Η Σοφία Φιλιππίδου σκηνοθετεί το άγνωστο έργο του Παντελή Χορν «Μελάχρα ή Το Λουλούδι της Φωτιάς»
«.... Τη Μελάχρα την «ανακάλυψα» το 2005 στα άπαντα του Παντελή Χορν, εκδόσεις του Ιδρύματος Γουλανδρή-Χορν. Όμως τον συγγραφέα τον αγαπούσα ήδη, από το σπαραχτικό έργο Φιντανάκι, που ανέβασα στο ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου το καλοκαίρι 1998.
Μεγάλη εντύπωση μου έκανε η πληροφορία ότι η Μελάχρα ανέβηκε από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη το 1909 και κρίθηκε αυστηρά από τους μεγαλύτερους κριτικούς της εποχής με αποτέλεσμα να κατέβει αμέσως.
Το έργο λαβαίνει χώρα σ’ ένα τσιγγανοχώρι και πρωταγωνιστούν ο Τσιγγάνος Τεμέλκος σιδηρουργός, η γυναίκα του Περουζέ, που έχει ερωτική σχέση με τον ψυχογιό τους Νέδο, μια μάγισσα με το γιο της τον «ληστή», η αναπόδραστη μοίρα... ένα βιολί, το καμίνι, ένα λιβάδι με παπαρούνες (καμίνι και παπαρούνες συναντάμε και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη Tο καμίνι) ένα παρδαλό φουστάνι... η φωτιά, ο έρωτας, τα μαγικά βοτάνια, η ζήλεια, η εκδίκηση, ο θάνατος, ο τελετουργικός χορός!
Κάπου εκεί στα γύρω χωριά, έξω από τον καταυλισμό μέσα στα δέντρα, έχει εγκατασταθεί ένας περιοδεύων θίασος. Η νεαρή μελαχρινή θεατρίνα Μελάχρα, «βιασμένη» συναισθηματικά από μεθυσμένους θεατρίνους από άντρες «θαυμαστές», θα ερωτευτεί το νεαρό Νέδο και θα το σκάσει από το θίασο για να τον ψάξει. Έτσι θα βρει καταφύγιο στην αυλή του Τσιγγάνου Τεμέλκου και θ’ αρχίσουν οι αντιζηλίες οι μεγάλες συγκρούσεις και οι βίαιες ανατροπές....»
Μετά την ερμηνεία της στον ρόλο του Βρούτου στην παράσταση Κοριολανός- Ιούλιος Καίσαρας του Σαίξπηρ στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, η Σοφία Φιλιππίδου σκηνοθετεί τη Μελάχρα του Παντελή Χορν στο θέατρο Σταθμός, παράσταση την οποία αφιερώνει στον πατέρα της «Φίλιππο Φιλιππίδη του Παντελή».
Τι είναι η Μελάχρα; «Ένα κοινωνικό δράμα στα όρια της άγριας φάρσας, με δυνατή πλοκή, που τολμάει μια εντυπωσιακή έξοδο στην ύπαιθρο κι έναν άμεσο δεσμό με τη φύση και τη ζωή. Ένα έργο που αναζητά την ελευθερία μέσω της αμεσότητας, της απλότητας κι ενός νέου πριμιτιβιστικού ύφους με πολλούς συμβολισμούς παρμένους από τα λαϊκά παραμύθια.
Όσον με αφορά ανέβασα τη Μελάχρα (από το μελαχρινή, όνομα που έδωσε στο έργο η ίδια η θιασάρχης και πρωταγωνίστρια Μαρίκα Κοτοπούλη) πρώτη φορά το 2006 με τη φοιτητική μου ομάδα στο Πνευματικό Κέντρο της Κρητικής Εστίας, ενώ τώρα δοκιμάζω ένα πιο επαγγελματικό ανέβασμα.
Για τις ανάγκες αυτής της παράστασης, που την ονομάζω Μελάχρα ή το λουλούδι της φωτιάς έχω κάνει μια μικρή διασκευή - δραματουργική επεξεργασία και προσέθεσα ως θέατρο μέσα στο θέατρο:εικόνες από το άγνωστο παραμύθι Ο Πρίγκιπας της Γκραβάλας (στοιχεία του οποίου αναφέρονται στη Μελάχρα του Π. Χορν) αποσπάσματα από τον Σχοινοβάτη του Ζαν Ζενέ, το ποίημα Μέθα του Σαρλ Μπωντλαίρ και το ποίημα Ρομάντζα της Σελήνης από τη συλλογή Τσιγγάνικα τραγούδια του Φ.Γ. Λόρκα.
Αγάπησα την Μελάχρα του Παντελή Χορν με την πρώτη ανάγνωση. Μ’ εντυπωσίασε που όλα γίνονται σ’ ένα τσιγγανοχώρι κοντά στην φύση, όπως στο Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας του Σαίξπηρ, αλλά και το γεγονός ότι η παράσταση -που ανέβηκε από τον θίασο της Κοτοπούλη το 1909-, κρίθηκε αυστηρά από την ελίτ των κριτικών της εποχής (Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο κριτικός του Νουμά, Καζαντζάκης κ.ά.) και κατέβηκε άμεσα.
Βρήκα τον τρόπο σκέψης των τσιγγάνων -τα ήθη και τα έθιμα τους- αλλά και τον περιοδεύοντα θίασο όπου εργάζεται ως θεατρίνα η Μελάχρα ιδανικά «τοπία» για να πούμε την ιστορία και να δημιουργήσουμε θεατρικές φόρμες. Με συγκινεί που οι τσιγγάνοι ήταν σιδεράδες και ξέρανε τα μυστικά της μεγάλης αυτής τέχνης -πώς να κρατούν αναμμένη την φωτιά στο καμίνι, πώς να δίνουν σχήμα στο πυρωμένο σίδερο, πώς να φτιάχνουν σκεύη από μπρούτζο και μπακίρι αλλά και στολίδια και μαλάματα και γιατί γεννήθηκα στα εβραίικα Θεσσαλονίκης μέσα στα παλιατζίδικα και στους τσιγγάνους κι επειδή ο πατέρας μου όταν ήμουν παιδί άνοιξε μάντρα παλιών σιδήρων στη ίδια γειτονιά.
Έμαθα ερευνώντας, πως πηγή έμπνευσης του Παντελή Χορν είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά: Η αέναη πορεία και αναζήτηση, μακριά απ’ τις πατρίδες και τους νόμους τους, η άρνησή τους, το κυνήγημα ενός καινούριου κόσμου -ωραίου και ελεύθερου- το χτίσιμο μιας νέας πλάσης.
Ο Γύφτος στο Δωδεκάλογο είναι ο ίδιος ο ποιητής που εκφράζει τις διανοητικές αγωνίες του και πιστεύω πως και στην Μελάχρα αναγνωρίζουμε τις λαχτάρες του Παντελή Χορν για ελευθερία έκφρασης και το πάθος του για το νεοελληνικό θέατρο.
Θα προσέθετα με θάρρος πως ο Παντελής Χορν, γνώριζε σίγουρα εκτός από το αριστουργηματικό Kαμίνι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, οπωσδήποτε κι όλους τους ποιητές και συγγραφείς που εμπνεύστηκαν από την «ελεύθερη» ζωή των τσιγγάνων -την άγρια και ανυπότακτη- κι ακόμη πως μελέτησε τα λαϊκά παραμύθια, την ζωή των μπουλουκιών της εποχής, αλλά και μυήθηκε με κάποιο τρόπο στα σύμβολα της Αλχημείας και στα μαγικά μυστικά της μεταστοιχείωσης, που έντεχνα συγκολλάει στη Μελάχρα του. Ακόμη είναι βέβαιον πως παρακολούθησε και αγάπησε το ευρωπαϊκό θέατρο, τον Σαίξπηρ και μελέτησε Ίψεν. Δεν είναι τυχαίο πως αναγνωρίζουμε στη Μελάχρα τα κλασσικά Ιψενικά τρίγωνα και την ίδια την Μελάχρα να εισβάλει στη σκηνή ως άλλη Χίλντε από τον Αρχιμάστορα Σόλνες. Αλλά εδώ ο Χορν τολμάει επιπλέον κάτι πρωτοποριακό. Απελευθερώνει τη σεξουαλικότητα των ηρώων από το «αποκρουστικό κουτί», μιας αστικής κοινωνίας -που καταπνίγει την ηδονή μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Η επιθυμία δεν είναι πλέον ένα βρώμικο μικρό μυστικό, ένα ενδόμυχο θέατρο, αλλά ένα καταπληκτικό εργαστήρι- «σιδεράδικο» της φύσης, όπου το δαιμονικό στοιχείο της λαγνείας, ρισκάρει να παίξει και να προκαλέσει την μοίρα, μέχρι θανάτου! Αυτό κατά την γνώμη μου, για την εποχή που γράφτηκε και ανέβηκε το έργο (1909) είναι επαναστατικό. Εύχομαι να μεταδώσω τη φλόγα της ψυχής του Παντελή Χορν και την αγάπη του για το ευρωπαϊκό θέατρο μέσα από την πολύχρωμη παράσταση μας» καταλήγει η Σοφία Φιλιππίδου.
Υπόθεση του έργου
Ο ερχομός της νεαρής Μελάχρας, κόρη μάγισσας, θα φέρει ανακατατάξεις στο χωριό των τσιγγάνων και κυρίως στη ζωή της Περουζέ. Η Μελάχρα, ψάχνει να βρει τον πρίγκιπα του παραμυθιού, που της έταξε για άντρα της η Βενετία και ζητά την φιλοξενία της. Η Μελάχρα περιπλανιόταν με μια ομάδα θεατρίνων, την οποία συνάντησε ο Νέδος που από τότε δεν μπόρεσε να ξεχάσει τα μάτια της. Με τον ερχομό της, η Μελάχρα κερδίζει τον έρωτα του Νέδου, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη η Περουζέ, δημιουργώντας στην δεύτερη την ανάγκη να εκδικηθεί. Με την Περουζέ ωστόσο, είναι ερωτευμένος ο Γιάσσαρης, γιος της Βενετίας, ο οποίος προσπαθεί επίμονα να την κερδίσει. Η Περουζέ πασχίζει να απαλλαγεί από την Μελάχρα και τον Γιάσαρη και να ξανακερδίσει την αγάπη του Νέδου, γι’ αυτό στήνει μια πλεκτάνη. Σχεδιάζει να οδηγήσει το βράδυ τους δύο ερωτευμένους στην σπηλιά του Γιάσσαρη και να στείλει τον Αγκούπη να τους σκοτώσει. Η Περουζέ συνήθιζε να χορεύει με τη συνοδεία του βιολιού του Τεμελκού και ο Αγκούπης κάθε φορά που άκουγε το βιολί έτρεχε να δει την Περουζέ να χορεύει. Έτσι η Περουζέ, αποφασίζει πως το σήμα του Τεμέλκου, για να ξέρει πότε να σκοτώσει τους δύο, θα είναι ο ήχος του βιολιού. Η Μελάχρα μόλις αντιλαμβάνεται το σχέδιο, επιστρατεύει την πονηριά της και στέλνει την Περουζέ στην ίδια της την παγίδα. Δημιουργεί ίντριγκα έτσι ώστε, να βρεθούν αντιμέτωποι μέχρι τελικής πτώσης ο Νέδος και ο Γιάσαρης. Η Περουζέ γνωρίζοντας πως ο Νέδος δεν έχει πολλές ελπίδες μπροστά στον Γιάσαρη, αποφασίζει με την παρότρυνση της Μελάχρας, να αποδεχτεί την πρόταση του Γιάσαρη και να φύγει μαζί του στη σπηλιά, προκειμένου να σώσει τη ζωή του αγαπημένου της Νέδου. Η Μελάχρα εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και καθώς ο Αγκούπης δεν θα έβλεπε μέσα στο σκοτάδι ποιον σκοτώνει, δίνει την εντολή να παίξει ο Τεμέλκος το βιολί του. Και ενώ η Μελάχρα χορεύει στους ρυθμούς του βιολιού, ο Αγκούπης σκοτώνει την Περουζέ και τον Γιάσαρη στη σπηλιά.
Παντελής Χορν, ο πρωτεργάτης του νεοελληνικού θεάτρου του 20ού αιώνα
Ο Παντελής Χορν (1 Ιανουαρίου 1881 - 1 Νοεμβρίου 1941) υπήρξε θεατρικός συγγραφέας σημαντικών έργων του ελληνικού δραματολογίου του 20ού αιώνα και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού σώματος. Γεννήθηκε στην Τεργέστη της Ιταλίας από τον Γερμανοεβραϊκής καταγωγής χρηματιστή Δημήτριο Χορν και τη Σταματίνα Κουντουριώτη της γνωστής εφοπλιστικής οικογενείας της Ύδρας. Ήταν δηλαδή εγγονός του Παντελή Κουντουριώτη, δισέγγονος του Λάζαρου Κουντουριώτη και ανιψιός του Παύλου Κουντουριώτη (δεύτερος εξάδελφος της μητέρας του), πρώτου Προέδρου της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Είχε επίσης έναν αδερφό, τον Λάζαρο Χορν.
Η οικογένεια εγκαθίσταται οριστικά στην Ελλάδα το 1888. Ακολουθώντας την ναυτική παράδοση της μητρικής οικογένειας, τον Οκτώβρη του 1895 εγγράφεται στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Το 1905 προάγεται σε Ανθυποπλοίαρχο. Ωστόσο αυτό που αγαπούσε να κάνει ήταν άλλο...
Γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά: Εκεί λοιπόν που λαχταρούσα την αγκαλιά της Μελπομένης, ο Ποσειδών με κρατούσε αιχμάλωτο και δεν με άφηνε να κάνω βήμα. Όργωνα τη θάλασσα με τον «Πηνειό» και μέσα στις τρικυμίες της συλλογιζόμουν την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Ήρθαν στιγμές που απογοητεύτηκα. Ήθελα την ελευθερία μου. Ξαπλωμένος στην κουκέτα μου, ονειρευόμουν θεατρικά παρασκήνια.Ο θεατρολόγος Βάλτερ Πούχνερ τον χαρακτήρισε πρωτεργάτη του νεοελληνικού θεάτρου του 20ού αιώνα. Μαζί με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Σπύρο Μελά, θεωρούνται οι αξιολογότεροι θεατρικοί συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Έχει γράψει πάνω από 30 θεατρικά έργα -αν και δεν σώζονται παρά μόνο 12 πολύπρακτα και 4 μονόπρακτά του- γνωστότερα των οποίων είναι Οι Πετροχάρηδες, Το φυντανάκι, Το Μελτεμάκι, Ο Σέντζας, έργα τα οποία παίζονται και μέχρι σήμερα. Τα έργα του ανέβασαν οι σημαντικότεροι θίασοι και ηθοποιοί, όπως ο Βασίλης Αργυρόπουλος, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μαρίκα Κοτοπούλη και φυσικά η Κυβέλη, με την οποία τους συνέδεε και βαθιά πολύχρονη φιλία. Συνεργάστηκε επίσης με τις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες της εποχής του ως χρονογράφος, και σποραδικά ως θεατρικός κριτικός.
Παρόλο που ο Παντελής Χορν μεσουράνησε στο θεατρικό στερέωμα της πρωτεύουσας επι τριάντα χρόνια τελικά αποσύρθηκε μ’ ένα πικρό συναίσθημα αποτυχίας. Ένα χρόνο πριν το θάνατο του σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετική με το γιατί δε γράφει θέατρο πια, εκείνος απάντησε: Η απάντηση αν και δεν είναι ευχάριστη για μένα, είναι πάντως η πραγματική. Σαν ξεκίνησα γράφοντας έπλαθα του κόσμου τα όνειρα για ότι σκεφτόμουν να δημιουργήσω. Ήρθε όμως κάποια στιγμή που κατάλαβα πως εκείνο που ήθελα δεν μπορούσα να το πετύχω, γιατί έλειπαν οι δυνάμεις για τέτοιο πράγμα. Έτσι λοιπόν σταμάτησα κι εγώ το γράψιμο.
Ο Παντελής Χορν πέθανε από καρκίνο την 1 Νοεμβρίου 1941 στην Αθήνα.
Πηγή: Παντελής Χορν Α’ και Β’ τόμος έκδοση Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία /δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Φιλιππίδου
Μουσική: Ματούλα Ζαμάνη
Μουσικοί:
Ρία Ελληνίδου-κρουστά
Κωστας Νικολόπουλος-ηλεκτρική κιθάρα
Γιαννης Κονταράτος-βιολί
Ιφιγένεια σιδηροπουλου-σέηκερ
Νίκος Κόλλιας -Ηχοληψια,μίξεις,mastering
Σκηνικά /Κοστούμια: Σοφία Φιλιππίδου
Συνεργάτες σκηνογραφίας: Λία Ασβεστά και Κ.Φ.
Συνεργάτης ενδυματολογικού: Μάγδα Καλορίτη
Χορογραφίες: Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος
Φωτισμοί: Κώστας Αγγέλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου
Βοηθός σκηνογράφου/ Μάσκες: Γιώργης Παρταλίδης
Αφίσα /σχεδιασμός προγράμματος: Πέτρος Παράσχης
Τρέιλερ παράστασης: Κώστας Αυγέρης
Φωτογραφίες από την παράσταση: Πάνος Καραδήμας
Διεύθυνση παραγωγής: Μαίρη Φραγκιαδάκη
Παραγωγή Τ3χνη
Παίζουν με σειρά εμφάνισης:
Τατιάνα Μελίδου
Γιώργης Παρταλίδης
Ντίνος Φλώρος
Έλενα Μεγγρέλη
Θωμάς Καζάσης
Ρήνος Τζάνης
Δήμητρα Δερζέκου
Σπύρος Δούρος
Info
Παραστάσεις: από 6 έως 28 Μαΐου 2019
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Κυριακή, Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00
Εισιτήριο: 15 ευρώ (Κανονικό), 12 ευρώ (Φοιτητικό), 10 ευρώ (Ανέργων, ΑΜΕΑ, Άνω των 65, Ομαδικές Κρατήσεις άνω των 10 ατόμων)
Διάρκεια: 90 λεπτά
Χώρος: Θέατρο Σταθμός, Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα (Μετρό Μεταξουργείο), Τηλ.:210 52 30 267.