Συμπαθητικοί ολοκληρωτισμοί: η ελληνική ιδιαιτερότητα
Ότι η Ελλάδα ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφοροποιείται αισθητά από τις υπόλοιπες χώρες σε επίπεδο οικονομικών μεγεθών, είναι περισσότερο από σαφές. Ότι η χώρα μας διαφοροποιείται επίσης σε επίπεδο πολιτικής γεωγραφίας – είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης με εξαιρετικά υψηλή εκπροσώπηση στο χώρο της πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσαν στις πρόσφατες εθνικές εκλογές ποσοστό μεγαλύτερο του 36%) – είναι επίσης σαφές. Ότι στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης υπήρξε με τον πιο επίσημο τρόπο «συμφιλίωση» μεταξύ των αντιπάλων του εμφυλίου (ΚΚΕ και κομμουνιστογενή κόμματα – «αστικός» πολιτικός χώρος) και ότι καρπός της συμφιλίωσης αυτής είναι η συμπάθεια σημαντικού τμήματος του πολιτικού κόσμου αλλά και του ευρύτερου κοινού απέναντι στον ολοκληρωτισμό σταλινικού τύπου, είναι λιγότερο γνωστό τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πιο πρόσφατη έκφραση της συμπάθειας ή της ανοχής απέναντι στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, και ειδικότερα στη σταλινική του εκδοχή, υπήρξε η συμπεριφορά των Ελλήνων ευρωβουλευτών με αφορμή την τοποθέτησή τους απέναντι στο ψήφισμα της 19.9.2019 με το οποίο η μεγάλη πλειοψηφία του σώματος καταδίκασε τους δύο γνωστούς ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα, χωρίς να τους εξομοιώνει ως προς όλες τις μεθόδους που μετήλθαν για την εμπέδωση της κυριαρχίας τους. Η επίσημη ιστοσελίδα του Ευρωκοινοβουλίου μας πληροφορεί ότι στις 19.9.2019 653 ευρωβουλευτές (το 87,3% του συνόλου) συμμετείχαν στην ψηφοφορία για το ψήφισμα που καταδικάζει τον ναζισμό και τον σταλινισμό, ενώ 95 (12,7%) απείχαν. Από τους μετέχοντες στην ψηφοφορία 535 (82%) ψήφισαν υπέρ, 66 (10%) ψήφισαν κατά, και 52 (8%) έδωσαν λευκή ψήφο.
Ωστόσο αν εστιάσει κανείς στην Ελλάδα, η εικόνα αυτή αντιστρέφεται. Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη ελληνική ιδιαιτερότητα η οποία ξεκινά από την αναλογία των ευρωβουλευτών κομμάτων της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) επί του συνόλου των Ελλήνων βουλευτών στο ευρωκοινοβούλιο (8 στους 21, ποσοστό 38,1%). Ακόμη και αν αφαιρέσει κανείς τους δύο βουλευτές του ΚΚΕ, οι οποίοι δεν είναι ενταγμένοι στο κόμμα της Ενωμένης Ευρωπαϊκής Αριστεράς (GUE/NGL), η εθνική αναλογία Ελλήνων ευρωβουλευτών της Αριστεράς στο ευρωκοινοβούλιο είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως φαίνεται στο επόμενο γράφημα:
Το γράφημα δείχνει ότι το ποσοστό των Ελλήνων ευρωβουλευτών (28,6%) που είναι ενταγμένοι στην πολιτική ομάδα του ευρωκοινοβουλίου «Ενωμένη Ευρωπαϊκή Αριστερά» μαζί με τα αντίστοιχα της Κύπρου και της Ιρλανδίας είναι ιδιαίτερα υψηλό σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες, και ειδικότερα σε σύγκριση με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης όπου η Αριστερά (με την μορφή των ΚΚ) είχε κυβερνήσει στο παρελθόν επί δεκαετίες.
Πέρα, λοιπόν, από τις όποιες άλλες ιδιαιτερότητες της Ελλάδας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει μια κορυφαία πολιτική-ιδεολογική ιδιαιτερότητα άξια προσοχής και μελέτης: το θετικό ιδεολογικό φορτίο που έχουν οι λέξεις «αριστερά» και «κομμουνισμός» όχι για τα μέλη και τους συμπαθούντες κομμάτων όπως το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ ή άλλα μικρότερα, αλλά για μια μεγάλη ομάδα Ελλήνων. Πώς μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά το γεγονός ότι υπήρξε μόνον μία βουλευτής από τους 159 του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που συμμετείχαν στην ψηφοφορία, η οποία καταψήφισε το κείμενο του ψηφίσματος και αυτή ήταν Ελληνίδα; Πώς εξηγείται, επίσης, το γεγονός ότι από τους 159 ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που συμμετείχαν οι τρεις που έδωσαν λευκή ψήφο ήταν όλοι τους Έλληνες ευρωβουλευτές; Τέλος, πώς εξηγείται ότι από τους έξι (στους 129 που συμμετείχαν στη διαδικασία) ευρωβουλευτές της πολιτικής ομάδας «Σοσιαλιστές και Δημοκράτες» που καταψήφισαν το κείμενο ο ένας ήταν Έλληνας; Γενικότερα, πώς μπορεί να εξηγηθεί το φαινόμενο ότι η Ελλάδα έχει τα πρωτεία της ισχνότερης θετικής στάσης απέναντι στο συγκεκριμένο ψήφισμα σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης;
Είναι προφανές ότι η αρνητική στάση των Ελλήνων ευρωβουλευτών που ανήκουν στην παραδοσιακή ή την ανανεωτική Αριστερά απέναντι στο ψήφισμα δεν συνιστά ιδιαιτερότητα. Εκεί υπάρχει εξομοίωση των ευρωβουλευτών της ελληνικής Αριστεράς με τους ομολόγους των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συντεταγμένα τήρησαν αρνητική στάση απέναντι στο ψήφισμα. Η ιδιαιτερότητα αφορά την αρνητική στάση Ελλήνων ευρωβουλευτών που ανήκουν στον λεγόμενο «αστικό χώρο» (συντηρητικοί, κεντρώοι, σοσιαλδημοκράτες) των οποίων η στάση και η συμπεριφορά απέναντι στο ψήφισμα αυτό αποκλίνει αισθητά από τις αντίστοιχες των ομόλογων πολιτικών ομάδων στις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης και εξομοιώνεται με τη στάση της Αριστεράς.
Το κείμενο του ψηφίσματος δεν ήταν τέλειο, αλλά δεν χρειάζεται να συμφωνεί κανείς και με τα δευτερεύοντα σημεία ενός κειμένου για να το υπερψηφίσει. Πώς εξηγείται όμως η συμπάθεια των ευρωβουλευτών του «αστικού» χώρου απέναντι στις ιδεολογικές θέσεις, ερμηνείες και αξιολογήσεις ιστορικών γεγονότων που υιοθετούν οι συνάδελφοί τους της Αριστεράς, αν αυτή τους οδήγησε να τηρήσουν σαφώς αρνητική στάση (κατά ή λευκό) απέναντι στο ψήφισμα;
Παρά τα θρυλούμενα για την φθίνουσα πορεία της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς στην περιγραφή και ερμηνεία της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, η ηγεμονία αυτή σήμερα δεν κινδυνεύει. Πέρασε με επιτυχία την πιο δύσκολη δοκιμασία στην ιστορία της μετά τη μεταπολίτευση – η κατάρρευση των δικτατορικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων δεν φαίνεται να την επηρέασε – και κατάφερε όχι απλώς να διασωθεί, αλλά και να διεκδικήσει με αξιώσεις την πολιτική εξουσία, πέρα από την κυριαρχία της στον δημόσιο λόγο. Η εσωτερίκευση των ερμηνειών που εκπέμπει η Αριστερά για την ελληνική και ευρωπαϊκή Ιστορία εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού του λεγόμενου «αστικού» χώρου δείχνει πόσο ιδεολογικά αφοπλισμένος είναι ο χώρος αυτός και πόσο αντιπαραγωγική υπήρξε για αυτόν η απόφαση των ηγεσιών του να εκχωρήσουν το πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην Αριστερά και να ασχοληθούν με την «ουσία» της πολιτικής, δηλαδή με τη διαιώνιση της πολιτικής κυριαρχίας μέσω της συντήρησης και επέκτασης ενός μεγάλης κλίμακας δικτύου πελατειακών σχέσεων.
Η στάση των Ελλήνων ευρωβουλευτών του συντηρητικού, φιλελεύθερου και κεντρώου χώρου απέναντι στο ψήφισμα για την καταδίκη των ολοκληρωτισμών επιβεβαιώνει με τον πιο επίσημο τρόπο το ρεύμα συμπάθειας ή ανοχής απέναντι στον έναν από τους δύο υπαρκτούς ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα τόσο ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό, όσο και στο ευρύτερο κοινό. Κανένας πολιτικός τακτικισμός δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή τη στάση ως συμβιβασμό σκοπιμότητας προκειμένου να διασωθεί ένα μείζονος σημασίας διακύβευμα.
Όντως το ψήφισμα έχει σχέση με την πρόσφατη ευρωπαϊκή Ιστορία και επομένως η στάση κάποιου απέναντι σ’ αυτό συνδέεται άμεσα με τις γνώσεις που έχει για τα γεγονότα αυτής της Ιστορίας και τις ερμηνείες που υιοθετεί, αλλά και με τη βούλησή του να τις αξιοποιήσει. Η άρνηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων ευρωβουλευτών του συντηρητικού και φιλελεύθερου χώρου να υπερψηφίσουν το κείμενο του ψηφίσματος συνιστά στάση συμβατή με τις πεποιθήσεις και επιθυμίες των Ελλήνων ψηφοφόρων που εκείνοι εκπροσωπούν, αλλά και με τις πεποιθήσεις των ίδιων των ευρωβουλευτών που έχουν διαπαιδαγωγηθεί μέσα σε ένα περιβάλλον συμπάθειας για τους αγώνες και τα ιδεώδη της Αριστεράς.
Η εξιστόρηση και η ερμηνεία του ελληνικού εμφυλίου αποτελούν τη μήτρα αυτής της συμπάθειας και δεν είναι καθόλου παράδοξη η εσωτερίκευσή τους κάτω από συνθήκες ιδεολογικής ηγεμονίας: οι περιγραφές και οι ερμηνείες της πρόσφατης ελληνικής και ευρωπαϊκής Ιστορίας στην Ελλάδα της μεταπολιτευτικής περιόδου φέρουν τη σφραγίδα της Αριστεράς. Αυτή είναι εντέλει η ουσία της φράσης «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς. Η συμπεριφορά των Ελλήνων ευρωβουλευτών του συντηρητικού, φιλελεύθερου και κεντρώου χώρου, αλλά κυρίως η δημόσια αιτιολόγησή της εκ μέρους τους, αποδεικνύουν ότι το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς επί του παρόντος κάθε άλλο παρά λόγος κενός περιεχομένου είναι. Πρόκειται για ιδεολογικό πλεονέκτημα που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το δημιούργησε η συχνά αλλοπρόσαλλη τακτική του κράτους κατά την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής ανταρσίας, όταν λ.χ. βιαίως στρατολογηθέντες από τον «Δημοκρατικό Στρατό» που δεν είχαν καμία σχέση με την Αριστερά μετά τη σύλληψη ή την παράδοσή τους κατέληγαν στη Μακρόνησο και τα Γιούρα ως «επικίνδυνοι κομμουνιστές», ενώ κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης το ενίσχυσε η τακτική των κομμάτων του «αστικού» χώρου να υποστείλουν τη σημαία της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με την Αριστερά και να υιοθετήσουν τα αφηγήματά της για τον εμφύλιο και την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο. Η ελληνική ιδιαιτερότητα έχει κι αυτή την εξήγησή της.