«Ενήλικοι στην αίθουσα»: μια χρήσιμη ταινία
Γνώρισα τον Κώστα Γαβρά την εποχή που έκανα κινηματογραφικό ρεπορτάζ στην Κυριακάτικη «Ελευθεροτυπία». Του έχω πάρει συνεντεύξεις, εκτιμώ τη δουλειά του και την ευρύτητα σκέψης του, συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις του για την κοινωνία, την πολιτική, την εκκλησία, όπως προκύπτουν από τις περισσότερες ταινίες του, που άλλες με συγκίνησαν περισσότερο και άλλες λιγότερο. Θεωρώ λοιπόν πως παρακολούθησα τη νέα του ταινία «Ενήλικοι στην αίθουσα» (τίτλος βασισμένος σε μια ατάκα της Κριστίν Λαγκάρντ), πάνω στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα –αν και με κάποια θετική προδιάθεση. Λέω με «κάποια» θετική προδιάθεση διότι εν τέλει δεν κρίνεις μια ταινία από τις προθέσεις ή τον πρότερο έντιμο βίο ενός σκηνοθέτη τέτοιου βεληνεκούς, αλλά από το αποτέλεσμα. Όμως μου φαίνονταν αστειότητες οι επικρίσεις που συνόδευαν, ήδη από το ξεκίνημά της, την ταινία -επικρίσεις του τύπου «πήρε λεφτά από τον ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει μια προπαγανδιστική ταινία υπέρ της κυβέρνησης» ή του τύπου «τι δουλειά έχει ένας τόσο σημαντικός σκηνοθέτης να γίνεται φερέφωνο του Βαρουφάκη». Με αποτέλεσμα η ταινία να θάβεται αδίκως πριν καν την δει κανείς!
Δεν χρειαζόταν να δω την ταινία για να ενοχληθώ με την πρώτη κατηγορία: το cashrebate, που επί Λευτέρη Κρέτσου εφαρμόστηκε (επιτέλους) στην Ελλάδα, είναι μια αυτόματη διαδικασία επιστροφής του 35% των δαπανών κάθε ταινίας που γυρίζεται στην χώρα μας. Είναι μια, επαναλαμβάνω, αυτόματη διαδικασία. Κανείς δεν επιλέγει να δώσει λεφτά στην τάδε ταινία έναντι μιας άλλης. Άρα τέτοια σχόλια είτε είναι κακόβουλα είτε υποκρύπτουν άγνοια.
Ως προς την επιλογή του Γαβρά να κάνει ταινία το βιβλίο του Βαρουφάκη, είναι απόλυτα σεβαστή, αδιάφορο αν συμφωνεί ή δεν συμφωνεί κανείς με την άποψη του πρώην Υπουργού Οικονομικών. Είναι δικαίωμα κάθε σκηνοθέτη, πόσω μάλλον ενός δημιουργού γνωστού για την πολιτική και κοινωνική του ευαισθησία, να εμπνέεται από οπουδήποτε. Μια καλή απάντηση έδωσε άλλωστε την Παρασκευή ο ίδιος, στην συνέντευξη τύπου στο Γαλλικό Ινστιτούτο εν όψει της πρώτης δημόσιας προβολής της ταινίας από τις «Νύχτες Πρεμιέρας».
«Αυτή η ταινία αντανακλά την δική μου άποψη για τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Και η άποψή μου είναι πως η Ευρώπη ήταν ο ηθικός αυτουργός για όσα τράβαγε (και συνεχίζει να τραβά) ο ελληνικός λαός. Το μόνο που ενδιέφερε την Ευρώπη ήταν η εφαρμογή του μνημονίου και η διάσωση των τραπεζών και της οικονομίας της ΕΕ. Δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνω; Να ζητήσω την γνώμη όλων για να κάνω την ταινία μου; Που ακούστηκε αυτό; Είχα την δική μου γνώμη η οποία ολοκληρώθηκε με το βιβλίο του Βαρουφάκη. Διότι με ενδιέφερε πολύ να δείξω τι πραγματικά λεγόταν εκεί μέσα, στο Eurogroup. Σας θυμίζω πως και ο Μοσκοβισί και ο Ντάϊσελμπλουμ έγραψαν τα δικά τους βιβλία. Ο Ντάϊσελμπλουμ γράφει πως οι Έλληνες τα έφαγαν σε γυναίκες και ποτά. Δεν έχω κανένα σεβασμό γι’ αυτόν τον άνθρωπο».
Και προσέθεσε πως για εκείνον ήταν πολύ σημαντικό ότι μετά την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ της Βενετίας και το παρατεταμένο χειροκρότημα, τον σταματούσαν στο δρόμο και τον ρωτούσαν «έτσι έγινε;».
Κάτι άλλο που μου φάνηκε ενδιαφέρον, είναι πως, όπως είπε ο ίδιος ο Βαρουφάκης στη συνέντευξη τύπου, βιβλίο και σενάριο γράφονταν ταυτόχρονα, με τους δύο συγγραφείς να ανταλλάσσουν σημειώσεις και κείμενα. Θυμίζω πως το φιλμ καταπιάνεται με τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους δανειστές το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Και ύστερα είδα την ταινία. Και όπως κάθε θεατής την εισέπραξα ως έργο τέχνης και όχι απλώς ως ένα ντοκουμέντο.
Γιατί ως ντοκουμέντο,αν φυσικά δεχτούμε ότι ειπώθηκαν ακριβώς έτσι τα πράγματα κεκλεισμένων των θυρών (ο Βαρουφάκης μιλά για ηχογραφήσεις), κατά τη γνώμη μου είναι ανεκτίμητο. Ο Γιάνης μας είπε πως επέλεξε τον αγγλικό οίκο Penguin να εκδώσει το βιβλίο του διότι στο αγγλικό δίκαιο, αν σου κάνουν μήνυση, εσύ είσαι αυτός που πρέπει να αποδείξει ότι δεν ψεύδεσαι. Κι όχι ο άλλος, όπως συμβαίνει στις άλλες χώρες. Και είναι, λέει, πανέτοιμος να αντικρούσει κάθε κατηγορία.
Ο, τι δείχνει ο Γαβράς στην ταινία του (και ο συγγραφέας στο βιβλίο του) να συμβαίνει στις «αποστειρωμένες», συχνά εξωφρενικές συζητήσεις του Eurogroup, όπου οι συμμετέχοντες περισσότερο μοιάζουν να ενδιαφέρονται για τα ανακοινωθέντα στον Τύπο, παρά για τις συνομιλίες καθαυτές, και συχνά άλλα λέγονται κατ’ ιδίαν και άλλα ανακοινώνονται, δεν απέχουν πολύ από αυτά που φανταζόμασταν ότι είχαν ειπωθεί: εμμονή στο να τηρείται το γράμμα του νόμου (βλέπε τήρηση του MoU, κοινώς του μνημονίου), επιμονή στο να αγνοείται η ανθρωπιστική κρίση που αυτό επέφερε στην χώρα μας. Κι ένας Βαρουφάκης να προσπαθεί να πείσει γραφειοκράτες, τραπεζίτες και «χορτάτους» πολιτικούς για την ανθρωπιστική αυτή κρίση, και για το πόσο αντιπαραγωγική είναι η μέθοδος της τρόικας. Ο προεξάρχων αυτών είναι ο Σόιμπλε: ένας Σόιμπλε πεισμωμένος, οργισμένος και (προ)αποφασισμένος να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ, ένας Σόιμπλε ο οποίος αναφωνεί: «Δεν θα πληρώσουμε εμείς την κοινωνική σας ασφάλιση», ένας Σόιμπλε που ούτε καν τηρεί τα προσχήματα της στοιχειώδους ευγενείας στην συναναστροφή του με τον ομόλογό του υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι άλλο να τα φαντάζεσαι, κι άλλο να τα ακούς όμως.
Αλλά, είπαμε, αυτό δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ. Είναι μια ταινία.
Τα θετικά της πρώτα: το παρασκήνιο όλου αυτού του πολιτικού δράματος είναι δοσμένο πειστικά. Εξαιρετικός ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον «σιδερωμένο», αδιάλλακτο, αντιπαθή Ντάϊσελμπλουμ (εξαιρετική η ομοιότητα με τον πραγματικό), όπως και αυτός που ερμηνεύει τον «κακό» της ιστορίας, Σόιμπλε.
Όμορφα δοσμένη η σκηνή στην οποία, σε μια ανθρώπινη στιγμή, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών παραδέχεται πως ναι, ως πατριώτης θα απέρριπτε και ίδιος το μνημόνιο. Εμπνευσμένη μια άλλη στην οποία ο Βαρουφάκης βομβαρδίζεται με νούμερα από τους τεχνοκράτες του Eurogroup και αίφνης, σκηνοθετική αδεία, οι αριθμοί αυτοί αρχίζουν να περιδινούνται σχηματίζοντας έναν πολύχρωμο στρόβιλο μέσα στην αίθουσα. Πολύ καλός ο Λούλης στον ρόλο του σταρ Βαρουφάκη, αποδεικνύει για άλλη μια φορά τις δυνατότητές του.
Σταρ είπα; Αν ήθελα να συμπυκνώσω με λίγα λόγια το απόσταγμα της ταινίας θα έλεγα πως ναι, ο Βαρουφάκης εμφανίζεται ένας πραγματικός σταρ, ο οποίος συμπυκνώνει στο πρόσωπό του, μόνος του, όλο το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς. Διπλωμάτης, πονηρός όπου πρέπει, επινοητικός, επικοινωνιακός αλλά ασυμβίβαστος μέχρι τέλους, με το χαρτί της παραίτησής του στην τσέπη για την περίπτωση που ο Τσίπρας τον «πουλήσει». Ένας τίμιος πατριώτης με σχέδιο: «Κρατήστε το 15% σας», λέει στους τραπεζίτες. «Αλλά το υπόλοιπο 85% ας αποπληρωθεί με βάση το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας». Άμεμπτος, ένας πραγματικός Ρομπέν των Δασών της πολιτικής. Έτσι παρουσιάζει ο Κώστας Γαβράς τον Γιάνη Βαρουφάκη,ξεχνώντας πως και ο πιο θετικός ήρωας χρειάζεται, πέρα από την πτώση του (και η πτώση του έρχεται, όπως γνωρίζουμε όλοι), και κάποιες στιγμές αδυναμίας και προσωπικής αυτοκριτικής –αν μη τι άλλο για να πείσει ως ήρωας. Αυτές δεν υπάρχουν στην ταινία.
Ας αφήσουμε στην άκρη τις υπόλοιπες ενστάσεις που είχα για την ταινία –ενστάσεις που, όπως αντιλήφθηκα, συμμερίζονται πολλοί από τους συναδέλφους μου: την άστοχη μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά με το μπουζούκι και τον μπαγλαμά να δίνουν μια έωλη φολκλόρ ελληνική χροιά στην ταινία. Το ανούσιο πέρασμα ενός ηθοποιού της κλάσης του Γιώργου Χωραφά (γιατί άραγε;) σε έναν αδιάφορο ρόλο διερμηνέα. Και κυρίως τις αχρείαστες χορογραφημένες σκηνές της ταινίας: αυτή στο εστιατόριο, με ένα μπουλούκι ανθρώπων να γυρίζουν σιωπηλά την πλάτη τους στον Βαρουφάκη και την σύζυγό του Δανάη Στράτου (στον ρόλο η Βαλέρια Γκολίνο) όταν τα πράγματα στραβώνουν, και κυρίως η χορογραφημένη σκηνή κορύφωσης του τέλους με τον Τσίπρα να εμφανίζεται να παραπαίει σαν χαμένος μέσα στους ευρωπαϊκούς λαβυρίνθους, την επίμαχη νύχτα που κατηγορήθηκε πως μετέτρεψε το ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ. Σκηνές, για κάποιους κακογυρισμένες (ακούστηκαν ακόμα και κακίες ότι …θύμιζαν μιούζικαλ του Δαλιανίδη) οι οποίες αλλοίωναν το ύφος της ταινίας.
Όχι, δεν θα σταθώ σε αυτά. Θα σταθώ στην απεικόνιση του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, σε αντίθεση με τον λαμπερό Γιάνη εμφανίζεται εντελώς ασήμαντος. Ανύπαρκτος, άχρωμος και άοσμος. Και αυτό, ξεκάθαρα, δεν έχει να κάνει με την ερμηνεία του Αλέξανδρου Μπουρδούμη (μια φυσιογνωμική επιλογή που έτσι κι αλλιώς αδικεί νομίζω τον Τσίπρα), αλλά με την οπτική του ίδιου του Γαβρά.
Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται αβέβαιος, αμήχανος και ενίοτε φοβισμένος. Το βλέμμα του τη νύχτα της πρώτης εκείνης νίκης του ΣΥΡΙΖΑ είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου ουσιαστικά πανικόβλητου, ανίκανου να διαχειριστεί το βάρος αυτού του θριάμβου. Το βλέμμα αυτό επανέρχεται και σε άλλες κρίσιμες φάσεις στην ταινία, ενώ ο Γαβράς εστιάζει ιδιαίτερα στη νύχτα των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, δείχνοντας πως η επικράτηση του ΟΧΙ δεν αιφνιδίασε απλώς τους στενούς συνεργάτες του Τσίπρα αλλά απογοήτευσε, ίσως και τρόμαξε, κάποιους από αυτούς.
Ας σημειωθεί πως ο Γαβράς δείχνει τους στενούς συνεργάτες του Τσίπρα να κυμαίνονται από στελέχη της αριστερής πτέρυγας που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους (Αλέξανδρος Λογοθέτης), μέχρι πραγματιστές και «ισορροπιστές» (Χρήστος Στέργιογλου, Δημήτρης Τάρλοου).
Ο Κώστας Γαβράς δικαιούται να έχει την άποψή του για όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις μέρες. Όμως δικαιούται και ο θεατής της ταινίας του να έχει την δική του. Προσωπικά, θεωρώ πως αδικεί ως προσωπικότητα τον Αλέξη Τσίπρα –και δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ για να το αντιληφθεί. Δείχνοντας τον ας πούμε να ενοχλείται σαν πεισμωμένο παιδί όταν προσπαθούν να του πασάρουν ανεπιτυχώς την γραβάτα, χωρίς κανένα απολύτως χιούμορ (κι αυτό είναι ένα απειροελάχιστο παράδειγμα), νιώθεις πως ο κινηματογραφικός Τσίπρας αποτελεί μια αποτυχημένη καρικατούρα του πραγματικού. Αν μη τι άλλο ο τέως πρωθυπουργός έχει μια ακτινοβολία, ένα χιούμορ, μια λάμψη στο βλέμμα. Και σίγουρα έχει μυαλό –δεν είναι τυχαίο ότι πήρε ένα κόμμα του 4% και το οδήγησε σε μια τρελή ανοδική κούρσα.
Οπότε, όχι, κινηματογραφικά δεν με πείθει η αγιοποίηση του ενός και η καταβαράθρωση του άλλου. Θα ήθελα περισσότερες γκρίζες ζώνες και λεπτές αποχρώσεις. Θα ήθελα μια-δυο αναφορές ακόμα στον εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ, και, ναι, θα ήθελα και μερικές αιχμές για τις ευθύνες του ίδιου, του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού από την ταινία ενός Γαβρά.
Όχι, λοιπόν, δεν θεωρώ τους «Ενήλικοι στην αίθουσα» μια αριστουργηματική ταινία. Θεωρώ όμως πως είναι μια χρήσιμη ταινία, ιδιαίτερα για τους ξένους, που ίσως και να πάρουν μια μικρή ιδέα για το δράμα που παίχτηκε εκείνες τις μέρες σε βάρος της χώρας μας. Και αν μη τι άλλο ίσως σκεφτούν και πάλι τους στερεοτυπικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούν αλόγιστα μιλώντας για τους Έλληνες που, όπως δείχνει ο Κώστας Γαβράς, κάποιος από τους «ενήλικοι» στο δωμάτιο του EUROGROUP κατέταξε, με περιγελαστική διάθεση, στους P.I.G.S, δηλαδή στα «γουρούνια» του Νότου (Portugal, Italy, Greece και Spain)…