Freedom Candlemaker: Τα τραγούδια μου φωτίζουν σκοτεινές περιοχές της ανθρώπινης ψυχής
Γνωρίσαμε τον Κύπριο Λευτέρη Μουμτζή - όταν ακόμα σπούδαζε μουσική στην Αγγλία - με τον πρώτο δίσκο του ως J. Kriste, Master Of Disguise αν και προϋπήρχαν οι Τρίο Τεκκέ, ένα συγκρότημα που είχε σχηματίσει με έναν Κύπριο συμφοιτητή του και έναν Σκότο και το οποίο, αρχικά τουλάχιστον και μέχρι να αρχίσει να γράφει δικά του, ειδικευόταν στις πρωτότυπες διασκευές κλασικών ρεμπέτικων τραγουδιών. Μεσολάβησε η επιστροφή του στην Κύπρο και η ίδρυση της δικής του ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας αλλά και του φεστιβάλ Φέγγαρος του οποίου είναι καλλιτεχνικός διευθυντής και έτσι τίποτα δεν μας είχε προετοιμάσει – ούτε καν ο ίδιος δεν το περίμενε! – για το «Beaming Light».Αυτός είναι ο τίτλος του album που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες ως Freedom Candlemaker (η αγγλική μετάφραση το ονοματεπωνύμου του) στην, επίσης ανεξάρτητη, Inner Ear της Πάτρας, δηλαδή ενός «φωτεινού», ηλεκτρικού pop/rock δίσκου ο οποίος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την μελαγχολική ακουστική σχεδόν folk των πρώτων εργασιών του. Συνομίλησα μαζί του για αυτόν αλλά και για το πως είναι το να λειτουργείς ως μουσικός σε δύο χώρες, έστω και αν η δεύτερη είναι τόσο «κοντινή» και συγγενική, αν όχι αδελφή, της δικής σου.
Είναι η ιδέα μου ή τα τελευταία χρόνια ζεις περισσότερο στην Ελλάδα – και μάλλον συγκεκριμένα στην Θεσσαλονίκη – από όσο στην Κύπρο; Αν ναι, τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή πέραν ίσως από προσωπικούς λόγους που αφορούν μόνον εσένα;
Θα ήθελα πάρα πολύ να περνώ περισσότερο χρόνο στην αγαπημένη Θεσσαλονίκη όπου έχω και πολλούς αγαπημένους φίλους αλλά η αλήθεια είναι ότι ζω στην Κύπρο τον περισσότερο χρόνο. Ξοδεύω όμως αρκετό χρόνο στην Αθήνα όπου βρίσκομαι σχεδόν κάθε ένα – δύο μήνες, ανάμεσα σε άλλα επειδή εκεί είναι και η έδρα της μπάντας μου.
Ανεξάρτητα από το που έχουν γραφτεί τα τραγούδια προσεγγίζεις διαφορετικά την διαδικασία υλοποίησης ενός δίσκου αν τον ηχογραφήσεις στην Ελλάδα ή στην Κύπρο ή αυτό έχει να κάνει μόνο με καθαρά πρακτικούς λόγους οπότε δεν επηρεάζει καθόλου το αποτέλεσμα;
Σίγουρα είναι διαφορετικές οι διαδικασίες. Στην Ελλάδα δρω περισσότερο με πρόγραμμα διότι έρχομαι για συγκεκριμένο λόγο και έχω προγραμματισμένα sessions στο στούντιο, με συγκεκριμένους μουσικούς και συγκεκριμένες ημέρες. Στην Κύπρο είναι λίγο πιο χαλαρά τα πράγματα. Αυτό που παίζει ρόλο νομίζω - με τον τρόπο που το ρωτάς - είναι πού είναι η «βάση» του δίσκου. Η «βάση» του «Beaming Light» σε αυτή την περίπτωση ήταν η Αθήνα όπου έγιναν οι περισσότερες ηχογραφήσεις για τον κυρίως κορμό του και όπου ζει ο παραγωγός μου Άλεξ Μπόλπασης παρότι όλα τα τραγούδια είχαν γραφτεί στην Κύπρο. Κατ’ επιλογή ο δίσκος αυτός πήρε αρκετό χρόνο για να ολοκληρωθεί και αυτό βοήθησε και στο να μεστώσει μέσα μου νοηματικά. Βέβαια η διαδικασία υλοποίησης του κάθε δίσκου είναι μια επιλογή την οποία κάνεις και οφείλεις να ακολουθήσεις.
Οταν ξεκινούσες, τουλάχιστον στην Ελλάδα, ως J Kriste, Master Of Disguise φανταζόσουν ότι θα έκανες ποτέ ένα album σαν το «Beaming Light»;
Όταν ξεκινούσα στην Ελλάδα ήμουν ακόμα κάτοικος Αγγλίας και είχα έρθει σαν πείραμα για να ηχογραφήσω κάποια «ορφανά» τραγούδια με τον φίλο και πρώην συμφοιτητή μου, τον Άλεξ Μπόλπαση, ο οποίος μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα και αρχίσει να δουλεύει σαν ηχολήπτης σε ένα στούντιο στην Αθήνα. Δεν ήξερα καν ότι αυτό θα γινόταν το δεύτερο album μου σαν J. Kriste, Master Of Disguise. Δεν φανταζόμουν τίποτα για το μέλλον και ήμουν απλά ενθουσιασμένος με την κάθε ημέρα που ξοδεύαμε στο στούντιο και με την ανταπόκριση από όλους τους μουσικούς που δέχονταν την πρόσκλησή μου na έρθουν να παίξουν στον δίσκο. Ούτε καν ότι θα κυκλοφορούσε δεν ήξερα! Η Ελλάδα ήταν για εμένα ένας πολύ καινούριος χώρος που δεν είχα ακόμα εξερευνήσει. Δεν είχα σκεφτεί ότι δέκα χρόνια αργότερα θα ξαναδούλευα με τον Άλεξ σε μια πιο ώριμη φάση μας για να φτιάξουμε ένα δίσκο σαν το «Beaming Light». Το «Girls, Ghosts And Gods» που φτιάξαμε τότε ήταν ένας σχεδόν ακουστικός δίσκος με πολλά έγχορδα, χαρακτηριστικός της φάσης που περνούσα εκείνη την περίοδο στο Λονδίνο.
Πού πήγε αλήθεια η μελαγχολία ή και θλίψη ακόμα οι οποίες κατά κύριο λόγο χαρακτήριζαν το μέχρι τώρα έργο σου και ξαφνικά σου προέκυψε ένα album που θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει όχι μόνο φωτεινό αλλά ακόμα και αισιόδοξο;
Είναι ενδιαφέρον που αναφέρεσαι στην μελαγχολία και στη θλίψη όσον αφορά στις προηγούμενές μου δουλειές επειδή πότε δεν το σκέφτηκα, ούτε το προσέγγισα με αυτό τον τρόπο. Στόχος μου πάντα ήταν να φωτίσω κάποιες περιοχές της ανθρώπινης ψυχής, πράγμα το οποίο ακόμα κάνω. Απλά η δουλειά μου έχει να κάνει με την προσωπική μου πορεία σαν άνθρωπος και αυτό διαφαίνεται μέσα από το έργο μου. Πάντα προσπαθούσα να παραγάγω ομορφιά μέσα από οποιοδήποτε συναίσθημα, όσο δυσβάσταχτο και αν ήταν αυτό.
Πέραν από την έμπνευση για κάθε τραγούδι ξεχωριστά υπήρξε κάτι σαν αφορμή που σε οδήγησε στην δημιουργία αυτού του δίσκου και αντίστοιχα μια κεντρική ιδέα ίσως η οποία τον διατρέχει;
Παρότι θα ήθελα να έχω τον χρόνο και την συγκέντρωση να φτιάξω ένα ολόκληρο δίσκο μέσα από μια συγκεκριμένη διάθεση και χρονική στιγμή θα ήταν ψέματα αν έλεγα ότι αυτός ο δίσκος δημιουργήθηκε με αυτό τον τρόπο. Νομίζω η μόνη φορά που συγκεντρώθηκα και έκανα κάτι τέτοιο ήταν με τον πρώτο δίσκο ως J. Kriste, Master Of Disguise, το «This Is The Alternative» του ’05. Αυτό που είναι όμως ενδιαφέρον για εμένα είναι το πως τραγούδια τα οποία γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, όπως έγινε και με το «Girls, Ghosts And Gods» του ’09, έρχονται και δένουν κάτω από την ομπρέλα ενός δίσκου μόλις αποφασίσεις ότι για εσένα ανήκουν μαζί και πρεσβεύουν κάτι κοινό. Κεντρική ιδέα για το «Beaming Light» δεν υπήρξε αλλά υπήρχαν εικόνες, το φως, το όνειρο, η έλλειψη της βαρύτητας, το σύμπαν, ο ήχος, τα χρώματα, η αθωότητα, η χαρά, η αγάπη και με αυτά τα «εργαλεία» φτιάχτηκε ο δίσκος.
Υπάρχει κάτι που συνδέει όλες τις μέχρι τώρα μουσικές πλευρές σου (προσωπικούς δίσκους, Τρίο Τεκκέ και Σωτήρες) εκτός από το γεγονός ότι τα τραγούδια έχουν γραφτεί, μόνο του ή σε συνεργασία με άλλους, από τον ίδιο άνθρωπο, προφανώς εσένα;
Πάντα μου άρεσαν πολλά είδη μουσικής και το έβρισκα φοβερά δύσκολο και βαρετό να περιοριστώ σε κάτι συγκεκριμένο. Εχω γράψει λίγα τραγούδια για το Τρίο Τεκκέ παρότι είμαι ιδρυτικό μέλος από το 2005, βασικός συνθέτης είναι ο Αντώνης Αντωνίου. Τους Σωτήρες τους σχηματίσαμε με τον βιολιστή Φώτη Σιώτα και τα περισσότερα τραγούδια τα γράψαμε μαζί ενώ έκανα και την παραγωγή από κοινού με τον Αντρέα Τραχωνίτη. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι άλλο εκτός από την αγάπη και τη φιλία μου με αυτούς τους ανθρώπους που μπορεί να συνδέει τη δική μου δουλειά με αυτά τα γκρουπ.
Καθώς σαφέστατα είσαι αυτό που λέμε τραγουδοποιός – ερμηνευτής πώς αισθάνεσαι με τους Τρίο Τεκκέ και τους Σωτήρες όπου δεν τραγουδάς; Μπορείς να λειτουργήσεις άνετα μόνο παίζοντας μπάσο ή άλλα όργανα και δεν σου λείπει ή έστω αποζητάς το ερμηνευτικό μέρος;
Τα αγαπώ όλα εξίσου και δίνω πάντα τον καλύτερο μου εαυτό. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να είμαι sideman και αντιθέτως το γουστάρω πολύ. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η χημεία του γκρουπ και αν αυτή δουλεύει πάνω και κάτω από τη σκηνή. Στους Τρίο Τεκκέ τραγουδώ αρκετά αλλά το γκρουπ αυτό είναι μια συλλογική δουλειά με μεγάλη προϊστορία οπότε το ποιος τραγουδά ή ποιος είναι «μπροστά» δεν έχει συνήθως σημασία. Στους Σωτήρες παίζω το βασικό μου όργανο, το μπάσο και κάνω φωνητικά συμπληρώνοντας τον Φώτη και έχοντας δίπλα μου τον ντράμερ Βασίλη Μπαχαρίδη και τον κιθαρίστα Κώστα Παντέλη και αυτό είναι κάτι περισσότερο από απολαυστικό. Αυτά μου φτάνουν και δεν αποζητώ κάτι περισσότερο σε αυτές τις περιπτώσεις.
Υπάρχει κάποιο όνομα, από το εξωτερικό υποθέτω, ή και συγκεκριμένος δίσκος που να λειτούργησε όχι τόσο σαν βασική επιρροή αλλά ως κατά κάποιο τρόπο «πρότυπο» για την προσέγγιση και την μέθοδο της δημιουργία του «Beaming Light»;
Έχω επηρεαστεί αρκετά από την προσέγγιση των Radiohead, από την διαδρομή τους όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μου έρχονται κάποιοι άλλοι στο μυαλό.
Αντίθετα με όταν συμμετέχεις σε σχήματα στους προσωπικούς δίσκους σου γράφεις αυθόρμητα τους στίχους στα αγγλικά, έτσι δεν είναι; Ποια εξήγηση δίνεις ο ίδιος για αυτό;
Έχω μάθει να γράφω και να εκφράζομαι στην αγγλική γλώσσα από πολύ μικρός, δεν είναι κάτι που το προσπάθησα. Ανέκαθεν άκουγα κυρίως μουσική με αγγλικό στίχο και συνήθισα να εκφράζομαι και εγώ έτσι. Έχει να κάνει και με το μέτρο και τον ρυθμό τα οποία ορίζουν και το ύφος της μουσικής μέχρι ένα σημείο. Δεν το πολυσκέφτηκα ποτέ, αυτό έχω εξελίξει και με αυτό πορεύομαι. Δεν είναι κάτι το οποίο διαπραγματεύομαι.
Πώς θα περιέγραφες συνοπτικά την συνολική στιχουργική θεματολογία του «Beaming Light», για τι κυρίως μιλούν τα τραγούδια του;
Συνοπτικά θα το περιέγραφα με την λέξη ελευθερία, από την καθημερινότητα, τον φόβο, το φόβο για την εξουσία, τα στερεότυπα, τις ψευδαισθήσεις, την λύπη και τον χρόνο.
Σκέφτεσαι να υποστηρίξεις συναυλιακά αυτόν τον δίσκο, αν όχι με περιοδεία τουλάχιστον με μια συγκεκριμένη σειρά εμφανίσεων στην Ελλάδα, έστω σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;
Έχουμε ήδη κάνει κάποιες εμφανίσεις στην Αθήνα και στην Κύπρο αλλά προσπαθούμε να παίξουμε πολύ περισσότερο όταν το επιτρέψουν οι περιστάσεις!
Και τα πιο άμεσα σχέδια σου, προσωπικά και μη;
Να ολοκληρώσω διάφορα τραγούδια που έχω στα σκαριά και στη συνέχεια ξανά ηχογραφήσεις από τον Δεκέμβριο και καινούριος δίσκος των Τρίο Τεκκέ στις αρχές της επόμενης χρονιάς!
Πολυάσχολος, πολυδιάστατος και πολυσχιδής ακόμα ο Λευτέρης Μουμτζής κατορθώνει να έχει αξιόλογα ως εξαιρετικά αποτελέσματα σε οτιδήποτε ασχολείται γιατί βασικό κίνητρο του ήταν και παραμένει η αληθινή, αυθεντική αγάπη για την μουσική και τίποτα άλλο...