Ευρώπη, business και πολιτική
Σε παλιότερες εποχές, όποιος ασκούσε κριτική στον καπιταλισμό χαρακτηριζόταν αντισημίτης. Στην σημερινή εποχή όποιος ασκεί κριτική στη θεσμική Ευρώπη χαρακτηρίζεται λαϊκιστής και ευρωσκεπτικιστής. Έχει διαφορά η εθνικιστική υστερία από την εμμονική ευρωλαγνεία;Παθολογίες είναι και οι δύο. Η δεύτερη πολύ ενδιαφέρουσα γιατί υπό τον μανδύα της μετριοπάθειας καλύπτει αριστοτεχνικά την εγγενή ακρότητα της.
Άραγε ολιγάρχες βρίσκουμε μόνο στη Ρωσία, διαφθορά και διαπλοκή στα Βαλκάνια και κάστες στην Ινδία;
Το πρόβλημα είναι ότι όπως έλεγε ο Μ. Φουκό κάτι που επαναλαμβάνεται με αδιάλειπτο τρόπο τείνει να γίνει κανονικότητα, και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις επιβληθείσες νόρμες διάσωσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού του 21 αι. αλλά και για τις (σιωπηρές αλλά θεσμοθετημένες) διευθετήσεις διατήρησης και επέκτασης των προνομίων και του χώρου άσκησης εξουσίας των διαχειριστών του.
Στους χώρους άσκησης των ευρωπαϊκών εξουσιών, οι μάχες για διατήρηση και μεγιστοποίηση των κεκτημένων είναι ατέρμονη. Στην περίπτωση της θεσμικής Ευρώπης, η αλληλοδιείσδυση της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας δεν αποτελεί απλώς μία σοβαρή στρέβλωση αλλά βρίσκεται στον πυρήνα της λογικής του συστήματος. Είναι αυτό που ονομάζουμε το ζήτημα των περιστρεφόμενων θυρών ή αλλιώς (re)pantouflage.
Aς θυμηθούμε το σκάνδαλο με τον Μ. Μπαρόζο που από την Ευρ. Επιτροπή βρέθηκε στην Goldman Sachs. Ο απερχόμενος γερμανός Επίτροπος (CDU) προϋπολογισμού του J.C. Juncker, G. Oettinger, πριν ακόμα αποχωρήσει από το δημόσιο αξίωμα του ανακοίνωσε ότι συστήνει εταιρία λόμπινγκ. Η νέα γαλλίδα Επίτροπος για την Εσωτερική Αγορά Sylvie Goulard δίνει εξηγήσεις αυτές τις μέρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για σκάνδαλο με κοινοβουλευτικούς βοηθούς την περίοδο που ήταν ευρωβουλεύτρια, ενώ συγχρόνως αμειβόταν μηνιαίως με το ποσό των 10.000 ευρώ από think tank. Σύμφωνα με νέα στοιχεία, το 1/3 των ευρωβουλευτών έχουν παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα, κυρίως στο χώρο του lobbying.
Στο χώρο των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών, ο νέος επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών είναι ο ισπανός J.M. Campa, πρώην λομπίστας στη Τράπεζα Santader, ενώ το νούμερο δύο της Αρχής A. Farkas αποχωρεί και αναλαμβάνει την ηγεσία της Ένωσης Χρηματοοικονομικών Αγορών στην Ευρώπη που είναι ένα από τα ισχυρότερα χρηματοοικονομικά λόμπι. Εδώ και χρόνια η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας τροφίμων βρίσκεται υπό τον έλεγχο του βιομηχανικού λόμπι. Ο σλοβένος Επίτροπος J. Potocnik για τη Διεύρυνση, την Έρευνα και την Επιστήμη και το Περιβάλλον την περίοδο της Προεδρίας Barroso έγινε μετά το τέλος της θητείας του Πρόεδρος του FFA (Φόρουμ για το μέλλον της γεωργίας που δημιουργήθηκε από τη Syngenta!).
Τα παραδείγματα αφθονούν… θυμίζοντας μας ότι αυτή η ιστορία είναι παλιά και έχει τη ρίζα της σε εθνικές παραδόσεις. Όπως ο σημερινός διευθυντής του γάλλου Υπουργού οικονομικών B. Le Maire που πριν δούλευε στην ιταλική τράπεζα Mediobanca η οποία επιλέχθηκε για να συμβουλέψει το κράτος κατά την ιδιωτικοποίηση του αεροδρομίου της Νίκαιας. Κατά τύχη η εν λόγω τράπεζα ήταν και μέτοχος της κοινοπραξίας που κέρδισε τελικά το διαγωνισμό. Γιατί να μας ξαφνιάζει; Στη Γαλλία του 19 αι. η συμπαιγνία της πολιτικής εξουσίας με τους τραπεζίτες ήταν δεδομένη. Η εθνική νομοθεσία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν απαγορεύει ο βουλευτής να έχει παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα. Στην Ελλάδα, η μίνι συνταγματική αναθεώρηση του 2008 ήρε το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών που ίσχυε από το 2001.
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή εκδοχή του φαινομένου είναι ακόμα πιο ανησυχητική γιατί επιτρέπει σε αυτήν τη δημοσιο-ιδιωτική κάστα να λειτουργεί ακομπλεξάριστα σε ένα πεδίο δράσης που με γεωγραφικούς όρους είναι μακριά από τους πολίτες. Σε αυτό βοήθησε πολύ η αγγλοσαξωνικής επιρροής ’τυραννία του κεφαλαίου´ που επηρέασε την πολιτική και γραφειοκρατική κουλτούρα της ηπειρωτικής Ευρώπης απενοχοποιώντας την επιχειρηματική στροφή της. Γιατί να αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι υψηλά στελέχη ευρωπαϊκών θεσμών ή ρυθμιστικών αρχών προέρχονται από εποπτευόμενο φορέα (Τράπεζες, βιομηχανία, πολυεθνικοί όμιλοι, ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα και συμβουλευτικές εταιρίες κτλ.) και, μετά το τέλος της δημόσιας θητείας του επιστρέφουν σε αυτόν;
Παλαιότερα ο Th. Lowi αλλά και πιο πρόσφατα ο J. Stiglitz, μεταξύ άλλων, εξηγούν το πρόβλημα της ’ρυθμιστικής αιχμαλωσίας´ (agency capture). Ένας πολιτικός θεσμός, ένας ρυθμιστικός/εποπτικός φορέας «αιχμαλωτίζεται» από εκείνους που υποτίθεται ότι ελέγχει ή εποπτεύει όταν η πολιτική που εφαρμόζει και οι ρυθμίσεις που υιοθετεί αντανακλούν περισσότερο τα συμφέροντα, τις απόψεις και άρα τον τρόπο σκέψης εκείνων που υποτίθεται ότι εποπτεύει, παρά το δημόσιο συμφέρον. Μια άλλη παράμετρος που κάνει το ζήτημα ακόμα πιο σύνθετο είναι ότι σε περιβάλλον ‘αιχμαλωσίας´ οι θεσμοί και οι φορείς αναπτύσσουν όλο και περισσότερο τη δομική τους ισχύ λόγω της ‘ειδικής εμπειρογνωμοσύνης’ και της ‘γνωστικής’ ικανότητας των (νεο)φερμένων στελεχών τους που ‘ξέρουν καλά την αγορά’.
Πώς αντιμετωπίζει το ζήτημα η ΕΕ;Η Ευρ. Επιτροπή έφτιαξε μια εσωτερική Επιτροπή ηθικής, προώθησε μητρώο διαφάνειας και κώδικα δεοντολογίας ... Η νέα Πρόεδρος U. von der Leyen υπόσχεται μια νέα ‘ανεξάρτητη’ Επιτροπή που θα παρακολουθεί την τήρηση του κώδικα δεοντολογίας σε όλους τους θεσμούς της ΕΕ. Πρόκειται για ισχνές μεταρρυθμίσεις βιτρίνας που δεν αναμορφώνουν ουσιαστικά το κανονιστικό πλαίσιο της εσωτερικής λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών, ούτε καταπολεμούν τα όλο και περισσότερα κρούσματα σύγκρουσης και διαφθοράς συμφερόντων.
Αλλά ακόμα και μια μεγάλη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση, όπως η προώθηση ενός αυστηρού κανονιστικού πλαισίου με απαγορευτικά ασυμβίβαστα χωρίς χρόνο λήξης ή και η ενίσχυση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή με ελεγκτικές και κυρωτικές αρμοδιότητες με δυνατότητα προσφυγής στο ΔΕΕ δεν θα ήταν αρκετή. Η κυρίαρχη κουλτούρα των ιδιωτικοποιήσεων διευκολύνει την αιχμαλωσία των θεσμών. Οι κυβερνήσεις λειτουργούν ως μεσάζοντες όπου οι ανώτεροι αξιωματούχοι της είναι υπεύθυνοι για την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και λίγο αργότερα τους βλέπουμε να αναλαμβάνουν τον έλεγχο μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Κοιτάξτε τις γαλλικές τράπεζες, διοικούνται από πρώην επικεφαλής Οικονομικούς Επιθεωρητές, ορισμένοι εκ των οποίων επιστρέφουν μάλιστα ξανά στο δημόσιο ‘ιδιωτικοποιώντας’ τα δημόσια αξιώματα που επανακατέχουν.
Οσο περισσότερο ιδιωτικοποιούνται οι υποδομές, οι φυσικοί πόροι και τα μέσα παραγωγής τόσο περισσότερο υπονομεύεται η έννοια του δημοσίου συμφέροντος και τα εχέγγυα άσκησης της δημόσιας εξουσίας για την προάσπιση του. Η υψηλή γραφειοκρατική και η πολιτική ολιγαρχία με αλληλεπάλληλα πηγαινέλα σε πόστα στην ιδιωτική οικονομία καθιστά πορώδη τα σύνορα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Καμία από τις άλλες κρίσεις που ταλανίζουν τις σημερινές κοινωνίες δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί αν συνεχισθεί η συρρίκνωση του χώρου του δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο πρόβλημα σύγκρουσης δημοσίου συμφέροντος και ιδιωτικών συμφερόντων, όχι μόνο με ποινική αλλά και με συνταγματική διάσταση. Τό πρόβλημα αυτό μας αφορά όλους.Όποιες σοβαρές απόπειρες επιχειρηθούν στο μέλλον για να σπάσουν τέτοιου είδους ‘κανονικότητες’ εύλογα θα δημιουργήσουν πανικό και θα χαρακτηριστούν πιθανώς υπερβολικές και συνωμοσιολογικές. Όμως ας μη ξεχνάμε ότι η συνωμοσιολογία είναι καταρχήν όπλο των ισχυρών που μπορούν και το στρέφουν στους αδύναμους, αφήνοντας τους να το οικειοποιηθούν και να το χρησιμοποιούν ανεξέλεγκτα και άρα εν τέλει εις βάρος τους ...