Ο διάλογος του κέντρου με τη σοσιαλδημοκρατία
Υπάρχει ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που ωρίμασε μέσα στην κρίση. Οι πολίτες που ανήκουν στο κέντρο του πολιτικού συστήματος αποτελούν ένα μειοψηφικό, αλλά δυναμικό ρεύμα. Συνήθως, συμβάλλουν στην αποτροπή του εκτροχιασμού, στη συντήρηση της προόδου ως δυναμικής διαδικασίας, που εξελίσσεται μέσα στον πολιτικό χωροχρόνο.
Είναι σχετικά γνωστή η διαδρομή των κεντρώων ψηφοφόρων σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης μεταξύ των κυρίαρχων πόλων του ιδιόμορφου ελληνικού δικομματισμού. Η εναλλαγή στην εξουσία ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία δεν υπήρξε απλώς προϊόν του παρεμβατικού ρόλου, που διατηρεί διαχρονικά το κέντρο στην ελληνική πολιτική ιστορία, αλλά στοιχειώδες γνώρισμα της δημοκρατίας. Οι κεντρώοι ψηφοφόροι είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο διατηρούν ζωντανό τον πολιτικό διάλογο, τον πλουραλισμό εντός της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ο κατακερματισμός της δεξιάς και της κεντροαριστεράς προσέδωσε στο κέντρο νέα γνωρίσματα πολιτικής ισχύος. Οι κυρίαρχοι κομματικοί σχηματισμοί προσπάθησαν είτε να συντηρήσουν, είτε να οικοδομήσουν διαύλους επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους του κέντρου και να διεκδικήσουν την ενοικίαση του. Συνήθως, η σχέση αυτή έληγε άδοξα λόγω έλλειψης ειλικρίνειας, καθώς τόσο από δεξιά, όσο και από αριστερά, το πολιτικό κέντρο αντιμετωπίστηκε ως πηγή ψήφων και όχι ως ρεύμα προόδου και εκσυγχρονισμού πολιτικών και προγραμματικών στοχεύσεων.
Ταυτόχρονα, ο άστεγος κομματικά χώρος του κέντρου βρέθηκε αντιμέτωπος με τις επιπτώσεις της ελευθερίας του. Μετά τη Μεταπολίτευση, απέρριψε σταδιακά το σχηματισμό ενός συμπαγούς κομματικού σχηματισμού και κατόπιν αρνήθηκε την ενσωμάτωσή του σε έναν από τους δύο κυρίαρχους πυλώνες του κομματικού συστήματος. Στο ίδιο πλαίσιο, η ανέστια πολιτική συμπεριφορά του τού προσέφερε τη δυνατότητα να διατηρεί ρόλο ρυθμιστή, χωρίς ωστόσο να αποκτήσει ουσιαστικές εξουσίες.
Για το λόγο αυτό, η κυρίαρχη νόρμα αντιπαράθεσης μπορεί να στοχεύει στο κέντρο, αλλά γίνεται με μία αισθητική, που δεν είναι γνώριμη στους ψηφοφόρους του. Το διχαστικό πλαίσιο της κρίσης ενέτεινε αυτή τη προβληματική. Έπειτα από δεκαετίες σχετικής πολιτικής μετριοπάθειας, το πολιτικό κέντρο ριζοσπαστικοποιήθηκε απέναντι στην προσπάθεια μετασχηματισμού της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Αυτός είναι ο λόγος που η περίοδος 2015-2019 λήγει άδοξα για τους αυτόκλητους «σωτήρες». Δεν κατάφεραν να απευθυνθούν στον πολιτικό πυρήνα της ελληνικής δημοκρατίας, που αποτελεί το κέντρο - στην προοδευτική του έκφανση.
Το επόμενο μεταβατικό διάστημα θα καθορίσει τους κυρίαρχους πυλώνες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το κέντρο είτε θα ενσωματωθεί κομματικά αποκλειστικά σε μία πλευρά, είτε θα αποτελέσει ενιαίο κομματικό σχηματισμό και θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την πρώτη -έπειτα από έξι δεκαετίες- ανέστια φάση της -ακόμη πιο μειοψηφικής στην πράξη- σοσιαλδημοκρατίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι αναγκαίος ο προγραμματικός διάλογος ανάμεσα στο κέντρο και τη σοσιαλδημοκρατία, που θα αντιπαρατεθεί πολιτικά και αισθητικά στον αντίστοιχο διάλογο που επιχειρεί η δεξιά παράταξη. Το σημερινό φιλικό περιβάλλον της συντηρητικής παράταξης θα μεταλλαχθεί γρήγορα, λόγω των ιδεοληψιών που αρνείται να αποτάξει από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Στις ιδεοληψίες αυτές -τόσο από αριστερά, όσο και από δεξιά- οφείλονται οι εκατέρωθεν ρεβανσισμοί της τελευταίας επταετίας.
Για αυτό, είναι επιβεβλημένη κάθε προσπάθεια διαλόγου ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και το πολιτικό κέντρο, έως ότου πάψουν οι αισθητικές, πολιτικές και οργανωτικές αγκυλώσεις. Για να προασπιστεί η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, αλλά και να επαναθεμελιωθεί το κοινωνικό κράτος, που έδωσε υπόσταση στην έννοια της ευρωπαϊκής ενοποίησης και κατέστησε το όραμα της σύγκλισης πρακτικό αίτημα κάθε σύγχρονης δημοκρατίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό είναι και το επόμενο μεγάλο εθνικό στοίχημα: η οικοδόμηση μίας σύγχρονης ευρωπαϊκής κοινωνίας, χωρίς εσωτερικές διαιρέσεις.