Header Ads

Η δεύτερη ζωή της οικίας Λη Φέρμορ στην Μάνη

Η πρώτη πληροφορία για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915 - 2011) είχε έρθει πριν από πολλά χρόνια, από την Αγάπη, κόρη του ήρωα της Εθνικής Αντίστασης Εμμανουήλ Β. Σπιθούρη. Πολύ πριν από τα βιβλία και τα δημοσιεύματα, προτού σχηματίσω την πλήρη εικόνα -του διάσημου ταξιδιωτικού συγγραφέα, του περιηγητή, του φιλέλληνα, του λόγιου, του κοσμοπολίτη, του ζωγράφου- ο συναρπαστικός «Πάντι» είχε πάρει μορφή μέσα από μία προσωπική αφήγηση, η οποία εξιστορούσε το γύρισμα της τύχης που κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τον έφερε στα βουνά της Κρήτης με την ιδιότητα του συνδέσμου - αξιωματικού με τον ελληνικό στρατό: Τη ζωή του επί δύο χρόνια με τους βοσκούς προκειμένου, χωρίς να αποκαλυφθεί, να βοηθήσει τους αντάρτες, τον ηγετικό του ρόλο στην απαγωγή του Γερμανού διοικητή, στρατηγού Κράιπε και τη σχέση του με τον Ανωγειανό «Νταμπακομανώλη», ο οποίος κατά το ιστορικό Σαμποτάζ της Δαμάστας τον Αύγουστο του 1944, σώθηκε από θαύμα παρότι βαρύτατα τραυματισμένος.

Οι Κρήτες βοσκοί τον αγάπησαν πολύ, έλεγαν ότι κάτι βαθύ τους συνδέει -για κείνους ήταν ο «Φιλεντέμ», από τον ομότιτλο τραγούδι που ο Λη Φέρμορ αγαπούσε πολύ και ο «Μιχάλης» (τον αποκαλούσαν και με τα δύο ονόματα). 

Πάτρικ Λη Φέρμορ

Εκείνη την εποχή δεν γνώριζα ότι ο απίθανος Βρετανός με τις ιρλανδικές ρίζες -ο ατίθασος, νεαρός άνδρας με την κλασική παιδεία-, είχε διασχίσει το 1933 την Ευρώπη με προορισμό την Κωνσταντινούπολη με τα πόδια και από εκεί είχε περάσει στην Ελλάδα, τον τόπο που έμελλε να ερωτευθεί τόσο βαθιά, ώστε χρόνια αργότερα, να διαλέξει για να στήσει, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγo Τζόαν, το δεύτερο σπιτικό τους

Αλλά, καθώς ο χρόνος αποκάλυπτε όλο και περισσότερα για ’κείνον, ο «Πάντι», στον οποίον η βασίλισσα της Αγγλίας απένειμε τον τίτλο του Ιππότη σε αναγνώριση της προσφοράς του και παρουσιάζεται δικαίως ως ένα κράμα Ιντιάνα Τζόουνς, Τζέιμς Μποντ και Έρνεστ Χεμινγουέι, αποδείχτηκε πολύ πιο σύνθετη περίπτωση από εκείνη την πρώτη αφήγηση, καθώς επιπλέον διέθετε το σπάνιο υλικό του ανθρώπου που παραμένει ανοιχτός σε εμπειρία και γνώση, ακόμη κι όταν η ηλικία θέτει μοιραία τα όρια της -είναι χαρακτηριστικό ότι ο πεισματάρης αυτός τύπος, ήταν 69 ετών όταν πέρασε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο. 

Άποψη της οικίας μετά τις εργασίες ανακαίνισης

Η οικία του Πάτρικ και της Τζόαν Λη Φέρμορ στην Καρδαμύλη της Μάνης, την οποία το ζεύγος δώρισε το 1996 στο Μουσείο Μπενάκη -με την επιθυμία να χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του Μουσείου, να φιλοξενεί ερευνητές και να παραμείνει ανοιχτή για το κοινό- χάρη στη υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος που πραγματοποίησε τη μελέτη και στη συνέχεια ανέλαβε το κόστος της ανακαίνισης «με μία πολύ μεγάλη δωρεά», έχει πλέον την προοπτική μιας δεύτερης ζωής, καθώς όπως είπε την παραμονή των εγκαινίων η Ειρήνη Γερουλάνου, πρόεδρος του Μουσείου Μπενάκη «παραδίδεται στον κόσμο των Γραμμάτων και των Τεχνών, της έρευνας και της διανόησης». 

«... Όσο όμως αυτό που βλέπουμε γύρω μας οφείλεται στη δωρεά των Φέρμορ, άλλο τόσο οφείλεται στη γενναιοδωρία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Οφείλεται στο Διοικητικό του Συμβούλιο και στις αποφάσεις του αλλά και στους συνεργάτες του Ιδρύματος που παρακολούθησαν από την αρχή το έργο στενά, τον Κώστα Λιβέρη και την Άννα Μαρία Κοσμόγλου. Όταν για πρώτη φορά καταθέσαμε μία πρόταση ζητώντας από το Ίδρυμα Νιάρχου να αναλάβει τη δαπάνη της επισκευής της οικίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα διεθνές κέντρο φιλοξενίας ανθρώπων του πνεύματος, το Ίδρυμα (σοφά) πρότεινε και χρηματοδότησε την σύνταξη ενός Επιχειρηματικού Σχεδίου, προκειμένου να εξετασθούν σε βάθος τα οικονομικά στοιχεία και η βιωσιμότητα του εγχειρήματος. Τη μελέτη ανέλαβε η Αγγλο-Αμερικάνικη εταιρεία ΑΕΑ Consulting. Τα συμπεράσματα δεν απείχαν πολύ από τις αρχικές, μάλλον πληθωρικές προτάσεις του Μουσείου, συνέστηναν όμως σταδιακή ανάπτυξη του προγράμματος της λειτουργίας του σπιτιού. Με βάση την πρόταση του Μουσείου αλλά και τη μελέτη αυτή, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος πήρε την απόφαση να καλύψει εξ ολοκλήρου, με μία πολύ μεγάλη δωρεά, το σύνολο των δαπανών για την επισκευή και τον εξοπλισμό της της οικίας Φέρμορ» σημείωσε η κ. Γερουλάνου. 

Ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας και η παρότρυνση του Τζαννή Τζαννετάκη

«Η τύχη του σπιτιού όταν εκείνοι θα έφευγαν απασχολούσε τον Πάντι και την Τζόαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ήξεραν ότι η οικογένεια τους, αλλά και οι φίλοι τους, που με τόση ευχαρίστηση έμεναν σε αυτό όταν τους επισκέπτονταν στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσαν να ζήσουν στην Καρδαμύλη. Περίπου εκείνη την εποχή, ίσως λίγα χρόνια αργότερα, ο Νίκος και η Μπάρμπαρα Χατζηκυριάκου - Γκίκα είχαν δωρίσει το σπίτι τους στο Μουσείο Μπενάκη […] Ο Νίκος και η Μπάρμπαρα ήταν πολύ καλοί τους φίλοι και η ιδέα του άρεσε. Όταν μάλιστα, κάτι ανάλογο τους πρότεινε και ένας άλλος φίλος τους, ο Τζαννής Τζαννετάκης, άρχισαν να σκέπτονται σοβαρά πώς θα μπορούσαν να προχωρήσουν στη δωρεά» («Πάτρικ Λη Φέρμορ. Και το ταξίδι συνεχίζεται», έκδοση Μουσείο Μπενάκη). 

Ο Πάτρικ και η Τζόαν Λη Φέρμορ στο σπίτι τους στην Καρδαμύλη

Ήταν λοιπόν, ο φίλος τους Τζαννής Τζαννετάκης, ο οποίος τους παρότρυνε και τους έπεισε να δώσουν το σπίτι αυτό στο Μουσείο. «Γιατί ναι μεν ο Αντώνης Μπενάκης  γνώριζε τον Πάντι και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο του είχε διαθέσει ένα γραφείο μέσα στο Μουσείο για να γράφει, η δε κόρη του, η Ειρήνη Καλλιγά συνδέθηκε μαζί του με μία φιλία που κράτησε πολλά χρόνια. Αργότερα συνδέθηκαν και με τον Άγγελος Δεληβορριά. Με τον Τζανή Τζαννετάκη όμως, που μετέφρασε το βιβλίο του «Μάνη» (εκδόσεις Κέδρος), τους συνέδεε μία ιδιαίτερη και ισχυρή φιλία» εξήγησε η Ειρήνη Γερουλάνου. 

Λονδίνο, 17 Ιανουαρίου 1968. 

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 2011, πλήρης εμπειριών και ημερών, σε ηλικία 96 χρονών. Η αγαπημένη του Τζόαν -επαγγελματίας φωτογράφος- με την οποία πρωτοσυναντήθηκαν στο Κάιρο, που ήταν η βάση των καταδρομικών και κατασκοπευτικών επιχειρήσεων του Πολέμου και παρέμειναν αχώριστοι μέχρι τέλους, είχε φύγει από τη ζωή λίγα χρόνια νωρίτερα. Περίπου δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Πάντι άρχισαν και τα πρώτα σχέδια για την ανακαίνιση της οικίας και επί της ουσίας, τον μετασχηματισμό και τη νέα χρήση της. 

Το αντίσκηνο, οι ντόπιοι τεχνίτες και η βαλίτσα από τα ταξίδια 

Πραγματικά «κρυμμένο» από τον δημόσιο δρόμο -φτάνεις από την Καρδαμύλη στο Καλαμίτσι, στρίβεις δεξιά, κατεβαίνεις μία μάλλον απότομη κατηφόρα και ακολουθείς ένα φιδωτό μονοπάτι- το σπίτι του Πάντι και της Τζόαν είναι ένας μικρός παράδεισος. 

Οι Φέρμορ διάλεξαν το σημείο, που απλώνεται σε μία έκταση 9 στρεμμάτων, τη δεκαετία του ’60 και «όσο χτιζόταν το σπίτι ζούσαν σε μια σκηνή μέσα στη κτήμα, έδιναν οδηγίες και παρακολουθούσαν συνεχώς την εξέλιξη των εργασιών. Και κάθε τόσο έστηναν ένα γλέντι για να γιορτάσουν τις επιτυχίες τους». 

Όπως είπε ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Κούρκουλας, μιλώντας στους δημοσιογράφους στην αυλή της ανακαινισμένης οικίας των Φέρμορ, εκείνη την εποχή, ο Πάντι στήνει «ένα στρατιωτικό αντίσκηνο και καλεί τους φίλους του ντόπιους τεχνίτες». Όπως και τον επίσης φίλο του, μοντερνιστή αρχιτέκτονα Νίκο Χατζημιχάλη (ο οποίος είχε σχεδιάσει τα κτίρια της Ολυμπιακής Αεροπορίας στο παλιό αεροδρόμιο). Αλλά την ίδια στιγμή «ανοίγει» και «το βαλιτσάκι με τις ψηφίδες από τα ταξίδια που είχε κάνει», την παλέτα ενός ταξιδευτή.

Το ενδιαφέρον της ιστορίας είναι, όπως ορθά επισήμανε ο Κούρκουλας, ότι «όταν βλέπεις το σπίτι, δεν φαίνεται ούτε ο μοντερνιστής αρχιτέκτονας, ούτε τα ταξίδια». Κατά ένα περίεργο τρόπο «φαίνεται σαν τοπικό σπίτι». 

«Όταν ήμασταν οι μόνοι ξένοι στη Μάνη»

«… Είκοσι δύο χρόνια πριν, όταν ήμασταν οι μόνοι ξένοι στη Μάνη, μπορούσες να κτίσεις πολύ φθηνά. Ήταν όμως πραγματικός άθλος. Ο απόκρημνος κάβος μας ξεπρόβαλλε ανάμεσα σε έναν όρμο και ένα μικροσκοπικό λιμανάκι και επάνω του δεν υπήρχε τίποτα πέρα από ελιές πάνω στις πεζούλες, γαϊδουράγκαθα, ασφόδελους και καμιά χελώνα πότε πότε. Εκεί στήσαμε τις σκηνές μας, στο σημείο ακριβώς που θα καταλάμβανε αργότερα το κεντρικό δωμάτιο. Πέτρες για χτίσιμο υπήρχαν παντού, οι φιλικοί και άριστοι εργάτες ήταν όλοι μα όλοι τους λιθοξόοι. Οι περιστασιακές επισκέψεις ενός φίλου αρχιτέκτονα από την Αθήνα μας βοήθησαν να λύσουμε τα στατικά προβλήματα. Εξάλλου βρήκαμε έναν καταπληκτικό πρωτομάστορα στο ορεινό χωριό πιο πάνω (ο τελευταίος από επτά γενιές πετράδων που όλοι τους έπαιζαν και βιολί) και, σοφά πράττοντας συγγενέψαμε μαζί του βαφτίζοντας τον μικρό του γιο. Οι ιδέες αφθονούσαν, αλλά καθώς το σπίτι έπαιρνε μορφή αποφασίζαμε ακριβώς πώς θα είναι. Τελικά, όλα όσα μάθαμε βιαστικά, όλα τα σκίτσα μας, όλα τα πηγαινέλα μας και οι παθιασμένες αντιπαραθέσεις μας απέδωσαν όντως (ή έτσι μας φάνηκε) λαμπρά αποτελέσματα. Μέσα σε δύο χρόνια, το σπίτι είχε στηθεί…» (Μαρτυρία του Πάτρικ Λη Φέρμορ, απόσπασμα από το βιβλίο «The Englishman’s Room» των Alvilde Lees – Derry Moore, 1986). 

Ελάχιστες σχεδόν «αόρατες» παρεμβάσεις 

Η άμεση επαφή του με τη θάλασσα -μία στενή πέτρινη σκάλα οδηγεί σε μία μικρή σχεδόν κρυφή βοτσαλωτή παραλία, τα χαμηλά, διακριτικά, πετρόκτιστα κτίσματα και ο Μεσογειακός κήπος με τα κυπαρίσσια, τις ελιές, τους σκίνους και τα αγριολούλουδα, που κατεβαίνει ως το νερό, δημιουργούν ένα περιβάλλον ειδυλλιακό. «Η κεντρική κατοικία, το πρώην γραφείο του συγγραφέα, εκεί όπου απομονωνόταν για να γράφει και η πρώην δευτερεύουσα κατοικία (έξω από τη μάντρα) αποτελούν πλέον τους χώρους φιλοξενίας, τους ΄ξενώνες’ του κέντρου. Το πρώην τεραστίων διαστάσεων και μεγάλης πολυτέλειας κοτέτσι, στεγάζει τους σημερινούς βοηθητικούς χώρους του σπιτιού» επισήμανε η κ. Γερουλάνου. 

Τα περίπου 6.000 βιβλία του Πάντι καταγράφηκαν και παρέμειναν στην οικία. . 

Όσοι είχαν δε, την τύχη να επισκεφθούν την οικία πριν την ανακαίνιση, επιβεβαιώνουν ότι όντως οι παρεμβάσεις είναι ελάχιστες και εξόχως διακριτικές και πώς παρά τις λεπτομερείς εργασίες (από τα υδραυλικά και τις στεγανώσεις, μέχρι τις κουζίνες, τα λουτρά, τα τζάκια, τις αντικαταστάσεις κουφωμάτων, τον κήπο -στον οποίον ο Φέρμορ δεν επέλεξε να φέρει την παράδοση των αγγλικών κήπων, όπως σημείωσε η αρχιτέκτων τοπίου Έλλη Παγκάλου- τη συντήρηση των αντικειμένων και τους πλάκες της αυλής), είναι σαν απλά, να πέρασε ένα «μαγικό χέρι» και να «καθάρισε» την όποια φυσική φθορά είχε επιφέρει ο χρόνος

Η «δεύτερη ζωή» 

Σύμφωνα με τους όρους της δωρεάς, η λειτουργία της Οικίας Λη Φέρμορ, η οποία εγκαινιάστηκε το Σάββατο, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού, θα περιλαμβάνει φιλοξενίες εργασίας (fellowships), τιμητικές φιλοξενίες σημαντικών προσωπικοτήτων από τον χώρο των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, τη διοργάνωση δραστηριοτήτων ανώτατου εκπαιδευτικού χαρακτήρα, σε συνεργασία με πανεπιστήμια και εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού, κύκλους συμποσίων με γενικό τίτλο «The Patrick Leigh Fermor Papers», εκδηλώσεις εκπαιδευτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα για το ευρύ κοινό, ημέρες γιορτής για τους κατοίκους της Καρδαμύλης και προγραμματισμένες ξεναγήσεις όλο τον χρόνο. 

Η αυλή με τα πετρόχτιστα καθίσματα, τις ελιές και τα κυπαρίσσια, τη νύχτα

Το πρόγραμμα για φιλοξενίες εργασίας θα γίνει σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια Freie Universitat, Princeton Univesity και UCLA. Προβλέπονται δύο περίοδοι φιλοξενίας ανά έτος, ένα το φθινόπωρο και ένα την άνοιξη –η αρχή έγινε τον περασμένο Ιούλιο με το Πρίνστον. 

Παράλληλα, το Μουσείο Μπενάκη θα συνεργαστεί από το 2020 με την εταιρεία Aria Hotels, για τους ενοικίαση του ακινήτου τους καλοκαιρινούς μήνες, όπως προβλέπεται στη δωρεά, προκειμένου να εξασφαλίζεται μέρος των λειτουργικών του εξόδων του. 

Το γραφείο του Πάτρικ Λη Φέρμορ

Το έργο της ανακαίνισης ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Ανδρέας Κούρκουλας και Μαρία Κοκκίνου, ο μηχανολόγος Παντελής Αργυρός, ο μηχανικός Δημήτρης Πάστρας και η αρχιτέκτων τοπίου Έλλη Παγκάλου με τις ομάδες τους. 

Επίσης, η εταιρεία Στάδιον, ως σύμβουλοι Διαχείρισης, η κατασκευαστική εταιρεία Μπαλλιάν, το Τμήμα Συντήρησης,  το Τεχνικό Τμήμα και η Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη. 

Ο Φέρμορ για την Καρδαμύλη

«... Η Καρδαμύλη ήτανε διαφορετική απ′ όλα τα χωριά που είχα δει στην Ελλάδα. Αυτά τα χτισμένα με χρυσαφένιες πέτρες, σπίτια, με τους μεσαιωνικούς τους πυργκίσκους, έμοιαζαν με μικρά κάστρα. Πάνω τους πρόβαλε μια όμορφη εκκλησιά. Τα βουνά έπεφταν απότομα μέχρι σχεδόν κάτω την ακρογιαλιά. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στ′ ασπρισμένα σπίτια, δίπλα στη θάλασσα, μεγάλα όλο ψίθυρους καλάμια, τρία μέτρα ψηλά, ταλαντεύονταν με την πιο απαλή πνοή του ανέμου. Ανάμεσα στα δέντρα ήταν δεμένα δίχτυα. Σε πολλά κατώφλια βρισκόντουσαν πιθάρια για λάδι, μεγάλα σαν κι εκείνα που βρεθήκανε με τις ανασκαφές στο παλάτι του Μίνωα [...] Για πρώτη φορά -με τις κουβέντες και με τις ταμπέλες πάνω από τα λιγοστά μαγαζιά- έμαθα τις τυπικές καταλήξεις των μανιάτικων ονομάτων, που παρόμοιες δε συναντάς πουθενά αλλού στην Ελλάδα: Πονηρέας, Παυλέας, Πυργέας, Σπυρέας, Στεφανέας, Φαληρέας, Γιαννακέας, Ξεπαπαδέας, Ταβουλαρέας κ.α. Το τελευταίο ήτανε το όνομα του δασκάλου του σχολειού, ενός πρόσχαρου και μορφωμένου άντρα, που μας είπε για τον ναό των Νηρηίδων, που αναφέρεται από τον Παυσανία, και που τώρα δεν υπάρχει πια. Είχε χτιστεί εκεί για να θυμίζει τον καιρό, όταν οι θαλασσινές αυτές νύμφες βγήκανε στην παραλία για να δούνε τον Πύρρο, ή Νεοπτόλεμο, όπως τον λέει ο Όμηρος -τον γιο του Αχιλλέα- όταν παντρεύτηκε με την Ερμιόνη, την αντίζηλο της Ανδρομάχης. Εκεί υπήρχε κι ένα ιερό του Απόλλωνα. Μάθαμε ακόμα ότι ο Όμηρος αναφέρει δύο φορές την Καρδαμύλη...» (απόσπασμα από το βιβλίο «Μάνη» του Πάτρικ Λη Φέρμορ, σελ. 58, 59). 

Ειρήνη Ορφανίδου
Από το Blogger.