Σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας: Κι αν σταματούσαμε να μαδάμε την μαργαρίτα;
Το τελευταίο διάστημα, οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας έχουν γίνει αγαπημένο θέμα των ΜΜΕ, με τις σχετικές «αναλύσεις» του ποια εξέλιξη θα συνέφερε την χώρα μας και τις προβλέψεις για το τι τελικά αναμένεται να συμβεί, να μονοπωλούν το ενδιαφέρον.
Σημειώνοντας κατ’ αρχήν την σαφήνεια των επαναλαμβανόμενων δηλώσεων των Τούρκων αξιωματούχων, για τους στόχους και την στρατηγική της γειτονικής χώρας και πριν καταθέσουμε την άποψή μας για το κατά πόσο οι φιλοδοξίες της Άγκυρας να ηγηθεί του ισλαμικού χώρου είναι συμβατές με τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ αλλά και άλλων ισχυρών χωρών, ας καταγράψουμε πρώτα τα δεδομένα:
1.Η σημερινή κατάσταση στην Τουρκία
Η απόπειρα του πραξικοπήματος έδωσε την δυνατότητα στον Ερντογάν, μέσω της επιβολής του στρατιωτικού νόμου, νομοθετικών ρυθμίσεων αλλά και των Συνταγματικών τροποποιήσεων, να εδραιώσει την κυριαρχία του και να καταστεί ο απόλυτος άρχοντας της γειτονικής χώρας, προωθώντας την ισλαμιστική και εθνικιστική του ατζέντα, μέσω του ασφυκτικού ελέγχου της Τουρκικής κοινωνίας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Με τις αποστρατεύσεις που συνεχίζονται, την ενίσχυση της εγχώριας εξοπλιστικής βιομηχανίας, τις επαναλαμβανόμενες επεμβάσεις σε Συρία και Ιράκ και πιο πρόσφατα, την δυνατότητα εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας, προετοιμάζει έναν στρατό, τυφλό όργανο των διακηρυγμένων επιδιώξεών του.
Με την απόλυση 4.238 δικαστών και εισαγγελέων, στην θέση των οποίων προσλαμβάνονται δικηγόροι - μέλη του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ, καθώς και με τις Συνταγματικές αλλαγές που, μεταξύ άλλων, οριστικοποίησαν τον έλεγχο του Ανώτατου Δικαστηρίου από την εκτελεστική εξουσία, εξασφάλισε, στο διηνεκές, «φιλικές» δικαστικές αποφάσεις.
Με τις φυλακίσεις και διώξεις δημοσιογράφων, την κατάσχεση ή αναγκαστική μεταβίβαση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (πάνω από το 90% των ΜΜΕ πρόσκεινται στην κυβέρνηση) και τέλος, με την θεσμοθετημένη λογοκρισία του διαδικτύου, ελέγχει απόλυτα την ενημέρωση.
Με τις φυλακίσεις (συχνά σε απομόνωση ή με βασανισμούς), απολύσεις και διώξεις δεκάδων χιλιάδων πανεπιστημιακών, δασκάλων, αστυνομικών, συνδικαλιστών και άλλων δημοσίων υπαλλήλων (οι οποίοι εμποδίζονται να βγουν από την χώρα ή να βρουν αντίστοιχη δουλειά στον ιδιωτικό τομέα) και γενικότερα διαφωνούντων, με την υιοθέτηση συντηρητικών ισλαμιστικών αντιλήψεων στην παιδεία της χώρας και στην Τουρκική διασπορά και με την προώθηση «κατάλληλων» προσώπων σε όλη την κλίμακα του κυβερνώντος Κόμματος, καλλιεργείται ένα κλίμα φόβου και αυθαιρεσίας, που δεν αναμένεται να λήξει.
Με τις συνεχιζόμενες «αδρανοποιήσεις» (εκτελέσεις, τραυματισμούς ή συλλήψεις) εκατοντάδων Κούρδων, υποτίθεται τρομοκρατών, την αντικατάσταση των εκλεγμένων Κουρδικής καταγωγής δημάρχων από διορισμένα από το κράτος πρόσωπα ή (μετά τις τελευταίες δημοτικές εκλογές) από τους υποψήφιους δημάρχους του ΑΚΡ και τέλος με την απόρριψη του κλάδου ελαίας του Οτσαλάν, αναβαθμίζει την καταπίεση των Κούρδων.
Τέλος, με την ισλαμοποίηση και εκτουρκισμό (μέσω των εποίκων) της κατεχόμενης Κύπρου, αλλά και των περιοχών της Συρίας που έχει καταλάβει (Αφρίν) ή ζητά να ελέγχει («ζώνη ασφαλείας»), μεταβάλλει τα ισχύοντα δημογραφικά δεδομένα και δεν πρόκειται ποτέ να αποχωρήσει από εκεί, ούτε τυπικά, ούτε ουσιαστικά.
Όσοι, παρά τα πιο πάνω, σχολίαζαν ότι η οριακή ήττα του υποψηφίου Δημάρχου Κωνσταντινούπολης, πρώην Πρωθυπουργού, Γιλντιρίμ αποτελεί την αρχή του τέλους της εξουσίας του Ερντογάν, αποδείχτηκαν ονειροβάτες, όχι μόνο γιατί τελικά το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο αποφάσισε την επανάληψη των εκλογών στην Πόλη, αλλά και γιατί οι κατά καιρούς, γεμάτες αυτοπεποίθηση, δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου αλλά και η μεγάλη καθυστέρηση στην ανακοίνωση της σχετικής απόφασης, θα έπρεπε κάπως να τους υποψιάσουν. Πλέον, τα επόμενα 4,5 χρόνια δεν προβλέπεται καμιά εκλογική αναμέτρηση στην Τουρκία.
2.Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις παραδοσιακές παγκόσμιες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Ευρωπαϊκή Ένωση)
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις ρυθμίζονται κυρίως από τον τρόπο που οι χώρες αυτές αντιλαμβάνονται τα συμφέροντά τους, και η Τουρκία φαίνεται μέχρι τώρα να καταφέρνει να πείθει τις πολιτικές τους ηγεσίες και να επηρεάζει τις γραφειοκρατίες τους, προς όφελός της.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ καθορίζονται από την αντιδεοντολογική και παραβατική της συμπεριφορά, σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι σήμερα:
Η παραβίαση από την Τουρκία παλαιότερων κυρώσεων (εμπάργκο) κατά του Ιράν, μέσω ανταλλαγών με χρυσό, οδήγησε στην καταδίκη Τούρκου τραπεζίτη, ενώ μαρτυρία εμπλέκει τον ίδιο τον Ερντογάν.
Η ενίσχυση του ISIS στην Συρία, όπως τεκμηριώθηκε από την Ρωσία μετά την κατάρριψη του πολεμικού της αεροσκάφους, αλλά και από την εφημερίδα Cumhuriyet, μεταξύ άλλων, παραβίασε σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η Τουρκία πρωτοστατεί στην υπονόμευση του ρόλου του δολαρίου, ως διεθνούς νομίσματος στην αγορά πετρελαίου, μαζί και με άλλες χώρες.
Η φυλάκιση του ευαγγελικού ιερέα Μπράνσον, αποτέλεσε μια θρησκευτική αλλά και προσωπική προσβολή του Προέδρου Τραμπ. Σημειώνουμε ακόμα ότι η Τουρκία διώκει και εργαζόμενους στην Αμερικανική Πρεσβεία.
Η αποδεδειγμένη παραβίαση της νομιμότητας, μέσω «χορηγιών» στον πρώην στενό συνεργάτη του Αμερικανού Προέδρου και για μικρό διάστημα Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Φλυν, για να υποστηρίξει ακραία σχέδια της Τουρκίας, προκαλούν οργή σε μια δημοκρατική χώρα, όπως οι ΗΠΑ.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν, την Βενεζουέλα και την Ρωσία, πέραν της παραβίασης της υπάρχουσας Νομοθεσίας, θίγουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, αλλά και τα συμφέροντα των πιο στενών συμμάχων τους.
Τέλος, αναφέρουμε την στάση της Τουρκίας κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος, στην στρατιωτική βάση όπου φυλάσσονται οι πυρηνικές κεφαλές των ΗΠΑ, που βρέθηκε «πολιορκημένη» από Τουρκικά στρατεύματα και χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ρωσία είναι ανισοβαρείς, αφού επιτρέπουν στην Τουρκία να προωθήσει τους μακροπρόθεσμους οικονομικούς και στρατιωτικούς της στόχους, έναντι βραχυπρόθεσμων ωφελημάτων της Ρωσίας από την κατασκευή πυρηνικού σταθμού και την πώληση πυραυλικών συστημάτων S 400:
Στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, η Ρωσική Εταιρεία Rosatom έχει αναλάβει την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου, και εκατοντάδες Τούρκοι τεχνικοί και επιστήμονες, που προβλέπεται να εργαστούν στον σταθμό, εκπαιδεύονται στην Ρωσία. Παράλληλα, «μη κρίσιμα» εξαρτήματα των S400 θα κατασκευαστούν στην Τουρκία. Η Ρωσία θεωρεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διαρροής τεχνολογίας από αυτές τις Συμφωνίες και δεν έχουμε λόγο να το αμφισβητήσουμε. Δεδομένου όμως ότι στο παρελθόν υπήρξαν υπόνοιες ότι η Τουρκία σχεδιάζει να προχωρήσει στην κατασκευή πυρηνικών όπλων, ενώ είναι βέβαιο ότι εξελίσσει την τεχνολογίας κατασκευής πυραυλικών συστημάτων, η Ρωσία θα πρέπει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, αφού, ενδεχομένως, υπάρχει κίνδυνος να πυροδοτηθεί μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών σε όλη την Μέση Ανατολή, με ακόμα δυσμενέστερες δευτερογενείς επιπτώσεις και για την ίδια.
Κάθε χρόνο, δισεκατομμύρια δολάρια τουριστικού συναλλάγματος Ρώσων πολιτών καταλήγουν στην Τουρκία, ενώ σημαντικές είναι οι εξαγωγές Τουρκικών αγροτικών προϊόντων, όπως και η κατασκευαστική δραστηριότητα Τουρκικών Εταιρειών στην Ρωσία. Θυμίζουμε ότι την περίοδο της ψυχρότητας των σχέσεων Ρωσίας – Τουρκίας, η Τουρκία κατάφερε να αντικαταστήσει τους Ρώσους τουρίστες με πολίτες άλλων χωρών, όπως η Ουκρανία και η Γεωργία, ενώ η Ελλάδα απέτυχε ουσιαστικά να επωφεληθεί, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στην παροχή βίζας στους ενδιαφερόμενους, εξ αιτίας ελλείψεων προσωπικού στα προξενεία αλλά και μη εφαρμογής πρακτικών λύσεων, όπως η προκαταρκτική ηλεκτρονική υποβολή αιτήσεων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι σχέσεις της Τουρκίας με την Κίνα, με τελευταίο γεγονός της υπόγειας αντιπαράθεσης για τους Ουιγούρους, την απόφαση της Κίνας να κλείσει το προξενείο της στην Σμύρνη.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από την υποκριτική στάση όλων των πλευρών, την σαφή πολιτική της Τουρκίας και την (στην καλύτερη περίπτωση) πεπαλαιωμένη και αντιφατική στάση της πολιτικής ηγεσίας Ελλάδας και Κύπρου.
Οι στόχοι της Τουρκίας, στην παρούσα φάση, είναι κυρίως οικονομικοί, επιδιώκοντας την επέκταση της Τελωνειακής Σύνδεσης, αλλά και την κατάργηση της βίζας στους Τούρκους πολίτες που θα επισκέπτονται την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον σκοπό αυτόν, χρησιμοποιούν οικονομικά κανάλια επικοινωνίας, δηλαδή χώρες και επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει στο παρελθόν στην Τουρκία, αλλά και Εταιρείες δημοσίων σχέσεων, επωφελούμενες και από όσες συγκυρίες τους εξυπηρετούν, όπως το μεταναστευτικό κύμα. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν θέλει την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δε κατά καιρούς δηλώσεις του Ερντογάν περί ένταξης της Τουρκίας, αποτελούν παιχνίδια διαπραγμάτευσης.
Η Ελλάδα, έχει παρασυρθεί, εδώ και πολλά χρόνια, σε ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, που καταλήγει στην υποστήριξη του Τουρκικού αιτήματος. Η βάση αυτού του επιχειρήματος είναι προφανώς λανθασμένη, αφού κατά την γνώμη μου στηρίζεται σε απλουστευτικές λογικές, ότι δήθεν:
«Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας θα κρατήσει τους Τούρκους πολίτες ικανοποιημένους και ήσυχους». Στην πραγματικότητα, η οικονομική της ανάπτυξη αναβαθμίζει τους στρατιωτικούς της στόχους και ανατρέπει ταχύτερα την ισορροπία δυνάμεων.
«Η στρατηγική αυτή αποφεύγει την δημιουργία εντάσεων με την Τουρκία και ενισχύει τον έλεγχο της συμπεριφοράς της». Η ολοένα πιο φανερή επιθετικότητα της Τουρκίας κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και η αντίληψη της Τουρκίας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προσαρμοστεί στις δικές της αντιλήψεις και όχι το αντίστροφο, δείχνουν τα όρια της εικονικής πραγματικότητας, που ακόμη επιλέγουν Έλληνες και Κύπριοι πολιτικοί, προκειμένου να συνεχίσουν, όσο μακρύτερα γίνεται, το κίβδηλο success story αποτυχημένων επιλογών.
3.Συμπέρασμα - Είναι δυνατή μια άλλη πολιτική;
Με βάση τα πιο πάνω, γίνεται σαφές ότι η Τουρκική πολιτική δεν πρόκειται να αλλάξει. Όπως έχουμε και με άλλες ευκαιρίες τονίσει, ο Ερντογάν δεν τρελάθηκε ξαφνικά, αποφασίζοντας να αλλάξει την κάπως ηπιότερη προηγούμενη πολιτική του, απλά θεωρεί (δικαίως ή αδίκως, θα το πει η ιστορία) την τακτική αυτή ως τον γρηγορότερο και ασφαλέστερο τρόπο για να καταστήσει την Τουρκία Περιφερειακή υπερδύναμη, ηγέτιδα όλων των μουσουλμάνων. Η Ελλάδα και η Κύπρος, με τις κατευναστικές τους επιλογές απέναντι στην Τουρκική επιθετικότητα, καθημερινά επιβεβαιώνουν τα πεπερασμένα όρια των συγκεκριμένων πολιτικών.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, αλλά και με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, θα πρέπει να εξεταστούν στο πιο πάνω πλαίσιο. Ο φόβος «να τα βρει» η Τουρκία με τις ΗΠΑ και εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου να αποτελέσουν «αντάλλαγμα» της συμφωνίας, ή η ανησυχία μήπως η όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας οδηγήσει σε προκλητικότερη Τουρκική συμπεριφορά, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε κι αν είναι η εξέλιξη στις σχέσεις της Τουρκίας με τις άλλες χώρες, τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα των χωρών αυτών θίγονται από την αύξηση της Τουρκικής ισχύος και συνεπώς η όποια βελτίωση θα είναι προσωρινή και δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Σε ότι αφορά τις Μεγάλες Δυνάμεις λοιπόν, το ζητούμενο είναι αν θα μπορέσουν ποτέ οι πολιτικές τους να συγκλίνουν απέναντι στην Τουρκία (κάτι που έχει να συμβεί… από την Ναυμαχία του Ναβαρίνου).
Για την Ελλάδα και την Κύπρο, το ερώτημα είναι διαφορετικό: μια επί πολλές δεκαετίες αργοκίνητη και βραχυπρόθεσμη εξωτερική πολιτική, που δεν καταφέρνει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, να επωφεληθεί από τις εναλλαγές των καταστάσεων και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που της προσφέρονται, πώς μπορεί να αντισταθεί, στην ανερχόμενη δύναμη της Ανατολής;
Τα σημεία - κλειδιά είναι τα εξής:
Η οικονομική, πολιτική, δημογραφική και στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας και της Κύπρου είναι μονόδρομος. Προς την κατεύθυνση αυτή, το διακύβευμα παραείναι μεγάλο, για να εμπιστεύονται οι πολιτικοί ηγέτες, ομοτράπεζους, ομοϊδεάτες ή απλά «κολλητούς» δικούς τους και της εξουσίας, σε κρίσιμες θέσεις.
Η ενότητα είναι προϋπόθεση αναγκαία αλλά όχι ικανή από μόνη της, για την ανατροπή της κατάστασης. Χρειάζονται εμπνευσμένες ηγεσίες και αποτελεσματικά επιτελεία, αντί για χαμογελαστά πρόσωπα και εύκολες υποσχέσεις, προκειμένου να εμπνευσθούν οι πολίτες.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα και η Κύπρος θα πρέπει να εκμεταλλευτούν τα γεωστρατηγικά και άλλα πλεονεκτήματά τους, αντί να αυτοδιαφημίζονται ως «πολύφερνες νύφες», καταλήγοντας σε απλό μήλο της έριδας για τα κάθε είδους συμφέροντα.
Ίσως τελικά υπάρχει μια άλλη προοπτική, αντί να προσπαθούμε απλά να προβλέψουμε το μέλλον, μαδώντας μαργαρίτες …