«Παρατηρώντας την εικόνα Μητσοτάκη – Ερντογάν»
Οι συναντήσεις μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και της τουρκικής πολιτικής (προεδρικής πια!) ηγεσίας έχουν ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο, πέρα από τον όποιο συμβολισμό. Συνιστούν την πεμπτουσία της διπλωματίας, καθώς μπορεί με κάποιον να βρίσκεσαι σε αντιπαλότητα (και ναι με την Τουρκία ήμαστε από τη στιγμή που αμφισβητεί εθνικά κυριαρχικά (και της Κύπρου) δικαιώματα, ενώ στα Ίμια είχε αμφισβητήσει και εθνική κυριαρχία) και να προσπαθείς με τη γλώσσα και τον διάλογο να κρατήσεις διαύλους επικοινωνίας και να «πολεμήσεις» στο πεδίο του λόγου και όχι της μάχης. Και πολλές φορές η μάχη του (δια)λόγου καθίσταται πολύ πιο δυσχερής και καταντά “μαρτύριο της σταγόνας”, αν υπάρχει ανισορροπία ισχύος, όχι ξεκάθαρη, συνεκτική, αποτρεπτική στρατηγική και κυρίως όταν μια πλευρά επιδίδεται σε bullying.
Με αυτές τις αξιωματικές παραδοχές, μπορούμε να πούμε ότι η πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη και Ερντογάν, μάλλον είχε χαρακτήρα εθιμοτυπικό ή ανάλογα το πως το βλέπει κάποιος τεσταρίσματος/ ζυγίσματος του αντιπάλου. Ήδη άλλωστε η “σύμμαχος” Τουρκία στέλνει καραβάνια προσφύγων, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος φωτογραφήθηκε με φόντο τον χάρτη της “Γαλάζιας Πατρίδας” (ενδιαφέρον, διότι τουλάχιστον η ελληνική σημαία, ως εγγενές συστατικό της κρατικής μας υπόστασης έχει αυτό το μπλε/γαλάζιο, σε αντίθεση με την τουρκική). Τούτων δοθέντων, ας δούμε την εικόνα των δύο κρατών:η Ελλάδα, σε μια Ευρώπη που αναζητά την πορεία της, διαθέτει μια ισχυρή κυβέρνηση που (παρά τα όποια ατυχή εσωτερικά αυτογκόλ) έχει δείξει ένα καλό πρόσωπο προς τους εταίρους και στις αγορές. Δυστυχώς, στη συμφωνία των Πρεσπών, το άλλο μέρος δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα, οι σχέσεις με την Αλβανία βρίσκονται σε «νηνεμία» και κυρίως η Ελλάδα επιχειρεί να δώσει φαιά ουσία και διάσταση ασφάλειας στον στρατηγικό της διάλογο (και στις σχέσεις της) με τις ΗΠΑ.Από την άλλη, η Τουρκία στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, παρά τα όσα γράφονται ή φαίνονται δεν έχει αποκόψει τις γέφυρές της. Για τον γράφοντα, το κρατικό και όχι ανθρωπολογικό DNA της Τουρκίας είναι δυτικό, με ό,τι αυτό σημαίνει. Και ο Τούρκος πρόεδρος το υπηρετεί χαμαιλεοντικά, τόσο στη Συρία, όσο και στις σχέσεις Τουρκίας και Ρωσίας. Προς τούτο απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο ο Ερντογάν δείχνει πυγμή (“διπλωματία των κανονιοφόρων” ή των αεροσκαφών με τις συνεχείς υπερπτήσεις, παραβιάσεις και παραβάσεις) και επιχειρεί να ναρκοθετήσει την κυπριακή δεινότητα και τα εθνικά συμφέροντα της κυρίαρχου μαρτυρικής νήσου. Το ανησυχητικό ή το προκλητικό θα προκύψει αν θα προβεί σε αντίστοιχες κινήσεις εναντίον των ελληνικών (ακήρυχτων όσον αφορά στην ΑΟΖ) κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, έγινε η συνάντηση Μητσοτάκη και Ερντογάν και με βάση τη στρατηγική συμπεριφορά των δύο κρατών, τους “λειτουργικούς κώδικες” της ηγεσίας και (ίσως και κυρίως) το κέλυφος των ΗΠΑ (ως προς το περιεχόμενο του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ-Ελλάδας και των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας), μπορούμε να πούμε τα εξής: η χώρα μας και με τη (νέα) κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει και ενδυναμώνει την πρόσδεσή της με τις ΗΠΑ, σε πλείστους τομείς συνεργασίας. Μένει να φανούν τα όποια ανταλλάγματα. Και προσοχή σε αυτό, και από διπλωματικής και στρατηγικής πλευράς: τα όποια «λαβείν» να μην επιζητούνται με μονολιθικό και περιδεή τρόπο, ως αντίμετρα απέναντι στην Τουρκία, αλλά αντίθετα ως αντισταθμίσματα που προσδίδουν στρατηγική αυθυπαρξία στη χώρα μας, ως προμαχώνας της Δύσης και ως δύναμη σταθερότητας σε μια ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή. Λόγου χάρη, η ανάπτυξη αντιαεροπορικών συστημάτων δυτικής προέλευσης στα νησιά, η επιτήρηση των θαλάσσιων συνόρων με μέσα που η δυτική τεχνολογία διαθέτει, καθώς και η ανάπτυξη ενός μετεωρολογικού σταθμού με αμερικανική τεχνογνωσία και δικαιοδοσία στο Καστελόριζο για τα ακραία «καιρικά φαινόμενα» της Ανατολικής Μεσογείου συνιστούν μια πολλαπλότητα «λαβείν» από ελληνικής πλευράς.
Διαισθητικά και ερμηνεύοντας το περιεχόμενο των λόγων του Έλληνα πρωθυπουργού για τη σημασία του διαλόγου (και καθώς ανήκει και οικογενειακά σ’ αυτή την πολιτική σχολή σκέψης και δράσης), αναμένεται μια κινητικότητα και στο Κυπριακό (έχω ξαναγράψει για την προοπτική της Κύπρου στο ΝΑΤΟ). Κυρίως δε στη διαλεκτική της agenda των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία διέρχεται αφενός από την από κοινού με την Τουρκία προσφυγή στη Χάγη και αφετέρου από την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας. “Ίδωμεν ή αλλιώς οψόμεθα ες Φιλίππους”, όσον αφορά στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων!