της εργασίας στο ΑΕΠ της χώρας. Αντίθετα με την παρούσα πρόταση μέσω της έκδοσης της απόδειξης, θα πιστοποιείται ηλεκτρονικά το ποσό της εργασίας για το οίκημα και ο ιδιοκτήτης θα λαμβάνει ενημέρωση για πληρωμή ΕΝΦΙΑ μειωμένο κατά το ποσό του ΦΠΑ που πλήρωσε. Ο ΕΝΦΙΑ μετατρέπεται από επαχθή φόρτο σε κίνητρο για τους ιδιοκτήτες να προβούν σε δαπάνες αναβάθμισης και επισκευής της οικίας τους. Θα κινητοποιηθεί έτσι ένα σημαντικό οικονομικό κύκλωμα με πολλαπλασιαστική δυναμική για την ελληνική οικονομία. Με βάση υπολογισμούς, θεωρείται ότι με αυτόν τον τρόπο τα έσοδα για τα δημόσια ταμεία δεν πρόκειται μόνο να μειωθούν αλλά θα παρουσιάσουν και σημαντική αυξητική δυναμική ενώ στο ΑΕΠ της χώρας θα προστεθεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό που θα επιτρέψει την καλύτερη διαχείριση του χρέους.
Σε μια παράλληλη σκέψη, από τον ΕΝΦΙΑ θα ήταν δυνατό να εκπίπτει και ο φόρος ασφάλισης ενός ακινήτου απέναντι στον κίνδυνο για το σεισμό. Στην Ελλάδα τα ασφάλιστρα του σεισμού θεωρούνται υψηλά γιατί και η χώρα είναι σεισμογενής και οι πολίτες αποφεύγουν το κόστος της συγκεκριμένης ασφάλισης. Αν η ασφάλιση έναντι σεισμού θεωρηθεί ως φορολογικά επιδοτούμενη ενέργεια, θα αυξηθεί ο αριθμός των πολιτών που θα καταφύγουν στη συγκεκριμένη ασφάλιση, θα μειωθεί το κόστος των ασφαλίστρων και η πολιτεία θα θωρακισθεί απέναντι σε ένα φυσικό γεγονός που μοιραία κλονίζει την περιοχή μας. Επίσης, τα ασφαλιστικά ταμεία θα αποκτήσουν υψηλότερη ρευστότητα αλλά και επενδυτικά κεφάλαια τα οποία θα μπορούν να τα κυκλοφορήσουν εντός της οικονομίας.
Συνοπτικά το σκεπτικό της παρούσας πρότασης έχει ως εξής.
Α) Με την πρόταση αυτή ο ΕΝΦΙΑ μετατρέπεται σχεδόν σε μια έμμεση δαπάνη που κατευθύνεται από τους πολίτες προς επαγγέλματα που από τη μία φοροδιαφεύγουν και από την άλλη έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία στο ΑΕΠ της χώρας (κατασκευές αλουμινίου, μονωτικά υλικά, βαφές, κλπ). Από τη μείωση της φοροδιαφυγής θα παρουσιασθεί μια άμεση αύξηση των εισπράξεων του δημοσίου.
Β) Θα κυκλοφορήσει η εκροή του φόρου μέσα στην οικονομία με πολλαπλασιαστικά οφέλη, πριν κατευθυνθεί στην αποπληρωμή δανείων από το εξωτερικό.
Γ) Θα αυξηθεί το αίσθημα της ικανοποίησης των φορολογούμενων και η αίσθηση ότι κάτι καλό κάνουν για τον εαυτό τους και την περιουσία τους.
Δ) Θα αυξηθεί η εισπραξιμότητα του ΕΝΦΙΑ
Φυσικά θα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η επιβολή ενός φόρου (και μάλιστα του ύψους του ΕΝΦΙΑ) δεν αποτελεί παρά μια άμεση παρέμβαση της πολιτείας στην τσέπη του πολίτη. Με την παρούσα πρόταση, η συγκεκριμένη παρεμβατική πολιτική δεν αναιρείται αλλά βελτιώνεται. Η μονιμοποίηση του ΕΝΦΙΑ δεν μπορεί να συνοδεύεται σταδιακά παρά μόνο από τη συνολική του προσαρμογή σε ανεκτά επίπεδα για το μέσο πολίτη. Και ο πολίτης ας αποφασίζει μόνος του που θέλει να ξοδέψει τα χρήματα που με κόπο βγάζει σήμερα.