Η ιστορία της Άννας που έπεσε θύμα εκδικητικής πορνογραφίας από τον κολλητό της
Έχεις μια ιδιαίτερη στιγμή με τον σύντροφό σου. Ο κολλητός σου, ο άνθρωπος που γνωρίζεις από μικρό παιδί και εμπιστεύεσαι σαν αδερφός σου, κρυφά και με τρόπο που ακόμη δεν έχει γίνει σαφής, βγάζει βίντεο από την ιδιαίτερη στιγμή σου και το στέλνει σε φίλους του.
Το βίντεο κυκλοφορεί μεταξύ της παρέας και οι μόνοι που δεν το γνωρίζουν είναι οι πρωταγωνιστές του.
Μπορεί για τους περισσότερους, όταν ακούνε για εκδικητική πορνογραφία να έχουν στο μυαλό τους για φωτογραφίες ή βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου που ανεβαίνουν στο διαδίκτυο, ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό.
Αυτή είναι η ιστορία της Άννας* και τη μοιράστηκε η ίδια με τη HuffPost.
Επίσης μιλήσαμε με την κα Καλλιόπη Ιωάννου**, Κλινική Εγκληματολόγο και διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSIi) ώστε να μας εξηγήσει, γιατί η εκδικητική πορνογραφία - ή «διαδικτυακός βιασμός» όπως λέγεται, είναι πιο σοβαρό φαινόμενο από όσο πιστεύουμε και τι πρέπει να κάνει όποιος πέσει θύμα.
Η ιστορία της Άννας
Η Άννα σήμερα είναι 19 ετών. Μεγάλωσε σε μια επαρχιακή πόλη και από μικρό παιδί έκανε παρέα με τον Αντώνη. «Ήμασταν φίλοι από μικρά παιδιά, ερχόταν συνέχεια σπίτι μου, έκαναν και οι γονείς μας παρέα», μου λέει.
Ένα βράδυ πριν δύο χρόνια περίπου, συναντά το αγόρι της, Μάριο, στο σπίτι του Αντώνη. Πηγαίνουν στο δωμάτιο και έχουν ερωτική επαφή. Με κάποιο τρόπο ο Αντώνης καταφέρνει να καταγράψει την επαφή και στη συνέχεια στέλνει το βίντεο στην κοινή τους παρέα.
Η Άννα δεν γνωρίζει τίποτα, κανένας δεν βρέθηκε να της πει ότι οι προσωπικές της στιγμές είχαν βγει κοινή θέα σε όλη την παρέα. Θα το μάθει ένα χρόνο αργότερα από τον ίδιο τον κολλητό της. Την περίοδο μάλιστα που έδινε Πανελλήνιες. «Δεν ήταν μόνο αυτό. Τότε ήταν μια πολύ άσχημη περίοδος γενικά. Διάβαζα για τις Πανελλήνιες, είχαμε και ένα σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα, ήταν άρρωστη η μαμά μου, έμαθα και αυτό… Ήταν όλα χάλια τότε», μου λέει.
-Πως αποφάσισε να σου αποκαλύψει την αλήθεια ο Αντώνης ένα χρόνο μετά;
-Το έμαθε η κοπέλα του και του είπε, ότι ή θα μου το πει ο ίδιος - ή θα έρθει εκείνη και θα μου πει την αλήθεια. Έτσι μου το αποκάλυψε.
Όμως ο Αντώνης δεν της είπε όλη την αλήθεια. Της είπε ότι έβγαλε το βίντεο από την κλειδαρότρυπα, ότι δεν φαινόντουσαν σχεδόν καθόλου, ότι το έστειλε μόνο σε ένα φίλο του και ότι το διέγραψε μετά. Ένα χρόνο μετά, στα γενέθλια της, η Άννα θα μάθει από μια φίλη της - ο αδερφός της οποίας είχε δει το βίντεο - ότι το έχουν αρκετά παιδιά από το χωριό που κατοικούσε, και το είχαν δει ακόμη περισσότερα.
«Δεν ξέρω πως είχε πρόσβαση στο δωμάτιο και έβγαλε το βίντεο. Ο ίδιος μου είπε ότι τα έβλεπε από την κλειδαρότρυπα, ενώ αυτό δε γίνεται. Υποθέτω ότι θα είχε πάει σε κάποιο μπαλκόνι. Δεν έμαθα ποτέ. Σκέφτηκα, επίσης ότι μπορεί να υπήρχε κάμερα στο δωμάτιο. Αλλά να πω την αλήθεια δεν έχω δει το βίντεο, δεν ξέρω πως τραβήχτηκε», μου λέει.
Ντρεπόμουν πάρα πολύ γιατί δεν είναι ωραίο να κυκλοφορεί ένα τέτοιο βίντεο για σένα. Και σκεφτόμουνα τι κακό έχω κάνει για να συμβούν όλα αυτάΆννα, 19 ετών
-Όταν το άκουσες πώς ένιωσες την πρώτη στιγμή;
-Πολύ άσχημα. Ντρεπόμουν πάρα πολύ γιατί δεν είναι ωραίο να κυκλοφορεί ένα τέτοιο βίντεο για σένα. Και σκεφτόμουνα τι κακό έχω κάνει για να συμβούν όλα αυτά. Φυσικά χάθηκε και η εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Γιατί τον είχα φίλο από μικρή. Δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο που έγινε όλο αυτό. Βέβαια τώρα μπορώ να το εξηγήσω. Αργότερα κατάλαβα ότι με ήθελε από μικρή. Όταν είχα χωρίσει με τον φίλο μου και πριν ακόμα μάθω τι είχε συμβεί, μου ζήτησε να είμαστε μαζί. Οπότε εκ των υστέρων κατάλαβα ότι γι’ αυτό το λόγο μάλλον το έκανε, επειδή δεν μπορούσε να με έχει.
Αργότερα θα μου επιβεβαιώσει η κα Ιωάννου ότι τέτοιες περιπτώσεις υποκινούνται από τη ζήλια.
Το ακόμη πιο τραγικό της υπόθεσης είναι ότι η Άννα γνώριζε και όλα τα άτομα που είχαν δει το βίντεο. Γιατί ζούσαν όλοι σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και όλα τα παιδιά γνωριζόντουσαν μεταξύ τους. Με κάποιους μάλιστα έκαναν και παρέα.
«Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί και εκείνοι μπήκα στη διαδικασία να το στείλουν σε άλλους. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κανένας δεν κατάλαβε ότι είναι κάτι πολύ άσχημο όλο αυτό. Κανένας δεν βρέθηκε να το σταματήσει».
Η αποκάλυψη στους γονείς
Μετά από πολύ κόπο, και ενώ είχε πει μέσα της ότι δεν θα το πει ποτέ στους γονείς της, τελικά το μοιράστηκε μαζί τους.
«Ντρεπόμουν πάρα πολύ. Στην αρχή έλεγα ότι δεν θα το πω ποτέ στους γονείς μου. Ήξεραν ότι είχα σχέση με αυτό το αγόρι, αλλά δεν ήθελα να μάθουν ότι υπάρχει τέτοιο βίντεο. Αλλά επειδή κόψαμε απότομα την παρέα με τον Αντώνη -εκεί που ήταν κάθε μέρα σπίτι μας, μιλάγαμε συνέχεια, τον ανέφερα όλη την ώρα- άρχισαν να με ρωτάνε συνέχεια γιατί δεν μιλάμε και τι έγινε. Στην αρχή τους είχα πει ότι μου είχε κάνει κάτι πολύ σοβαρό, το οποίο δεν μπορώ να τους το πω, και γι’ αυτό τον λόγο έχω απομακρυνθεί. Όταν έμαθα από τη φίλη μου ότι είχαν το βίντεο και άλλα άτομα –κάτι που δεν ήξερα πριν- έβαλα τα κλάματα και με είδαν. Άρχισε να με ρωτάει πάλι η μητέρα μου τι έχει γίνει και της το παραδέχτηκα».
-Στον Μάριο (σ.σ. το τότε αγόρι της) το είπες;
-Το ήξερε, του το έχει πει ο Αντώνης πριν το πεις σε εμένα. Αλλά και σε εκείνον είπε ψέματα. Ότι είχε βγάλει ένα βίντεο που κρατούσε 5 δευτερόλεπτα, ότι δεν φαινόμασταν καθόλου γιατί ήταν σκοτεινά και ότι κατάλαβε αμέσως το λάθος του και το έσβησε κατευθείαν. Είχαμε ήδη χωρίσει τότε και δεν μου είπε τίποτα για να μη με στεναχωρήσει επειδή είμασταν κολλητοί με τον Αντώνη. Αλλά μου είχε πει να τον προσέχω.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κανένας δεν κατάλαβε ότι είναι κάτι πολύ άσχημο όλο αυτό. Κανένας δεν βρέθηκε να το σταματήσει.Άννα, 19 ετών
Η Άννα, παρά τις δυσκολίες που πέρασε, κατάφερε να περάσει στις Πανελλήνιες και να φύγει σε άλλη πόλη. Δεν έχει πλέον καμία επαφή με κανέναν από αυτούς και όταν πηγαίνει στο χωριό της, προσπαθεί να τους αγνοεί εντελώς.
Γιατί δεν έφτασε την υπόθεση στο δικαστήριο
Οι γονείς της, της πρότειναν να προχωρήσουν το θέμα δικαστικά, αλλά η Άννα δεν ήθελε. Και δεν το έχει μετανιώσει. «Ακόμη και τώρα να μου το ζήταγαν, πάλι δεν θα πήγαινα στο δικαστήριο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ να είμαι σε αυτόν τον χώρο, με άτομα που γνωρίζω από μικρό παιδί και να λέω και να ξαναλέω τι έχει συμβεί. Είναι πολύ βαρύ για μένα όλο αυτό».
Διαδικτυακό βιασμό δεν κάνουν μόνο οι πρώην σύντροφοι
«Γιατί η υπόθεση της Άννας υπάγεται στο φαινόμενο της εκδικητικής πορνογραφίας;», ρωτάω την κα Ιωάννου.
«Γιατί περιλαμβάνει τη δημοσίευση και την αναπαραγωγή προσωπικού σεξουαλικού περιεχομένου χωρίς τη συναίνεση του θύματος. Αν και στις περισσότερες υποθέσεις οι δράστες, συνήθως είναι πρώην ερωτικοί σύντροφοι, οι οποίοι, κάτω από ορισμένες συνθήκες (για παράδειγμα, διαζύγιο/χωρισμός), επιθυμούν να πάρουν εκδίκηση, στην περίπτωση της Άννας, ο δράστης ήταν ένα άτομο προερχόμενο από το οικείο περιβάλλον της, το οποίο ενήργησε έτσι πιθανώς υποκινούμενο από συναισθήματα, θυμού, ζήλιας και φθόνου».
Ο «σκοτεινός αριθμός» της εγκληματικότητας
Δυστυχώς το φαινόμενο, αν και μεγάλο, δεν μπορεί να καταγραφεί, γιατί τα θύματα σπάνια θα φτάσουν στις αρχές.
«Η εκδικητική πορνογραφία ή «διαδικτυακός βιασμός», όπως επίσης αποκαλείται, είναι από χρόνια γνωστή στις ελληνικές Αρχές, με πολλά παρόμοια περιστατικά. Ωστόσο, το φαινόμενο δεν μπορεί να καταγραφεί. Σε αυτό βασικό ρόλο παίζει ο αποκαλούμενος ”σκοτεινός αριθμός” της εγκληματικότητας. Ο σκοτεινός αριθμός (εγκλήματα που δεν γίνονται γνωστά, εγκληματίες που δεν συλλαμβάνονται) είναι μεγάλος σε αυτές τις περιπτώσεις, καθώς τα θύματα δύσκολα αναφέρουν στις Αρχές τους εκβιασμούς που δέχονται.
Το «slut shaming» και η κουλτούρα του βιασμού
«Γιατί τα θύματα δεν μιλάνε;», ρωτάω.
«Κυρίως λόγω ντροπής και αμηχανίας που μπορεί να αισθάνονται αλλά και της στιγματοποίησης που φέρει η αναγνώριση της θυματοποίησής τους (δευτερογενής θυματοποίηση)», μου εξηγεί η κα Ιωάννου και συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά τα στοιχεία αποτυπώνονται και στην περίπτωση της Άννας.
«Οι περιπτώσεις εκδικητικής πορνογραφίας είναι αμέτρητες και οι περισσότερες δεν γίνονται γνωστές ούτε στο οικογενειακό περιβάλλον των θυμάτων, γιατί, συνήθως, το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι η ντροπή και η αμηχανία που τους προκαλεί η εμπλοκή σε μια τέτοια κατάσταση. Σε αυτό συμβάλλει σημαντικά το γνωστό «slut shaming» και η κουλτούρα του βιασμού. Πρόκειται για βαθιά ριζωμένες ιδέες στην κοινωνία οι οποίες είναι εφάμιλλες με τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση, την εμμονή σε υποτιθέμενους βιολογικούς ρόλους των φύλων και τις γενικότερες σεξιστικές αντιλήψεις του πληθυσμού. Μέσα στην κουλτούρα του βιασμού η αντρική έκφραση βίας θεωρείται κάτι φυσιολογικό, σωστό, βιολογικά λογικό, ακόμη και επιθυμητό. Ταυτόχρονα η γυναικεία υποταγή αντιμετωπίζεται ως χάρισμα και απαιτούμενο χαρακτηριστικό της θηλυκότητας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, τα θύματα σεξουαλικής βίας, σεξουαλικής και εκδικητικής πορνογραφίας μειώνονται, κατηγορούνται και αμφισβητούνται διαρκώς (ειδικά οι άντρες-θύματα). Συνήθως, οι πληροφορίες που δεχόμαστε σε σχέση με την εκδικητική πορνογραφία ρίχνουν μεγάλο βάρος της ευθύνης στο τι πρέπει να κάνουν οι γυναίκες για να αποφύγουν να τους συμβεί κάτι τέτοιο, αντί να επιδιώκεται το να αποτρέπονται, να συλλαμβάνονται και να δικάζονται επιτυχώς οι δράστες. Κι όσο πιο μικρής ηλικίας είναι το θύμα, τόσο δυσκολότερο είναι να ζητήσει βοήθεια, οπότε η ψυχολογική πίεση που συσσωρεύεται μπορεί να οδηγήσει σε όλο και πιο ακραίες συμπεριφορές».
Συνήθως, οι πληροφορίες που δεχόμαστε σε σχέση με την εκδικητική πορνογραφία ρίχνουν μεγάλο βάρος της ευθύνης στο τι πρέπει να κάνουν οι γυναίκες για να αποφύγουν να τους συμβεί κάτι τέτοιο, αντί να επιδιώκεται το να αποτρέπονται, να συλλαμβάνονται και να δικάζονται επιτυχώς οι δράστες.Καλλιόπη Ιωάννου, Κλινική Εγκληματολόγος και διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSIi)
Τι πρέπει να κάνουμε προληπτικά
Σε αρκετές περιπτώσεις εκδικητική πορνογραφίας, το θύμα είναι συνήθως εκείνο που θα στείλει το υλικό, κυρίως στον σύντροφο του. Ωστόσο, όπως μας λέει η κα Ιωάννου, «δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η κάθε προσωπική μας φωτογραφία είναι ασφαλής, από τη στιγμή που πατάμε το κουμπί αποστολής».
«Οι περισσότεροι από εμάς δεν θέλουν να ζήσουν σε έναν κόσμο όπου δεν μπορούμε να στείλουμε προσωπικές φωτογραφίες σε κάποιον με το οποίον γνωρίζουμε καλά. Ωστόσο, η θλιβερή πραγματικότητα είναι θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεχτικοί με ποιον μοιραζόμαστε προσωπικές μας πληροφορίες», τονίζει.
Όπως σημειώνει, ακόμη και αν εμπιστευόμαστε το άτομο στο οποίο στέλνουμε προσωπικές μας φωτογραφίες, δεν μπορούμε να ελέγξουμε ποτέ τον τρόπο με τον οποίον μπορεί να αλλάξει η σχέση αυτή. Ενώ ακόμη και αν νομίζουμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιούμε με ασφάλεια εφαρμογές, όπως το Snapchat και το Cyberdust, γιατί ισχυρίζονται ότι οι φωτογραφίες εξαφανίζονται μετά την προβολή τους, ωστόσο κανείς δεν μας εγγυάται ότι ο δέκτης δεν θα τραβήξει στιγμιότυπο οθόνης (snapshot) .
Τι πρέπει να κάνουμε αν πέσουμε θύματα
«Το μήνυμα προς τα θύματα είναι σαφές: Μην ντρέπεστε, μη φοβάστε, προχωρήστε σε καταγγελία».
Μερικά από τα βήματα που το θύμα θα πρέπει να ακολουθήσει είναι τα εξής:
1. Να προβεί σε νομικές ενέργειες
Αν είστε ήδη θύμα πορνογραφικής εκδίκησης, μπορείτε να αναζητήσετε νομικό σύμβουλο . Αν ακολουθήσετε αυτή τη διαδρομή, είναι σημαντικό να ενεργήσετε γρήγορα, να εντοπίστε και παρακολουθήστε κάθε ιστοσελίδα όπου υπάρχουν οι φωτογραφίες σας. Στη συνέχεια, επικοινωνήστε με τους ιστότοπους που έχουν τις εικόνες αυτές και ζητήστε τους να τις αφαιρέσουν, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου το άτομο που ανέβασε τη φωτογραφία βρεθεί μπορείτε να λάβετε νομικά μέτρα εναντίον του.
2. Νόμοι περί πνευματικών δικαιωμάτων
Το εκτιμώμενο 80% των φωτογραφιών εκδικητικής πορνογραφίας θεωρούνται selfies, πράγμα που σημαίνει ότι το θέμα και ο φωτογράφος είναι το ίδιο. Έτσι αν είναι η φωτογραφία σας, έχετε τα πνευματικά δικαιώματα. Για αυτό δεν πρέπει να διαγράψετε την αρχική εικόνα που τραβήξατε.
-Τι προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίσουν τα θύματα στο μέλλον;
-H μη συναινετική δημοσιοποίηση προσωπικού σεξουαλικού περιεχομένου θεωρείται υποκατηγορία ενός ευρύτερου φαινομένου, της άσκησης βίας μέσω διαδικτύου. Η έρευνα μου σε 20 υποθέσεις εκδικητικής πορνογραφίας στo Hνωμένο Βασίλειο κατέδειξε ότι μετά τη δημοσίευση του σεξουαλικού περιεχομένου, οι συνέπειες για τα θύματα μπορεί να αποβούν καταστροφικές.
Συγκεκριμένα, διακρίνονται τρεις κύριες επιδράσεις του φαινομένου της εκδικητικής πορνογραφίας: αρχικά, προβλήματα στην καριέρα και στις διαπροσωπικές σχέσεις, που μπορεί να προκύψουν μετά τη δημοσίευση του αποκαλυπτικού υλικού. Επίσης, δημιουργούνται αυτοκτονικές τάσεις, ειδικά όσον αναφορά γυναίκες με ευάλωτη προσωπικότητα. Τέλος, η ανάρτηση των γυμνών φωτογραφιών μπορεί να συνδυάζεται και με άλλες μορφές εκβιασμού (π.χ. χρηματικού).
Επιπλέον τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν ότι υπάρχουν σαφείς ομοιότητες μεταξύ των θυμάτων βιασμού/σεξουαλικής κακοποίησης και των θυμάτων εκδικητικής πορνογραφίας. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν κοινά προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως κατάθλιψη, άγχος, κατάχρηση ουσιών και διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD).
-Διαγράφονται ποτέ από το ίντερνετ φωτογραφίες και βίντεο που έχουν ανέβει με τέτοιο τρόπο ή δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι ότι θα εξαφανιστούν εντελώς;
-Το υλικό που ανεβαίνει σε ένα site πορνογραφικού περιεχομένου είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί κι ακόμα πιο δύσκολο να κατέβει από το Διαδίκτυο από τη στιγμή που δημοσιοποιείται. Τα πιο πολλά sites έχουν υπο-sites όπου μοιράζονται τα βίντεο ή οι φωτογραφίες και σχεδόν όλα δίνουν τη δυνατότητα για download, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί οποιοσδήποτε να κατεβάσει το υλικό στον υπολογιστή του και στη συνέχεια να το μοιραστεί.
Τι γίνεται με την ποινική δίωξη
Όσο για την ποινική δίωξη, σύμφωνα με την κυρία Ιωάννου, δυστυχώς στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. οι διάφορες μορφές διαδικτυακής βίας σε βάρος κυρίως ανήλικων κοριτσιών αλλά και ενηλίκων δεν διώκονται ποινικά. Οι χώρες της Ε.Ε. που θέσπισαν διατάξεις για την ποινικοποίηση του Revenge Porn (εκδικητική πορνογραφία) είναι: Γερμανία, Γαλλία, Μάλτα, Ηνωμένο Βασίλειο. Ανάλογες διατάξεις είναι υπό διαμόρφωση σε Ιρλανδία και Σλοβενία.
«Γενικά, ανοίγει ένας φαύλος κύκλος από τον οποίο πάρα πολύ δύσκολα μπορείς να ξεφύγεις. Ο κόσμος θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Ελληνική Αστυνομία δεν μπορεί να κατεβάσει το υλικό με το σεξουαλικό περιεχόμενο. Μπορεί να εκκινήσει τη διαδικασία προς εντοπισμό του ενόχου και ο ένοχος θα λογοδοτήσει στο δικαστήριο. Τα δικαστήρια, κατόπιν απόφασης, μπορούν να το κατεβάσουν μετά από σχετικές διαδικασίες. Εν ολίγοις, εάν κάποιο πορνογραφικό υλικό είναι ήδη στον ”αέρα”, η Ελληνική Αστυνομία το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βρει τον δράστη. Αν κάποιος θέλει να κατεβάσει τις φωτογραφίες, γίνονται ενέργειες με άλλους τρόπους, από γραφεία τα οποία είναι εξειδικευμένα στο να κατεβάζουν αυτές τις φωτογραφίες νόμιμα, μέσα από δικαστικές ενέργειες.
Οι υποθέσεις που οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη αφορούσαν εκβιασμό μέσω απειλής δημοσιοποίησης υλικού σεξουαλικού περιεχομένου. Η παραβίαση προσωπικών δεδομένων είναι κακουργηματικού χαρακτήρα αδίκημα και επιφέρει βαριές ποινές. Το εύρος των ποινών ποικίλλει, γιατί μπορεί η πρακτική αυτή να συνυπάρχει με τα αδικήματα της εκβίασης, της απειλής ή της άσκησης παράνομης βίας κ.λπ.».
*Τα ονόματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας έχουν αλλάξει για τη διαφύλαξη της ιδιωτικότητάς τους.
** Καλλιόπη Ιωάννου, διευθύντρια Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSIi), Κλινική Εγκληματολόγος, Σύμβουλος Οικογένειας και Υποστήριξης Θυμάτων, Υποψήφια Διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο του Essex.