Η εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου ως δείκτης της πολιτικής υγείας της επόμενης κυβέρνησης
Περνώντας πριν μερικές ημέρες έξω από το Νοσοκομείο «Αττικό», στάθηκα για λίγο μπροστά σε ένα τεράστιο, σκονισμένο, ξεθωριασμένο από τον ήλιο πανό που είναι τοποθετημένο στην πρόσοψη του κτιρίου. Το κεντρικό του μήνυμα: «1η Ιουλίου 2009: Η Ελλάδα σβήνει το τσιγάρο». Μία αφίσα που μοιάζει να έμεινε εκεί για δέκα ολόκληρα χρόνια, όχι από την αναβλητικότητα των αρμόδιων για να την κατεβάσουν, αλλά με ένα και μοναδικό σκοπό, για να μας υπενθυμίζει ειρωνικά την αποτυχία της πολιτείας, του πολιτικού προσωπικού, της ίδιας της κοινωνίας μας να ανταποκριθεί στα αυτονόητα. Μία εικόνα που στέκεται εκεί για να αποτελεί αδιάψευστο δείκτη της υποβάθμισης της δημόσιας υγείας, της έλλειψης ατομικής ευθύνης, της a la cart επιβολής του νόμου, της πολιτισμικής έκπτωσής μας.
Το ίδιο σκονισμένη, το ίδιο ξεθωριασμένη παραμένει η εθνική στρατηγική για την υγεία στην Ελλάδα. Ανατρέχοντας στα προγράμματα των κομμάτων για τις πολιτικές υγείας, μπορεί κανείς να συναντήσει όλο το φάσμα των δεσμεύσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται ότι οι δαπάνες για την υγεία στο τέλος της τετραετίας θα φτάσουν στο 6% του ΑΕΠ, δηλαδή στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Νέα Δημοκρατία παρουσίασε ένα φιλόδοξο σχέδιο με έμφαση στην πρόληψη, την αξιοποίηση των τεχνολογιών και την αποδοτικότητα του συστήματος. Το Κίνημα Αλλαγής δίνει έμφαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα, στις διαθρωτικές αλλαγές στη διοίκηση, σε μία νέα φαρμακευτική πολιτική με γνώμονα των ασθενή, αλλά και την ανάπτυξη.
Όποια κυβέρνηση και να αναδειχθεί μετά τις εκλογές, αυτή η σκονισμένη και ξεθωριασμένη αφίσα θα αποτελέσει τον αδιάψευστο δείκτη της πολιτικής βούλησης για μεταρρυθμίσεις στο χώρο της υγείας. Η πλήρης εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου, αυτή η τόσο αυτονόητη, τόσο αναγκαία και ταυτόχρονα τόσο άμεσα εφαρμόσιμη πολιτική υγείας θα γίνει πολύ γρήγορα το μέτρο της αποτελεσματικότητας και της αποφασιστικότητας της επόμενης κυβέρνησης. Ένα προγνωστικό εργαλείο αν θα συνεχίσουμε να αναλωνόμαστε σε μία διαχειριστική μιζέρια ή θα οραματιστούμε και θα χτίσουμε από κοινού ένα σύγχρονο σύστημα υγείας, προσανατολισμένο στις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού.
Η χώρα μας δαπανά μόλις το 1,3% των κονδυλίων για την υγεία στην πρόληψη.Το 70% της πρόωρης θνησιμότητας και νοσηρότητας θα μπορούσε να αποφευχθεί. Το 2014 το 27% των ενηλίκων κάπνιζε καθημερινά, ποσοστό σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το 40% το 2008, το οποίο ωστόσο παραμένει το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως αποτέλεσμα, κάθε χρόνο πεθαίνουν στην Ελλάδα πάνω από 15.000 άνθρωποι εξαιτίας του τσιγάρου.
Παραμένουμε επίσης πρωταθλητές στην παιδική παχυσαρκία, καθώς 1 στα 4 παιδιά μας είναι υπέρβαρο. Σύμφωνα με περσινή έκθεση του Παγκόσμιου Ταμείου Έρευνας για τον Καρκίνο (WCRF), τα παχύσαρκα άτομα κινδυνεύουν περισσότερο από τουλάχιστον 12 διαφορετικούς τύπους καρκίνου, πέντε περισσότερους σε σχέση με πριν μια δεκαετία. Ωστόσο, η έλλειψη πολιτικής και για το συγκεκριμένο θέμα είναι εκκωφαντική.
Δεν έχουμε εφαρμόσει ποτέ ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αγωγής και προαγωγής υγείας, παρά τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήδη από τη δεκαετία του ’80. Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εφαρμόζουν αντίστοιχα προγράμματα, για την ελληνική πραγματικότητα όμως παραμένουν μία πολυτέλεια.
Κάπως έτσι η εθνική πολιτική για την υγεία μετατρέπεται σε εθνική πολιτική για τη διαχείριση της ασθένειας. Κόντρα στην κοινή λογική, στην επιστημονική τεκμηρίωση, στην ορθολογική διαχείριση των πεπερασμένων πόρων, στα ατομικά δικαιώματα του πολίτη.
Κάπως έτσι η εθνική πολιτική για την υγεία, θα αρχίσει και πάλι να αποκτά ζωηρά χρώματα μόλις αυτή η μεγάλη αφίσα στο Νοσοκομείο «Γεννηματάς» και οπουδήποτε αλλού βρίσκεται, αντικατασταθεί με το μήνυμα «Η Ελλάδα έσβησε επιτέλους το τσιγάρο». Πρόκειται για μία μεταρρύθμιση αιχμής, με μηδαμινό κόστος, αλλά με τεράστιο όφελος. Πρόκειται όμως πλέον και για μία κίνηση με εξέχοντα συμβολισμό που αντανακλά την πολιτική βούληση και την αποφασιστικότητα της επόμενης κυβέρνησης να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα με γνώμονα το ρεαλισμό, την τεκμηρίωση, τη δημόσια υγεία, την πρόληψη και τον ίδιο τον πολίτη. Η απάντηση θα αναδειχθεί πολύ σύντομα.