Πασχαλινά καρέ
Το Μύρο
Μεγάλη Τετάρτη και η Ακολουθία του Ιερού Ευχελαίου όδευε προς το τέλος.
″Εις ίασιν ψυχής και σώματος″. Έλεγε ο ιερέας και έχριζε έναν έναν τους πιστούς στο μέτωπο, στα μάγουλα και τα χέρια. Η Μαρία μυρωμένη με τη χάρη του Θεού και με φανερά τα σημεία του αγιασμένου ελαίου στο πρόσωπο και τα χέρια φάνηκε στο κατώφλι της εκκλησίας αστράπτουσα μέσα στο floral φόρεμά της. Την ίδια στιγμή η διακοσάρα μερσέντες έμπαινε βιαστικά στον κάθετο δρόμο της εκκλησίας και φρενάρησε απότομα μπροστά κλείνοντας την είσοδο. Αγρότης με στολή παραλλαγής πετάχτηκε από το αυτοκίνητο και ρώτησε τη μυροφόρο Μαρία: Τώρα δίνουν το μύρο; Με την καταφατική απάντηση όρμησε στο ναό για να προλάβει.
Το βαμβάκι, το βαμβάκι, του φώναξε η σύζυγος από το ανοιχτό παράθυρο. Η οικογένεια παρέμεινε στο αυτοκίνητο. Πήρε ένα πακέτο βαμβάκι και μπήκε στην εκκλησία. Από τους τελευταίους βρέθηκε μπροστά στο ιερέα.
″Εις ίασιν ψυχής και σώματος″ είπε ο ιερέας και τον έχρισε. Δεν φάνηκε να το κατάλαβε. Με λαδωμένο το πρόσωπο και άθικτο το βαμβάκι κατευθύνθηκε προς τον νάρθηκα για να ζητήσει το μύρο. Εκεί, ευγενική νεωκόρος του πρόσφερε μπατονέτες ευχελαίου τυλιγμένες σε αλουμινόχαρτο. Εξήλθε με την ευχή του ελαίου σε μερίδες μιας χρήσης. Μπήκε στην μερσέντες κι` έγινε καπνός...
Η κολώνια
Στην κορύφωση του Θείου δράματος το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής η εκκλησία γέμισε ασφυκτικά. Ο λαός συγκεντρωμένος γύρω από τον στολισμένο με λεμονανθούς επιτάφιο ψάλλει και συμπάσχει:
″Οίμοι, φως του κόσμου!
Οίμοι, φως το εμόν!
Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν,
η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς″.
Αίφνης την κατάλληλη - ακατάλληλη ώρα του απόλυτου πένθους και εν μέσω κατάνυξης, εμφανίστηκαν λαϊκοί στην υπηρεσία του Ναού, κρατώντας πανέρια με μωβ ύφασμα και ασημί δοχείο με στενό στόμιο εμπεριέχον κολώνια. Βγάζουν δίσκο, σιγοψιθύριζαν οι κυρίες και έψαχναν στο πορτοφόλι για κέρματα. Όταν ακουγόταν ο ήχος του νομίσματος, ράντιζαν με κολώνια τα χέρια των πιστών. Απροετοίμαστοι οι περισσότεροι έχαναν την κολώνια.
″Θέλω κι` εγώ κολώνια, θέλω κολώνια″ πλάνταξε ο μικρός που δυσκολευόταν να καθήσει φρόνιμος. Ο πατέρας του εκνευρισμένος αναγκάστηκε να τον βγάλει έξω για να μη γίνουν ρεζίλι. Έχω κάρτα, του είπε αγριεμένος τραβώντας τον από το χέρι. Δεν κρατάω κέρματα. Το πλαστικό χρήμα - ο Αντίχριστος είχε βάλει το χέρι του μέρα που ήταν!
Χαθήκανε τα κέρματα, εχάθη κι` η κολώνια.
Θείον και ανθρώπινο δράμα
Μεγάλη Παρασκευή και μετά τον Επιτάφιο στην Αρχαία Πόλη, οι Χριστιανοί κάθησαν για τα νηστίσιμα. Οι κουρασμένοι από την περιφορά πιστοί αναπαύθηκαν σε κοντινό μεζεδοπωλείο με ελληνική σημαία για τη λιγούρα.
Ο ιδιοκτήτης με ανοιχτό πουκάμισο και χρυσό σταυρό στο στήθος, καλησπέρισε και πήρε την παραγγελία. Να ρίξω στη φωτιά και τρια κιλά παϊδάκια; τόλμησε, τάχα γι`αστείο. Το προσπέρασαν και ρίχτηκαν στα θαλασσινά. Καλαμάρια , χταπόδια και πατατούλες εμφανίστηκαν στο μακρόστενο τραπέζι και εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας.
Ενώ η νηστεία καλά κρατούσε δυο βαριεστημένα γιγαντόσωμα σκυλάκια πλησίασαν το τραπέζι κουνώντας τις ουρές τους. Μια από τις κυρίες της παρέας μετακινήθηκε ενοχλημένη. Ίσως και να φοβήθηκε. Καλέ, μη φοβάστε ακούστηκε και πάλι η φωνή του ιδιοκτήτη. Νηστεύουν κι` αυτά. Ορμάνε μόνο σε Αλβανούς, γύφτους και πρεζόνια. Και από που τους ξεχωρίζουν, αναρωτήθηκε φωναχτά απορημένος ένας χριστιανός. Από τη μυρωδιά, απάντησε σίγουρος ο ταβερνιάρης. Και στους εμπόρους ναρκωτικών, ορμάνε και σ` αυτούς; τόλμησε να ρωτήσει θυμωμένος πιστός, με όσφρηση και γνώση του κόσμου που ήταν μικρός. Απάντηση όμως δεν πήρε.
Ο ταβερνιάρης εξαφανίστηκε στην κουζίνα γιατί είχε δουλειά, όπως επίσης και οι φιλικοί προς αυτόν θαμώνες από το διπλανό τραπέζι που άδειασε στο λεπτό.
Πράγματι ο κόσμος ήταν μικρός.
Tablet Ανάσταση
Νύχτα γιομάτη θάματα, η Αναστάσιμη του Μεγάλου Σαββάτου και οι χριστιανοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της χαρμόσυνης καμπάνας με εορταστική εμφάνιση σε αναμονή του Θείου φωτός. Η εις Άδου Κάθοδος, η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του θανάτου σηματοδοτούσε την τελική νίκη της ζωής. Με πασχαλινές λαμπάδες έφτασε στο Ναό και η οικογένεια της Αναστασίας. Εκείνη έβγαλε από τη τσάντα της το βιβλίο των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας και διάβαζε ευλαβικά:
″ Ότε κατήλθες προς τον θάνατον,
η ζωή η αθάνατος,
τότε τον άδην ενέκρωσας
τη αστραπή της θεότητος″.
Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια της και έκπληκτη παρατήρησε στην μπροστινή σειρά, αρκετούς να ασχολούνται με το κινητό τους τηλέφωνο. Ώρα που βρήκαν! Δεν σέβονται τίποτα, σκέφθηκε η ηλικιωμένη γυναίκα. Ακόμα και tablet είδε να κρατάει κάποια. Ο νους της αποσπάστηκε από το Ευαγγέλιο της Ανάστασης και κολαζόταν με αυτά που έβλεπε. Με το τέλος της θείας λειτουργίας και την μεταφορά του Αναστάσιμου Φωτός στο σπίτι, τα εγγόνια της έλυσαν και την απορία της. Οι πιστοί δεν έπαιζαν με το tablet, όπως νόμιζε εκείνη. Διάβαζαν την αναστάσιμη ακολουθία από ειδική για το tablet έκδοση. Η νέα τεχνολογία ήταν παντού.
Σημεία και sms των καιρών! Όσοι πιστοί προσέλθετε!