30 χρόνια μετά, το πιο «επαναστατικό» τραγούδι που γράφτηκε ποτέ, είναι ακόμη επίκαιρο
Προσοχή! Ακολουθούν spoilers της σειράς.
Στο πρώτο επεισόδιο της συγκλονιστικής σειράς του Netflix «When They See Us», τη νύχτα της 19ης Απριλίου του 1989, περίπου 30 αφροαμερικανοί έφηβοι πρωταγωνιστές της σειράς τρέχουν μέσα στο Central Park. Πέντε από αυτούς θα περάσουν πολλά χρόνια στη φυλακή, για έναν βιασμό που δεν έκαναν.
Η σκηνή που μπαίνουν στο πάρκο, ντύνεται μουσικά με το Fight the Power των Public Enemy, το πιο προβοκατόρικο και επαναστατικό τραγούδι όλων των εποχών, κατά το BBC.
Η επιλογή του τραγουδιού μπορεί να είναι λίγο άκυρη χρονικά (κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1989), αλλά είναι τέλειο για μια ιστορία που περιγράφει την εξωφρενική ρατσιστική έλλειψη δικαιοσύνης που βίωναν οι αφροαμερικανοί τη δεκαετία το ’80 στη Νέα Υόρκη.
Ήταν μια ιδιαίτερα ταραχώδης δεκαετία για την πόλη, με πολλές υποθέσεις αφροαμερικανών που πέθαναν στα χέρια όχλων ρατσιστών (Michael Griffith, Willie Turks) και αστυνομικών (Eleanor Bumpurs, Michael Stewart). Μια κατάσταση που περιγράφεται στην ταινία του Spike Lee, «Do the Right Thing», όπου ακούστηκε πρώτη φορά το τραγούδι.
Όπως και η σειρά του Netflix (που παρουσιάζει ακόμη και τον Τραμπ εκείνης της εποχής, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ), έτσι και το τραγούδι των Public Enemy, αλλά και η ταινία Spike Lee δημιουργήθηκαν για να αφυπνίσουν τον κόσμο.
Και χρειαζόταν ένα δυνατό political hip hop για να γίνει.
Οι Public Enemy από τη «γέννησή» τους το έκαναν αυτό με επιτυχία. Δημιούργησε ένα hip hop που ήταν ριζοσπαστικό τόσο πολίτικά όσο και σαν άκουσμα. Το Fight the Power είναι ένα κάλεσμα για δράση.
Ο Chuck έγραψε τους περισσότερους στοίχους στην Ευρώπη, όπου οι Public Enemy άνοιγαν το Run-DMC. «Ήξερα ότι έπρεπε να παρουσιάσω έναν ύμνο που θα απαντούσαν στα ερωτήματα που έθετε η ταινία», είπε ο Chuck.
Ήθελε να αναδείξει τους ήρωες των αφροαμερικανών, ρίχνοντας μπηχτές σε διάσημους «λευκούς» όπως ο Έλβις και ο Τζον Γουέιν («Straight up racist that sucker was, Simple and plain, Mother fuck him and John Wayne» ή «Most of my heroes don’t appear on no stamps»).
Όμως πέρασε και μηνύματα με ότι και τόσο άμεσο τρόπο.
Ξεκινώντας με βίντεο από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το Μάρτιο του 1963 στην Ουάσινγκτον, το βίντεο κλιπ, όπως το τραγούδι και η ταινία, δημιούργησε έναν προκλητικό διάλογο μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος της αφροαμερικανικής πραγματικότητας, για να αμφισβητήσει την κοινή αφήγηση περί προόδου. Πόσα άλλαξαν πραγματικά στις ΗΠΑ, τότε και τώρα;
Ενδιαφέρον στοιχείο για το τραγούδι και την ταινία: Ήταν η ταινία που επέλεγαν να δουν ο Μπαράκ Ομπάμα και η Μισέλ στο πρώτο τους ραντεβού.
Όμως οι Public Enemy δεν κατάφεραν να απολαύσουν τη μεγάλη του στιγμή. Μετά το βίντεο και πριν κυκλοφορήσει επίσημα το single, δέχτηκαν σφοδρές επιθέσεις για υποκίνηση βίας.
Παρόλο που είχε λογοκριθεί και είχε αποκλειστεί από πολλά mainstream ραδιόφωνα της εποχής, το τραγούδι πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και έγινε η «φωνή» για πολλές διαδηλώσεις: από διαδηλώσεις αφροαμερικανών φοιτητών στις ΗΠΑ, μέχρι τους αντιφρονούντες της Σερβίας το 1991, που έγινε ύμνος κατά του Μιλόσεβιτς.
Τον Αύγουστο, μετά την κυκλοφορία του, οι φυλετικές αντιπαραθέσεις στη Νέα Υόρκη έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με τη δολοφονία του 16χρονου Γιούσεφ Χάουκινς, που οδήγησε σε μια πραγματική μεγαλειώδη πορεία μέσα από το Μπρούκλιν (όπως στο βίντεο κλιπ) και συνέβαλε στην εκλογή του πρώτου αφροαμερικανού δημάρχου της Νέας Υόρκης, Ντέιβιντ Ντίνκινς. Το περιοδικό Time έγραψε ότι το Fight the Power, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο τραγούδι, απέδειξε ότι η hip hop μπορούσε να είναι «κάτι περισσότερο από ψυχαγωγία, κάτι περισσότερο ακόμα και από την έκφραση αλλοτρίωσης και δυσαρέσκειας (των φανς). Είναι μια μεγάλη κοινωνική δύναμη».
Πηγή: BBC