Ρωσία - Τουρκία: ένας προβληματικός γάμος
Τον τελευταίο καιρό, παρατηρείται ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο φαινόμενο στην ιστορία της παγκόσμιας διπλωματίας. Η Τουρκία γυρίζει τις πλάτες της στις Η.Π.Α και στρέφεται προς την Ρωσία. Εγκαταλείπει δηλαδή έναν παραδοσιακό σύμμαχο για χάρη ενός παραδοσιακού εχθρού. Αιτία αυτής της μεταβολής, είναι η αντίθεση της Ουάσινγκτον απέναντι στην απόφαση του Ερντογάν να αγοράσει τους ρωσικούς πυραύλους S-400. Σε παλιότερες εποχές, κάτι τέτοιο θα φάνταζε αδιανόητο. Τώρα όμως η Άγκυρα πέφτει χωρίς επιφυλάξεις στις «ανοιχτές αγκάλες» της Μόσχας, η οποία αυτοπροβάλλεται ως ένας νέος, εντιμότερος σύμμαχος γι αυτήν. Είναι όμως τόσο εύκολο να ξεπεραστεί το παρελθόν των τουλάχιστον 12 ρωσοτουρκικών πολέμων και να οικοδομηθεί μια γνήσια και ισότιμη συμμαχία ανάμεσα στις δύο πλευρές;
Οι ρίζες της διαμάχης μεταξύ Αμερικής και Τουρκίας για το ποιο πυραυλικό σύστημα θα επιλέξει η τελευταία, εντοπίζονται πολύ πίσω στον χρόνο. Πρόκειται ουσιαστικά για μία διαφωνία που κλιμακωνόταν σταδιακά και σχεδόν αθόρυβα, μέχρι το ξέσπασμα της σημερινής ρήξης. Εδώ και μια δεκαετία περίπου, η Άγκυρα προσπαθούσε να αποκτήσει συστοιχίες πυραύλων Patriotαπό τις Η.Π.Α, επιδιώκοντας παράλληλα την άδεια παραγωγής τους από τουρκικά εργοστάσια. Η Αμερική όμως ήταν τελείως αντίθετη σε μια τέτοια προοπτική. Αυτό που την ενοχλούσε περισσότερο, ήταν η μεταβίβαση τεχνογνωσίας στους Τούρκους και το ενδεχόμενο να μπορούν να κατασκευάσουν μόνοι τους το περίφημο πυραυλικό σύστημα. Έτσι, η Άγκυρα άρχισε να αναζητά άλλες εναλλακτικές επιλογές, προκειμένου να ενισχύσει την αντιβαλλιστική και αντιαεροπορική άμυνά της. Το 2013, για παράδειγμα, οι Τούρκοι βρέθηκαν πολύ κοντά στην απόκτηση ενός κινεζικού πυραυλικού συστήματος. Το σχέδιο όμως αυτό ναυάγησε, εξαιτίας των έντονων αντιρρήσεων τις οποίες προέβαλε η αμερικανική πλευρά. Η επόμενη επιλογή που άρχισε να εξετάζει η Άγκυρα ήταν οι ρωσικοίS-400, πυροδοτώντας τις γνωστές σήμερα εξελίξεις.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν βέβαια, ανταποκρίθηκε θετικά στις προτάσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προκαλέσει ρήγμα στην συνοχή του ΝΑΤΟ. Μπορεί όμως μια συμμαχία ανάμεσα στην Ρωσία και την Τουρκία να είναι ισότιμη; Πόση ελευθερία κινήσεων έχει στην πραγματικότητα ο Ερντογάν, στο πλαίσιο της συνεργασίας του με τον Πούτιν; Δεν είναι μόνο η προφανής υπεροπλία της Μόσχας η οποία δίνει ετεροβαρή χαρακτήρα σε μια τέτοια σχέση. Οι τρέχουσες στρατηγικές και οικονομικές περιστάσεις καθιστούν την Ρωσία όχι μόνο σύμμαχο ή «προστάτιδα δύναμη» για τους Τούρκους αλλά και κηδεμόνα που εμπνέει φόβο.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Συρία είναι μια πολύπλοκη σύγκρουση, η οποία επέφερε νέες αλλά εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στις εμπλεκόμενες χώρες. Η Μόσχα στηρίζει το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ ενώ η Άγκυρα τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, που μάχονται εναντίον του. Αυτό σημαίνει ότι στο συριακό έδαφος συνυπάρχουν ρωσικά και τουρκικά στρατεύματα, τα οποία ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η συγκεκριμένη κατάσταση μπορεί να χρησιμεύσει ως μοχλός πίεσης του Πούτιν προς τον Ερντογάν, ενώ παράλληλα καθιστά εξαιρετικά εύθραυστη την μεταξύ τους συμμαχία. Οι τουρκικές μονάδες έχουν απέναντί τους Ρώσους στρατιώτες, οι οποίοι προς το παρόν αποτελούν εχθρούς μόνο θεωρητικά. Ανά πάσα στιγμή όμως μπορεί να μετατραπούν σε εχθρούς και πρακτικά.
Η ενέργεια αποτελεί έναν άλλο τομέα, όπου η Μόσχα έχει το πάνω χέρι απέναντι στην Άγκυρα. Μετά την Γερμανία, η Τουρκία είναι παγκοσμίως ο δεύτερος μεγαλύτερος καταναλωτής ρωσικού φυσικού αερίου, το οποίο καλύπτει κυρίως τις ανάγκες θέρμανσης της χώρας. Η κατάσταση αυτή, παρέχει στην Μόσχα την δυνατότητα να ασκήσει πίεση στην Άγκυρα χωρίς να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα. Επιπλέον, η Ρωσία μαζί με το Ιράκ και το Καζακστάν, είναι οι τρεις βασικές χώρες οι οποίες εφοδιάζουν την Τουρκία με πετρέλαιο. Έτσι, η θέση του Πούτιν απέναντι στον Ερντογάν καθίσταται ακόμα πιο πλεονεκτική.
Ο τουρισμός θεωρείται η «βαριά βιομηχανία» των παραθαλάσσιων μεσογειακών χωρών. Στον τομέα αυτόν, δεν θα ήταν υπερβολή αν λεγόταν ότι η Μόσχα ελέγχει απόλυτα την Άγκυρα. Τα τελευταία δύο χρόνια, οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέφθηκαν την Τουρκία προέρχονταν από την Ρωσία. Το 2017 ο αριθμός τους ήταν 4.715.438 ενώ το 2018 αυξήθηκαν σε 5.964.631. Αντίθετα, οι Αμερικανοί τουρίστες δεν βρίσκονται καν στις 10 πρώτες θέσεις. Μια ταξιδιωτική οδηγία που θα απέτρεπε τους Ρώσους πολίτες να επισκεφθούν την Τουρκία, θα αποτελούσε ένα τεράστιο πλήγμα για την οικονομία της, η οποία ήδη βρίσκεται σε αρκετά άσχημη κατάσταση.
Τέλος, ο Ερντογάν γνωρίζει ότι η ευημερία του αγροτικού τομέα της χώρας του εξαρτάται μεταξύ άλλων και από τις διαθέσεις του Πούτιν. Ένα μεγάλο μέρος των φρούτων και των λαχανικών που παράγει η Τουρκία εξάγεται στην Ρωσία. Οι δύο πλευρές μάλιστα φαίνονται ιδιαίτερα πρόθυμες να επεκτείνουν την συνεργασία τους σε αυτόν τον τομέα. Τον Ιανουάριο του 2019, για παράδειγμα, Άγκυρα και Μόσχα συμφώνησαν να διπλασιαστεί η ποσότητα ντομάτας που θα εξάγεται προς την Ρωσία, από 50.000 τόνους ετησίως σε 100.000. Ένα εμπάργκο του Πούτιν στα προϊόντα της Τουρκίας θα έπληττε σοβαρά την αγροτική παραγωγή της χώρας αλλά και την οικονομία της γενικότερα.
Οι Η.Π.Α βέβαια, δεν είναι διατεθειμένες να χάσουν έτσι απλά έναν τόσο σημαντικό σύμμαχο, όπως η Τουρκία. Ο Ντόναλντ Τραμπ, εφαρμόζοντας την τακτική του μαστίγιου και του καρότου, επιχειρεί να αποσπάσει την Άγκυρα από την σφαίρα επιρροής της Μόσχας. Η Αμερική, αφενός μεν παγώνει την απόκτηση των υπερσύγχρονων μαχητικών F-35 από την Τουρκία, αφετέρου δε εμφανίζεται πρόθυμη να πουλήσει τελικά στον Ερντογάν πυραύλους Patriot. Βέβαια, υπάρχουν και οι κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης εις βάρος της Άγκυρας για την δραστηριότητα της τελευταίας στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Δύση και Ρωσία, φαίνεται να έχουν εμπλακεί σε έναν διαγωνισμό για το ποιος θα καταφέρει να τρομάξει περισσότερο την Τουρκία. Ο νικητής, θα πετύχει να θέσει υπό την επιρροή του την αμφιταλαντευόμενη αυτή χώρα. Ο εκφοβισμός εξάλλου, υπήρξε ανέκαθεν μια πολύ διαδεδομένη μέθοδος, βάσει της οποίας έκλειναν τις συμμαχίες τους οι μεγάλες δυνάμεις.