Προσφυγή στον Άνθρωπο: Η αβάστακτη ελαφρότητα των λέξεων σε μια χώρα ζωντανών και επιζώντων
Διανύουμε μια εποχή έντονης ρευστότητας, διλημματικότητας, ανταγωνιστικής διάθεσης, στην οποία η συλλογική συνείδηση διαμορφώνεται μέσα από το δίπολο “εμείς - οι άλλοι”. Κάθε στοιχείο ετερότητας καταδικάζεται στην κοινωνία του ρίσκου, στην οποία η ανθρώπινη ζωή είναι αναλώσιμη, υπό αίρεση. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν παύουν να υπάρχουν άνθρωποι που αποδεικνύουν με τη δράση τους ότι η πολιτισμική κατανόηση είναι ένδειξη δύναμης και όχι αδυναμίας, προάγοντας την κοινωνική συνοχή.
Αλλά ας προχωρήσουμε κατ’ευθείαν στην ουσία
-Πόσο εύκολο είναι να εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στους πρόσφυγες, όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε φορείς μιας κουλτούρας αφανισμού του “ξένου”, ως προυπόθεση της δικής μας ύπαρξης.
-Με πόση ευκολία μπορούμε να υπερασπιζόμαστε το “δίκαιο” του πολέμου σε έναν λαό που ζει και αναπνέει με το φόβο ενός όπλου στο χέρι,
-“Έχω σημαντικότερα ζητήματα να σκεφτώ”, θα αποκριθούμε, εντελώς αποστασιοποιημένοι από τα γεγονότα, με μια δόση κεκαλυμμένης αδιαφορίας.
Το να πιστεύουμε ακράδαντα όμως, το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην αξιοπρεπή ζωή και να αγωνιζόμαστε για την πλήρωση αυτού του στόχου, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, όπως κανένας αγώνας άλλωστε, ωστόσο αποτελεί υποχρέωση του καθενός, αν θέλει να λέγεται άνθρωπος, θα απαντούσε ευθαρσώς ο Τάσος Λειβαδίτης, μέσω της φωνής του Κώστα Καζάκου.
Είναι αλήθεια πως έγκλειστοι στον ενικό εαυτό μας, με δυσκολία αντιλαμβανόμαστε τους άλλους γύρω μας, αφομοιωμένοι στην τεχνητή σιωπή του πλήθους. Μιας σιωπής που συνεχώς πολιορκείται από τις εξελίξεις, οι οποίες μας καλούν να αναλάβουμε δράση, προωθώντας τη σημασία της αμοιβαιότητας και την αξία της ανθρώπινης συνύπαρξης σε μια πολυπολιτισμική χώρα, όπως η Ελλάδα.
Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, η ελληνική κοινωνία οφείλει να οικοδομηθεί πάνω στην έννοια της διαπολιτισμικής συνύπαρξης, καθώς αυτή αποτελεί προυπόθεση για την επιβίωση της. Πιο συγκεκριμένα, μέσω της αποδοχής του “άλλου’ μπορεί να επιτευχθεί η δημιουργία ενός νέου κοινωνικού χώρου που θα καταρρίψει τη μονομέρεια και την απολυτότητα της εθνικιστικής ομοιογένειας, η οποία στις μέρες μας, ούτως η άλλως δεν ανταποκρίνεται σε ένα βιώσιμο μοντέλο δράσης, λόγω της παγκοσμιοποιημένης μορφής του σύγχρονου κόσμου.
Πιο συγκεκριμένα, προς αυτή την κατεύθυνση, η μεγαλύτερη πρόκληση με την οποία πρόκειται να έρθει αντιμέτωπη η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια είναι η δημογραφική αλλαγή. Σύμφωνα με έρευνες που διενεργούνται, οι υπεύθυνοι χάραξη πολιτικής θα κληθούν να δώσουν λύση στο πρόβλημα της υπογεννητικότητας, το οποίο σε συνάρτηση με αύξηση του προσδόκιμου ζωής θα οδηγήσει συνεπώς σε κατακόρυφη πτώση της συμμετοχής του ανθρωπίνου δυναμικού στην αγορά εργασίας. Απόρροια αυτής της εξέλιξης, είναι η έντονη ανάγκη ενθάρρυνσης της έστω και μερικής απασχόλησης των μεταναστών και προσφύγων, παρέχοντας τους κίνητρα νομικού και οικονομικού χαρακτήρα. Επομένως, υπό αυτό το πρίσμα, η ελληνική πολιτεία και εν γένει η ευρωπαική κοινότητα οφείλει να επανεξετάσει το ζήτημα των πολιτικών νόμιμης μετανάστευσης, διευκολύνοντας τους ειδικευμένους εργαζόμενους και αξιοποιώντας κατά αυτό τον τρόπο τις δυνατοτήτες τους, στην βάση μιας σχέσης αμοιβαιότητας. Έτσι, η κοινωνική τους ένταξη, θα έχει θετικό πρόσημο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αν αναλογιστούμε επίσης ότι είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν εργασιακούς τομείς που διαφορετικά θα χάνονταν κάτω από τις ανταγωνιστικές πιέσεις.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι οι πρόσφυγες ή οι μετανάστες, αλλά η πολιτική αντιμετώπισης τους, καθώς όταν η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι άνιση και η δράση ορισμένων χαρακτηρίζεται ως εμπόδιο ευημερίας των υπολοίπων, τότε σίγουρα ο υποτροπιασμός σε ακραίες μορφές ρατσισμού και ξενοφοβικών εκδηλώσεων παγιώνεται. Και η παγίωση τέτοιων αναχρονιστικών πεποιθήσεων, σε καμία περίπτωση δε ταιριάζει σε μια χώρα στην οποία γεννήθηκε η Δημοκρατία. Πνοή αισιοδοξίας, οι αναρίθμητοι εθελοντές, οι οποίοι αν και προερχόμενοι από διαφορετικά υπόβαθρα ο καθένας, τείνουν “χέρι βοηθείας” σε όποιον το έχει ανάγκη, υποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά την ετοιμότητα και τη δυναμική παρουσία της Κοινωνίας των Πολιτών, μιας Κοινωνίας, χωρίς καμία απολύτως διαχωριστική γραμμή.
Για να σωθούμε, λοιπόν, από τον λαβύρινθο του παραλογισμού και των τυφλών ρατσιστικών παραληρημμάτων, οφείλουμε να αναλάβουμε δράση, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησαν αυτοί οι άνθρωποι. Άνθρωποι που ανέδειξαν εμπράκτως την αξία της ετερότητας και της διαπολιτισμικής επίγνωσης, ενδυναμώνοντας τον πολιτειακό πλουραλισμό και όχι καταστρατηγώντας τον. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της μετανάστευσης και του προσφυγικού, σε πραγματολογική βάση και όχι προωθώντας αποσπασματικές προσεγγίσεις και πυροδοτώντας ελλειμματικές αλήθειες, που το μόνο που καταφέρνουν είναι να καμουφλάρουν τραύματα και να διαμορφώνουν συνειδήσεις.
Αντί επιλόγου, θα επιστρέψω στην αρχική μου σκέψη.
Μόνο που τώρα, είμαι πολύ πιο αισιόδοξη.
Γιατί, κατά βάθος, πιστεύω πως “η προσφυγή στον άνθρωπο” θα αποτελεί πάντα τη λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα.
*το παρόν άρθρο δημιουργήθηκε στα πλαίσια του διαγωνισμού “Write for inclusion” της ActionAid