Ο ΣΥΡΙΖΑ πάει ΜΠΙΕΝΑΛΕ
Η προϊστορία Mr Stigl
Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι που η συμμετοχή της Ελλάδας στην διεθνή εικαστική έκθεση της Βενετίας που γίνεται κάθε δύο χρόνια - τη λεγόμενη Μπιενάλε - έχει τεράστια σημασία για την εγχώρια, καλλιτεχνική κοινότητα.
Η Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε στους κήπους της Λαγκούνας το 1934 με μίαν ομάδα καλλιτεχνών που ξεπερνούσαν τους 55 και μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν ονόματα σαν του Ουμβέρτου Αργυρού, του Αγήνορα Αστεριάδη, του Μιχαήλ Αξελού, του Περικλή Βυζάντιου, της Κούλας Μπεκιάρη, της Θάλειας Φλωρά-Καραβία, του Ανδρέα Γεωργιάδη, του Δημήτριου Γερανιώτη, του Λουκά Γεραλή, του Γεωργίου Γουναρόπουλου, του Ορέστη Κανέλλη, της Σόφιας Λασκαρίδου, της Αγλαΐας Πάπα των γλυπτών Γεωργίου Δημητριάδη, Αντώνη Σώχου, του Μιχάλη Τόμπρου, Μπέλλας Ραυτοπούλου, των χαρακτών Ευθύμη Παπαδημητρίου, του Άγγελου Θεοδωρόπουλου και μία μικρή αναδρομική του σκηνογράφου Πάνου Αραβαντινού.
Επικεφαλής της επιτροπής που επέλεξε την πλουραλιστική όντως αυτή εικαστική ομάδα των νέων και των παλαιών, των μοντέρνων και των κλασικών ήταν ο πολύς Αντώνης Μπενάκης με τον Ουμβέρτο Αργυρό ο οποίος παράλληλα εξέθετε και τον Νίκο Καλογερόπουλο ο οποίος έγραψε και την εισαγωγή του καταλόγου. Στην επόμενη διοργάνωση, το 1936, ο Αντώνης Μπενάκης με τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου τον Ουμβέρτο Αργυρό αλλά και τον πρίγκιπα Παύλο, τον μετέπειτα Βασιλέα επέλεξαν να στείλουν πάλι τον ...Αργυρό, την Αγλαΐα Παππά, τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, τον πρίγκιπα Νικόλαο που ήταν, εκτός από γαλαζοαίματος και ζωγράφος, τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, μέλος της επιτροπής όπως είπαμε, τον Νίκο Περαντινό, τον Λυκούργο Κογεβίνα, τον Μάρκο Ζαβιτσιάνο και επίσης να οργανώσουν μικρές ατομικές του Κωνσταντίνου Μαλέα και του Νικολάου Λύτρα. Αυτή τη φορά παρότι ισχύει το ίδιο πλουραλιστικό πνεύμα αποστέλλονται μόνο 25 ζωγράφοι, δύο γλύπτες και δύο χαράκτες.
Το 1938 στην 21η, την λεγόμενη φασιστική Biennale, την Ελλάδα εκπροσωπούν ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Μιχαήλ Τόμπρος και ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος με επίτροπο τον Αντώνη Μπενάκη και με θεωρητικό τον Παντελή πρεβελάκη. πρόκειται για μίαν από τις πλέον επιτυχημένες, ελληνικές συμμετοχές στον θεσμό με τον Κωνσταντίνο Παρθένη να διακρίνεται ιδιαίτερα και με τον Παντελή Πρεβελάκη να εισπράττει τα εύσημα αυτής της επιτυχίας.
Το 1940 παρά την διαφαινόμενη κρίση ανάμεσα στις σχέσεις Ελλάδας και Ιταλίας η ίδια πάλι θεωρητική ομάδα αποστέλλει τους ζωγράφους Αγήνορα Αστεριάδη, Ιωάννη Μηταράκη, Παύλο Ροδοκανάκη και Δημήτρη Βιτσώρη μαζί με τους γλύπτες Γεώργιο Ζογγολόπουλο, Κώστα Παπαχριστόπουλο και Μπέλα Ραυτοπούλου. Την ομάδα συμπληρώνουν τρεις χαράκτες, ο Δημήτρης Γιαννουκάκης, ο Αλέξανδρος Κορογιαννάκης και ο Ευθύμης Παπαδημητρίου. Αυτή τη φορά το θεωρητικό κείμενο υπογράφει ο εστέτ Δημήτρης Ευαγγελίδης. Ήδη παρατηρούμε την εξαιρετική, ποιοτική εξέλιξη που ισχύει από το 1934 έως 1940. Παρότι η δικτατορία συνεχίζεται εν τούτοις οι επιλογές των ειδικών είναι όλο και περισσότερο μοντερνιστικές ενώ η διοργάνωση εμφανίζεται άκρως επαγγελματική. Για την εικαστική μας κοινότητα η Μπιενάλε αποτελεί τον κορυφαίο, διεθνή θεσμό και το ύπατο κριτήριο των δικών της επιδόσεων. Μια συμμετοχή στην Μπιενάλε συνιστά την υψίστη αναγνώριση, κάτι που δεν φτάνουν τα βραβεία των Πανελληνίων Εκθέσεων που δίδονται στο Ζάππειο περίπου κάθε διετία, αρχής γενομένης από το 1938.
Την επόμενη δεκαετία ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά και ο Εμφύλιος που αμέσως μετά ξεσπά στην Ελλάδα, δεν θα επιτρέψουν στο ελληνικό κράτος να ανταποκριθεί στο θεσμό. Είναι πάντως χαρακτηριστικό πως το 1948 και ενώ το ελληνικό, αδελφοκτόνο δράμα οδεύει προς το τέλος του στις κορυφές του Γράμμου και του Βίτσι, η διάσημη γκαλερίστα και συλλέκτρια μοντέρνας τέχνης Πέγκυ Γκουγκενχάιμεπωφελείται της μη ελληνικής συμμετοχής και του άδειου περιπτέρου μας για να στήσει εκεί, και για πρώτη φορά εκτός Αμερικής, την περίφημη, έκτοτε, συλλογή της. Η πράξη αυτή αποκτά σήμερα έναν ιδιαίτερα συμβολικό χαρακτήρα καθώς είναι τότε που η Αμερική γίνεται και πολιτιστικά επικυρίαρχη στην Ευρώπη με την Ελλάδα επίσης απούσα, συμβολικά και ουσιαστικά, λόγω των αιωνίων, εμφυλίων ερίδων της.
Βρισκόμαστε πια στο 1950 με την Ελλάδα να επουλώνει τις πληγές της και να συμμετέχει μετά από δέκα χρόνια στην 25η Μπιενάλε - είχαν προηγηθεί η 23η και η 24η - στέλνοντας τους ζωγράφους Γεώργιο Γεωργιάδη, Γεώργιο Μπουζιάνη και Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον γλύπτη Θανάση Απάρτη και τον χαράκτη Α.Τάσσο.
Στην επόμενη διοργάνωση, το 1952, πάλι δεν συμμετέχει η Ελλάδα και το κενό περίπτερο μας καταλαμβάνει η Ολλανδία μ′ ένα αφιέρωμα στον νεοπλαστικισμό, τον Piet Mondrian και το καλλιτεχνικό κίνημα de stijl. Το 1954 επιτέλους εκμοντερνιζόμαστε, ακολουθούμε απόλυτα το πνεύμα της εποχής και αποστέλλουμε, με επίτροπο τον Δημήτρη Ευαγγελίδη, έναν μόνο καλλιτέχνη και μάλιστα τον σουρεαλιστή και συχνά λοιδορούμενο εν Αθήναις Νίκο Εγγονόπουλο. Σοκ και δέος! Από το 1956 ο Σωτήρης Μεσσήνης πρώτα και ο πολυδιάστατος Τώνης Σπητέρης ύστερα, επί μία δεκαετία, θα αναμορφώσουν απόλυτα το επίπεδο και την αισθητική της ελληνικής συμμετοχής δημιουργώντας ένα εξαιρετικά θετικό προηγούμενο για την σύγχρονη, καλλιτεχνική μας δημιουργία. Η επιβολή της δικτατορίας θα δημιουργήσει και εδώ μία μικρή αισθητική καταστροφή και μία δραματική οπισθοδρόμηση.
Από την Κονιόρδου στην Ζορμπά
Στις 3 Ιουλίου 2018 το ρεπορτάζ της Μαίρης Αδαμοπούλου στα Νέα αναφέρει ότι η εννεαμελής επιτροπή του ΥΠΠΟΑ για την Μπιενάλε Βενετίας συγκροτηθείσα από την υπουργό Λυδία Κονιόρδου, επέλεξε ως ελληνική συμμετοχή την πρόταση της Κατερίνας Τσέλου, βοηθού του Άνταμ Σίμτσικ στην 14η Documenta της Αθήνας με τίτλο Αιωρήσεις. Λεπτομέρεια: μέλος της επιτροπής είναι η Συραγώ Τσιάρα, αναπληρώτρια διευθύντρια του MOMus Θεσσαλονίκης. Στην έγκυρη Αυγή της 31/7/2018 διαβάζουμε σε ρεπορτάζ της Πόλυς Κρημνιώτη:
″ ... Οι τρεις θέλουμε να κάνουμε ένα περιβάλλον συγκλίνον” λέει στην «Αυγή» ο Πάνος Χαραλάμπους, εικαστικός και πρύτανης της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Οι πρώτες συζητήσεις έγιναν με νωπή ακόμα την επίσημη συμμετοχή των Ελλήνων καλλιτεχνών στην Documenta. «Ήταν ενθουσιώδη τα πράγματα για τους Έλληνες εικαστικούς που βρεθήκαμε στο Κάσελ». Εκεί δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα για «μια ανοιχτή εγκατάσταση, όπου προσδοκούμε να επιτελεστεί ένα γεγονός, όχι μια στατική εικόνα που θα προδιαγραφεί» διευκρινίζει. Μπορεί ακόμα να μην υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, στα υλικά και στη συγκεκριμένη δομή του έργου, ωστόσο επισημαίνει ότι «το ενδιαφέρον και το διακύβευμα της πρότασής μας είναι να συντελεστεί ένα γεγονός το οποίο θα πατά στις προδιαγραφές του καθενός από τους τρεις. Το πρωτεύον είναι να συντελεστεί αυτό. Το έργο μας έχει ένα άρωμα μεταπολιτευτικού ελληνικού βίου στον οποίο ζούμε και ζωνόμαστε και οι τρεις» καταλήγει.
Μια «πολυφωνική και πολυεπίπεδη εκδοχή ενός εναλλακτικού αλλά ενεργού παρόντος» θα επιδιώξουν να δημιουργήσουν οι τρεις καλλιτέχνες «μέσα από διαφορετικές στρατηγικές και πρακτικές, αλλά με κοινά ενδιαφέροντα», όπως σημειώνουν στο κοινό κείμενό τους που διένειμε το υπουργείο Πολιτισμού. Η πρότασή τους «επιθυμεί να δημιουργήσει τη συνθήκη ενός ενεργού παρόντος. Φωνές και ιστορίες αναδύονται στο παρόν, αιωρούνται στον χώρο, τον στοιχειώνουν και δημιουργούν νέες σχέσεις και πιθανότητες για το μέλλον. Με την ένταση του ακαριαίου -ερμηνεύοντας δηλαδή το παρελθόν αυτό με τρόπο συνειρμικό και διαισθητικό, με εκφραστική ελευθερία ως προς τις συνδέσεις και τις αναπαραστάσεις του- αλλοιώνεται το παρόν και ανοίγονται νέες δυνατότητες. Η επανεξέταση του παρελθόντος και των ματαιώσεών του, η αίσθηση απώλειας και πώς αυτή καθορίζει συλλογικές / εθνικές επιθυμίες και στρατηγικές, η επαναδιαπραγμάτευση της Ιστορίας και των θεσμών που τη δημιουργούν και η ανάδειξη εναλλακτικών ιστοριών που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ηγεμονική της αφήγηση είναι από τους κύριους άξονες της πρότασης» επισημαίνουν, προσθέτοντας ότι με το έργο τους «θα συνδιαλλαγούν οργανικά στον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο του περιπτέρου αλλά και πέρα απ′ αυτόν».
Η εικαστική πρόταση των τριών καλλιτεχνών επιλέχθηκε ανάμεσα σε 35 υποψηφιότητες που έφτασαν μετά την ανοιχτή πρόσκληση του υπουργείου Πολιτισμού τον περασμένο Μάρτιο. Εκείνη την περίοδο άλλωστε συγκροτήθηκε και η εννεαμελής γνωμοδοτική επιτροπή την οποία απαρτίζουν οι Ν. Χαραλαμπίδης, Ξ. Σαχίνης, Ξ. Μπήτσικας, Μ. Τσίκουτα, Στ. Σχιζάκη, Σ. Τσιάρα, Ευ. Δημητρέας, Εμ. Μαυρομάτης και Μ. Κωστάκης, ενώ την ευθύνη για την υλοποίηση της εθνικής εκπροσώπησης θα έχει το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με την ιδιότητα του επιτρόπου, ακολουθώντας την πρακτική των τελευταίων χρόνων της εκ περιτροπής ανάθεσης της παραπάνω ιδιότητας σε μουσειακούς φορείς που εποπτεύονται από το ΥΠΠΟΑ και έχουν ως αντικείμενο τη σύγχρονη τέχνη...”
Είναι προφανές και από τα δύο δημοσιεύματα ο τίτλος της συμμετοχής είναι ”Αιωρήσεις” και βέβαια επουδενί εμφανίζεται ο μυστηριώδης κύριος Stigl ούτε οι εμφυλιοπολεμικές αναφορές που εν τέλει θα ”καταλάβουν” το ελληνικό περίπτερο ένα χρόνο αργότερα.
Τι συνέβη εν τω μεταξύ;Είναι προφανές ότι η επιτροπή άλλην έκθεση επέλεξε, οι καλλιτέχνες άλλη ιδέα υποστήριξαν θεωρητικά, η επιμελήτρια άλλο concept υπέβαλε αλλά ένα χρόνο αργότερα, το 2019, στη Βενετία συνέβησαν πράγματα εντελώς διαφορετικά. Προφανώς η αλλαγή της Λυδίας Κονιόρδου με την Μυρσίνη Ζορμπάάλλαξε και το κυρίαρχο concept της Ελληνικής συμμετοχής λίγο πριν από την ιδιοφυή απόφαση της νέας υπουργού να στείλει στα Σκόπια τον Δρομέα του Βαρώτσου. Επιπλέον η ομάδα φορτώθηκε την Συραγώ Τσιάρα ως εθνική επίτροπο, πλάι στην ευλόγως δύσθυμη κυρία Τσέλου η οποία πλέον Τσιάρα θα επωμιστεί το βάρος της ουσιαστικής πρότασης. Υπενθυμίζεται ότι παράλληλα η εν λόγω ιστορικός τέχνης διορίστηκε από την Ζορμπά υπεύθυνη για την έκθεση των συλλογών του ΕΜΣΤ μετά την σκηνοθετημένη αποτυχία του πανελληνίου διαγωνισμού για εξεύρεση νέου διευθυντή. Και σ’αυτό το σκάνδαλο, η Συραγώ να σύρεται παντού, πάλι η απόλυτη σιωπή και από τα ΜΜΕ και από τους ειδικούς που ενεπλάκησαν στις επιτροπές της ντροπής. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει πολιτιστική πολιτική, δεν κουνιέται φύλλο. Κυριολεκτικά!
Στη συνέχεια ο Ζάφος Ξαγοράρης θα αναλάβει να αναδιαμορφώσει την πρόσοψη του νεοβυζαντινού περιπτέρου μας δημιουργώντας ένα απείκασμα Mακρονήσου με το δυσοίωνο 1948 να κυριαρχεί. Πολιτική τέχνη; Μάλλον πολιτική σπέκουλα προς το κόμμα από τρεις καθηγητές ΑΕΙ, δηλαδή από τρεις συστημικούς καλλιτέχνες που πρωταγωνίστησαν επίσης στην πρόσφατη Documenta του Σίμτσικ με τον ίδιο μάλιστα να γράφει κείμενο στον εθνικό κατάλογο!
Έψαξα τον Τύπο σχετικά μήπως βρω κάποια δήλωση η διαμαρτυρία της επιτροπής ή των καλλιτεχνών για την προφανή αλλαγή του σκεπτικού αλλά δεν εντόπισα τίποτα. Όλα είναι καλώς καμωμένα. Η παρέμβαση της υπουργού και των συμβούλων της είναι προφανές πως βρίσκεται υπεράνω κριτικής.
Όπως είναι προφανές πως η πολιτική ηγεσία του υπουργείου αλλά και οι επιλεγμένοι καλλιτέχνες είχαν αποφασίσει να αισθητικοποιήσουν στο όνομα του πιο θολού μοντερνισμού και της ακόμη πιο θολής ψευδοθεωρίας την επίσημη, προεκλογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στην φετινή Μπιενάλε Βενετίας. Με άλλα λόγια είχαν αποφασίσει να εμμείνουν στο έντονα διχαστικό κλίμα που είχε δημιουργήσει ήδη ο πρωθυπουργός πλειοδοτώντας σε αναφορές Εμφυλίου, Μακρονήσου κλπ. Δηλαδή στην στερεότυπη εικόνα μιας αριστερής μυθολογίας η οποία ανέσυρε για τις ανάγκες του 2019 και την μνημονιακή πολιτική τον Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο στον νεοελληνικό Παρθενώνα κλπ. Και βέβαια το δίπολο ”οι κακοί δεξιοί που τιμωρούν τους καλούς αριστερούς” όπως μάλλον θα συμβεί όχι συμβολικά αλλά ρεαλιστικά και στις προσεχείς εθνικές εκλογές.
Και ως προς την αμιγώς καλλιτεχνική διάσταση των πραγμάτων θα έλεγα πως οι τρεις, μάλλον κορεσμένοι και κουρασμένοι από τις πολλές ευθύνες, όμοια με τον πρωθυπουργό, καλλιτέχνες παρουσίασαν ένα αδιάφορο, ξαναζεσταμένο φαγητό, κορεσμένο κι αυτό από υπερθεωρητικές αναφορές που ελάχιστα όμως ταιριάζουν στο γενικότερο κλίμα μιας Μπιενάλε αλλά και στην ειδικότερη συνθήκη μιας περιφερειακής συμμετοχής σαν την ελληνική.
Αντί να καταδειχθούν οι δυναμικές, θετικές ή αρνητικές, σχέσεις κέντρου και περιφέρειας, γενικής ιστορίας και ιστορίας της καθημερινότητας, των αντιφάσεων του παρόντος απέναντι στα στερεότυπα του παρελθόντος και τέλος πάντων να υποστηριχθεί γενναία και ειλικρινά η Ελλάδα του σήμερα και η σύγχρονη τέχνη της, επελέγη μία μίζερη, παλαιομοδίτικη σκηνογραφία η οποία έγινε ελάχιστα αντιληπτή από το διεθνές κοινό - όπως ήταν φυσικό - και γέμισε τους λιγοστούς Έλληνες που την είδαν in situ είτε αμηχανία είτε, το χειρότερο, αδιαφορία. Ειλικρινά πιστεύω πως και οι τρεις, όχι ατάλαντοι δημιουργοί, θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν περισσότερο και τη φιλία τους αλλά και την ευκαιρία να εκπροσωπήσουν την σύγχρονη τέχνη μας δημιουργώντας κάτι πολύ πιο ζωντανό και πιο άμεσο. Προσωπικά πάντως νομίζω πως η η ελληνική παρουσία βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά στην μαγική αναδρομική του Γιάννη Κουνέλλη. Μια έκθεση με συνείδηση της Ιστορίας, δέος της ποίησης και βαρύνουσες, ως εκ τούτου πολιτικές συμπαραδηλώσεις ( Palazzo Corner, Ca’ Della Regina).
Φωτογραφίες: 1.Συμβολικά δημοσιεύω ένα ελεγειακό έργο του πρόωρα χαμένου Λευτέρη Κανακάκι από την περίοδο της Χούντας που βέβαια δεν πήγε ποτέ Μπιενάλε όπως δεν πηγαίνουν Μπιενάλε όσοι και όσες υπερασπίζονται ανάλογα πράγματα με αυτόν. Δηλαδή τον εντόπιο, σύγχρονο Μύθο.
2. Η ΑΣΚΤ έχει πιο πολύ ενδιαφέρον έξω παρά μέσα. Εκεί που θάλλει, επιθετική και ανανεωμένη η ζωγραφική, σε πείσμα εκείνου του ακαδημοποιημένου μοντερνισμού που διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος ενώ ουσιαστικά ενδιαφέρει ελάχιστους.
3. Η Μυθική Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ το 1948, έξω από το ελληνικό περίπτερο ( περισσότερα στην β. έκδοση του ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΊΟΥ). 4. Η πρόσοψη του περιπτέρου μας σήμερα.