Πώς μια ποινική υπόθεση ενισχύει τον άξονα Κύπρου-Ισραήλ
Θα έλεγε κανείς ότι, η προανακριτική αστυνομική έρευνα που διερευνά τις συνθήκες διάπραξης του ομαδικού βιασμού μίας 19χρονης Βρετανίδας από δώδεκα νεαρούς Ισραηλινούς τουρίστες, θα αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τις διωκτικές Αρχές και τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Ισραήλ, κάθε είδηση –ακόμα κι αν πρωτίστως ανήκει στο αστυνομικό δελτίο– πολύ εύκολα αποκτά πολιτική χροιά. Όσο περνούν οι μέρες και η κυπριακή αστυνομία συνεχίζει τις προανακριτικές ενέργειές της, ολοένα αυξάνονται και πληθύνονται οι πολιτικές πτυχές του διερευνώμενου εγκλήματος, οδηγώντας μας παράλληλα σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα ως προς την ποιότητα των διμερών σχέσεων Κυπριακής Δημοκρατίας και Ισραήλ σε καθαρά πρακτικό επίπεδο.
Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΝΩΝ
Ας πιάσουμε, όμως, το όλο θέμα από την αρχή.
Η ισραηλινή Δικαιοσύνη, ήδη από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του κράτους, όρισε για τον εαυτό της μια ιδιότυπη διεθνή δικαιοδοσία, βάσει της νομοθεσίας που ρύθμιζε την ανεύρεση και τον κολασμό εκ μέρους των ισραηλινών δικαστηρίων των πρωτεργατών του ναζιστικού Ολοκαυτώματος, όπου κι αν αυτοί θα βρίσκονταν. Η σύλληψη του Άντολφ Άιχμαν τον Μάιο του 1960 στην μακρινή Αργεντινή, η περιπετειώδης προσαγωγή του σε δίκη στην Ιερουσαλήμ και η καταδίκη του αποτέλεσαν την πρώτη ένδειξη –αλλά και απόδειξη– ότι ο ισραηλινός κρατικός μηχανισμός είναι σε θέση να εφαρμόσει την κείμενη νομοθεσία της χώρας, ακόμα και με τρόπους ανορθόδοξους για τα παγκόσμια δεδομένα. Μπορεί, αμέσως μετά την σύλληψη του Άιχμαν στην Αργεντινή [το γεγονός αυτό] να αποτέλεσε την αιτία για μια σοβαρή διπλωματική κρίση μεταξύ Ιερουσαλήμ και Μπουένος Άιρες, ωστόσο η παγκόσμια κατακραυγή κατά των ναζιστικών εγκλημάτων πολέμου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μια τέτοια παρεμβατικότητα που επέδειξε το Ισραήλ κατά της εθνικής κυριαρχίας ενός τρίτου κράτους (εν προκειμένω της Αργεντινής) να εκληφθεί τότε από την διεθνή κοινή γνώμη ως μια πράξη ηθικά επιβεβλημένη.
Η υπόθεση Άιχμαν αποτέλεσε ένα σημαντικό προηγούμενο, που ενθάρρυνε την ισραηλινή πολιτική ηγεσία να προχωρήσει λίγα χρόνια αργότερα, το 1976, ένα σημαντικό βήμα παρακάτω. Η αεροπειρατεία του αεροσκάφους της Air France που βρέθηκε στο αεροδρόμιο του Έντεμπε, της πρωτεύουσας της Ουγκάντα, έληξε με την καταδρομική επιχείρηση της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας, χάρη στην οποία διασώθηκαν οι περισσότεροι Ισραηλινοί όμηροι. Αυτό το περιστατικό, σε συνάρτηση με την περίπτωση Άιχμαν, ενίσχυσε στους πολίτες του Ισραήλ την πεποίθηση ότι, οποτεδήποτε και υφ’ οιεσδήποτε συνθήκες τύχει να βρεθούν σε κίνδυνο στο εξωτερικό, το κράτος τους θα τους προστατεύσει, βρίσκοντας έναν αποτελεσματικό τρόπο να τους διασώσει, χιλιόμετρα μακριά.
Τις τελευταίες δεκαετίες, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες νεαροί Ισραηλινοί που είχαν υποπέσει σε ποινικά αδικήματα στο εξωτερικό, και ειδικά σε χώρες που είτε πολιτικά ακολουθούσαν εχθρική στάση έναντι του Ισραήλ, είτε το επίπεδο σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν κατά κοινή ομολογία χαμηλό, συγγενείς των κρατουμένων ασκούσαν πιέσεις στην ισραηλινή πολιτική ηγεσία μέσω των τοπικών μέσων μαζικής ενημέρωσης με σκοπό η κυβέρνηση να πράξει ό,τι ήταν δυνατόν ώστε οι οικείοι τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το συντομότερο. Πράγματι, δεν ήταν λίγες οι φορές που η ισραηλινή διπλωματία παρενέβαινε –κυρίως σε χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής– και συχνά οι αλλοδαπές Αρχές είτε περιόριζαν τον χρόνο αναμονής εκδίκασης της υπόθεσης, είτε επεδείκνυαν καλή θέληση και άφηναν τους Ισραηλινούς κρατουμένους να επιστρέψουν στην χώρα τους –μερικές φορές υπό τον τύπο της απέλασης, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Συχνότερες παρεμβάσεις της ισραηλινής διπλωματίας αυτής της μορφής παρατηρούνταν σε χώρες όπως η Ινδία, η Αίγυπτος ή η Τουρκία, κυρίως λόγω της αντικειμενικά χαμηλής ποιότητας απόδοσης δικαιοσύνης, των σωφρονιστικών τους δομών ή/και της δυσμενούς μεταχείρισης των αλλοδαπών κρατουμένων εν γένει –αθώων ή μη.
Μερικές φορές, αυτού του είδους οι παρεμβάσεις αξιολογούνταν από τις ισραηλινές κυβερνήσεις ως μια ευκαιρία αναθέρμανσης των διμερών πολιτικών σχέσεων με τις χώρες εκείνες, σε συνδυασμό βέβαια με την βαρύτητα του αδικήματος που αποδιδόταν στους υπόδικους Ισραηλινούς πολίτες. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι οι διπλωματικές παρεμβάσεις δεν αφορούσαν απαραίτητα μόνο Ισραηλινούς πολίτες εβραϊκής καταγωγής, αλλά και αραβικής. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της παρέμβασης του πολιτικού αραβικής καταγωγής Άχμαντ Τίμπι, αρχηγού του αραβικού μειονοτικού κόμματος της αντιπολίτευσης «Ράαμ-Ταλ», ο οποίος στις αρχές του 2019 είχε μεταβεί στην Τουρκία, συναντήθηκε με τον πρόεδρο Ερντογάν και συνέβαλε ενεργά στην αποφυλάκιση μιας νεαρής Ισραηλινής υπηκόου αραβικής καταγωγής, που κατηγορείτο για παράτυπη είσοδο στην τουρκική επικράτεια –μια παρέμβαση που είχε ενθαρρυνθεί παρασκηνιακά από την ισραηλινή κυβέρνηση, όπως έγινε αργότερα γνωστό στον ισραηλινό Τύπο.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι, με την πάροδο των ετών, οποτεδήποτε συλλαμβανόταν Ισραηλινός πολίτης στην αλλοδαπή, η τάση της ισραηλινής κοινής γνώμης και των τοπικών ΜΜΕ διαμορφώθηκε να αναμένει από την κυβέρνηση να αναλάβει δράση για την αποφυλάκισή του –ακόμα και σε περιπτώσεις που η ενοχή των κρατουμένων ήταν πασιφανής. Παράλληλα, για προφανείς λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, δεν ήταν λίγες οι φορές κατά τις οποίες παρατηρείτο υπερβολική ενίσχυση φοβικών συνδρόμων περί κακομεταχείρισης Ισραηλινών υπόπτων, που θα πήγαζε από την υπηκοότητά τους και μόνο, χωρίς όμως πάντοτε αυτό να προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, σε κάποιες περιπτώσεις, παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου, τους οποίους αλλοδαπές διωκτικές Αρχές είχαν κάθε λόγο να τους επιβάλουν τις προβλεπόμενες ποινές, να εκλαμβάνονται στο Ισραήλ περίπου ως θύματα των περιστάσεων. Η ουσία, πάντως, ήταν ότι η ισραηλινή κοινή γνώμη πάντοτε ελπίζει στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι, είτε πρόκειται για εγκληματίες είτε μη, το Ισραήλ είναι υποχρεωμένο να διασώσει τους πολίτες του, όπου κι αν βρίσκονται και για οποιονδήποτε λόγο και αν βρίσκονται αντιμέτωποι με αλλοδαπές αστυνομικές, δικαστικές ή σωφρονιστικές Αρχές. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα κατά καιρούς αιτήματα προς την ισραηλινή πολιτική ηγεσία ώστε να αναλάβει δράση σε τέτοιου είδους περιστάσεις, εκφράζονται με ιδιαίτερη ένταση –γεγονός που συχνά εκπλήσσει έναν ξένο παρατηρητή.
ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΑΣΗΣ
Μόλις έγιναν γνωστές οι πρώτες πληροφορίες για τον φερόμενο ομαδικό βιασμό 19χρονης Βρετανίδας με ύποπτους δράστες δώδεκα νεαρούς Ισραηλινούς, οι γονείς και συγγενείς τους απευθύνθηκαν στα τοπικά ΜΜΕ ζητώντας από την κυβέρνηση και τις διπλωματικές Αρχές της χώρας τους να παρέμβουν. Διέρρευσαν, μάλιστα, και ανεπίσημες καταγγελίες, σύμφωνα με τις οποίες η Κυπριακή Αστυνομία φερόταν να εφαρμόζει βίαιες ανακριτικές μεθόδους, πέραν των ορίων της συνήθους πρακτικής. Η τοπική κοινή γνώμη παρακολουθούσε συγκλονισμένη, αφ’ ενός τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των απεχθών πράξεων που αποδίδονταν στους νεαρούς, αφ’ ετέρου καλλιεργούνταν φοβικά σύνδρομα, ότι οι νεαροί Ισραηλινοί δεν θα τύγχαναν δίκαιης μεταχείρισης εξ αιτίας της εθνικής και θρησκευτικής τους καταγωγής.
Και στο σημείο αυτό, συνέβη μια ασυνήθιστη ανατροπή για τα ισραηλινά δεδομένα: Ενώ καθ’ όλη την διάρκεια των πρώτων εικοσιτετραώρων μετά την σύλληψη των υπόπτων στην Αγία Νάπα όλες οι εφημερίδες και τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια στο Ισραήλ κάλυπταν επίμονα τις εκκλήσεις των γονιών και συγγενών για γρήγορο επαναπατρισμό των οικείων τους, προτού μάλιστα οι κυπριακές Αρχές προλάβουν να ολοκληρώσουν το έργο τους, τα κρατικά ΜΜΕ τήρησαν μια στάση τελείως διαφορετική.
Την Παρασκευή, 19 Ιουλίου, ο δημοσιογράφος της κρατικής τηλεόρασης, Υαρόν Ντέκελ, που παρουσιάζει την ανασκόπηση των γεγονότων της εβδομάδας –μια εκπομπή που συγκεντρώνει μεγάλα ποσοστά τηλεθέασης– αμέσως μετά το σήμα έναρξης της εκπομπής εκφώνησε το ακόλουθο σχόλιο, το οποίο είχε επί λέξει ως εξής:
«Την εβδομάδα που μας πέρασε συνελήφθησαν στην Κύπρο 12 Ισραηλινοί νεαροί ως ύποπτοι για τον βιασμό μιας Βρετανίδας τουρίστριας. Αμέσως μετά, όλο το Ισραήλ αναστατώθηκε, επειδή οι γονείς τους, όπως ήταν αναμενόμενο, αμφισβητούν τις κατηγορίες που βαρύνουν τα αγαπημένα τους αγόρια. Ο Πρόξενος του Ισραήλ στην Λευκωσία έσπευσε να συνοδεύσει με τις προβλεπόμενες διαδικασίες τους υπόπτους, οι οποίοι με τη σειρά τους άρχισαν να κατηγορούν την Βρετανίδα τουρίστρια.
Τίθεται το ερώτημα, γιατί όταν Ισραηλινοί πολίτες συλλαμβάνονται στο εξωτερικό ως ύποπτοι για διάφορα ποινικά αδικήματα, εμείς –ή τουλάχιστον, μερικοί από εμάς– να συγκλονιζόμαστε; Γιατί δημιουργείται κάποιου είδους προσδοκία, ότι το Ισραήλ, ως κράτος, θα τους βοηθήσει ή θα τους σώσει; Στην Κύπρο υπάρχει κράτος δικαίου. Είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει δικαστήρια. Και εάν αποδειχθεί ότι οι ύποπτοι για το απεχθές αυτό έγκλημα του βιασμού μιας νεαρής κοπέλας, έκαναν τελικά όσα τους αποδίδονται, τότε θα πρέπει να δικαστούν και να τιμωρηθούν, όπως προβλέπουν οι κυπριακοί νόμοι.
Κανένας ύποπτος για ποινικό αδίκημα στο εξωτερικό δεν είναι ούτε εθνικός ήρωας του Ισραήλ, ούτε και θύμα. Το Ισραήλ ως κράτος δεν μπορεί να συμπαραστέκεται σε ποινικά υπόπτους, μιας και δεν είναι το κράτος που τους έστειλε εκεί, ούτε δούλεψαν εκεί για λογαριασμό του κράτους.
Και ο βιασμός είναι βιασμός. Και είναι μια πράξη αποτρόπαιη από κάθε άποψη.
Όποιος, λοιπόν, παρανομεί στο εξωτερικό, καλό θα ήταν να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν, ότι τα ποινικά αδικήματα τιμωρούνται και ότι το Κράτος του Ισραήλ ούτε προστασία θα τους προσφέρει, ούτε καμία άλλη βοήθεια».
Για να καταδειχθεί η σημασία που απορρέει από αυτό το σχόλιο, αξίζει να σημειωθεί, ότι για πρώτη φορά στην ισραηλινή ειδησεογραφία προβάλλεται κατά τρόπο ξεκάθαρο η κυπριακή κρατική υπόσταση ως παράγοντας εγγύησης της ορθής εφαρμογής του νόμου και υπόδειγμα κράτους δικαίου. Επισημαίνεται ότι ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, ο οποίος επανειλημμένα έχει εκφραστεί με δυσπιστία ως προς την ποιότητα της διακυβέρνησης του πρωθυπουργού Νετανιάχου και μερίδας πολιτικών του εταίρων, πάει ένα ακόμα βήμα παραπέρα: Με το σχόλιό του υπονοείται ότι η παρακολούθηση των ανακριτικών διαδικασιών εκ μέρους του Ισραηλινού Προξένου στη Λευκωσία θα μπορούσε να παραλειφθεί, μιας και η κεντρική ιδέα της θέσης του είναι ότι το Κράτος του Ισραήλ δεν έχει καμία δουλειά να αναμιγνύεται στο εξωτερικό δια των διπλωματών του σε μια υπόθεση του κοινού ποινικού δικαίου, στην οποίαν εμπλέκονται Ισραηλινοί εγκληματίες. Αν και η έμμεση επίκριση του δημοσιογράφου κατά της κυβερνητικής μηχανής δεν είναι ορθή (καθότι, ως γνωστόν, είναι καθήκον εκάστοτε Προξένου οιασδήποτε χώρας να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς, εάν τηρούνται στην πράξη οι νόμιμες εγγυήσεις απόδοσης δικαιοσύνης στο πρόσωπο των πολιτών της χώρας του, ενόσω βρίσκονται στην αλλοδαπή), αποδεικνύει ότι η τάση που παρατηρείται στο Ισραήλ επί δεκαετίες για περιπτώσεις ανάλογες, μάλλον αρχίζει να μεταβάλλεται.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι στο Ισραήλ, η Κυπριακή Δημοκρατία εκλαμβάνεται ως μια χώρα που είναι σε θέση να διαφυλάξει τις απαραίτητες εγγυήσεις για δίκαιη απονομή δικαιοσύνης, χωρίς να παραστεί ανάγκη παράτυπων παρεμβάσεων. Τέλος, όπως προκύπτει από άλλα ισραηλινά δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών –που δεν σχετίζονταν με τα θλιβερά γεγονότα της Αγίας Νάπας- η ισραηλινή δημοσιογραφική γλώσσα αρχίζει σιγά-σιγά να υιοθετεί μια ορολογία διαφορετική, ιστορικά και πολιτικά ορθότερη, όσον αφορά την ιδιάζουσα πολιτική κατάσταση στο νησί, αποκαλώντας την Κυπριακή Δημοκρατία με το συνταγματικό της όνομα (και όχι ως «ελληνική Κύπρος», σε αντιδιαστολή προς μια δεύτερη, φαντασιακή, «τουρκική Κύπρο», η οποία δεν είναι άλλη από τις κατεχόμενες περιοχές).
Έτσι, τυχόν ανησυχίες που δημιουργούνται στην Κύπρο, περί πιθανών τριβών με την ισραηλινή κυβέρνηση με αφορμή το συγκεκριμένο περιστατικό, είναι ανυπόστατες –και ως εκ τούτου, περιττές.
ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΩΝ
Υπάρχει όμως και μια άλλη πολιτική παράμετρος των πρόσφατων συγκυριών, που καλό θα ήταν να μην αγνοείται –μεσούσης, μάλιστα, της φετινής τουριστικής περιόδου.
Άραγε, ποια θα ήταν η θέση των Ισραηλινών υπόπτων εάν το θλιβερό περιστατικό της Αγίας Νάπας συνέβαινε σε κάποιο από τα ξενοδοχεία των Κατεχομένων; Με ποιες εγγυήσεις θα διεξάγονταν εκεί οι προανακριτικές ενέργειες; Θα είχε την δυνατότητα ο Ισραηλινός Πρόξενος να ασκήσει και εκεί τα νόμιμα καθήκοντά του, σε περίπτωση που οι ύποπτοι τελούσαν υπό κράτηση στο βόρειο τμήμα του νησιού; Θα ήταν ελεύθεροι οι Ισραηλινοί δημοσιογράφοι που θα μετέβαιναν εκεί να μεταδίδουν ό,τι βλέπουν, με τις ίδιες εγγυήσεις σεβασμού του λειτουργήματός τους;
Την απάντηση δίνουν οι ταξιδιωτικές οδηγίες, που εκδίδει κατά τακτά διαστήματα το ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών, προσπαθώντας να αποτρέψει το τουριστικό ρεύμα από το Ισραήλ προς τα Κατεχόμενα, αναφέροντας επί λέξει ότι«σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη, οι ισραηλινές διπλωματικές Αρχές που είναι διαπιστευμένες στην Κυπριακή Δημοκρατία, δεν θα έχουν την δικαιοδοσία να ασκήσουν τα καθήκοντά τους στο βόρειο τμήμα του νησιού». Ως εκ τούτου, όσοι Ισραηλινοί τουρίστες διαμείνουν σε ξενοδοχειακές μονάδες που λειτουργούν στα Κατεχόμενα, δεν θα μπορούν να έρθουν σε επαφή με την Πρεσβεία της χώρας τους που εδρεύει στην Λευκωσία.
Συνεπώς, οι παρούσες θλιβερές συγκυρίες στην Αγία Νάπα θα πρέπει να αποτελέσουν ηχηρή προειδοποίηση για τους Ισραηλινούς τουριστικούς πράκτορες και τις συνυπεύθυνες ασφαλιστικές εταιρείες, που ουσιαστικά θέτουν σε κίνδυνο –ενδεχομένως και άθελά τους– ανύποπτους Ισραηλινούς πολίτες, οι οποίοι, εάν βρεθούν σε ανάλογη θέση με τους δώδεκα Ισραηλινούς υπόπτους, θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα νομικό σύστημα, που δεν θα τους παρέχει τις νόμιμες εγγυήσεις για την προάσπιση των ατομικών τους δικαιωμάτων –με τις νόμιμα διαπιστευμένες ισραηλινές διπλωματικές Αρχές να μην είναι σε θέση να τους παράσχουν την παραμικρή συνδρομή.
Αναδημοσίευση από το foreignaffairs.gr