Aναστασία Φιλιππαίου: Η αρχιτέκτονας που «ζωντάνεψε» και πάλι ένα νεοκλασικό σπίτι δίπλα από την Ακρόπολη
Η οδός Μητσαίων -κοντά στο Μουσείο της Ακρόπολης στο κέντρο της Αθήνας- για τους περισσότερους, ακόμα και τους πιο νέους ηλικιακά, είναι ένας δρόμος γεμάτος ποίηση και αστείρευτη ομορφιά, με τα μικρά και μεγάλα νεοκλασικά του σπίτια, με τα δέντρα που μοιάζουν σαν να κουβαλούν ακόμα την ιστορία όσων πέρασαν από εκεί, όσων έμειναν για κάποιο διάστημα και όσων θα θυμούνται πάντα με νοσταλγία τις εικόνες της παλιάς Αθήνας.
Στον δρόμο αυτόν βρέθηκα πάλι πρόσφατα. Ανηφορίζοντας από το Μεταξουργείο με τα πόδια, πέρασα από δεκάδες στενά και περιεργάστηκα -με άλλη αυτή τη φορά διάθεση- τα ακόμα περισσότερα εγκαταλελειμμένα σπίτια με τις απόκοσμες, ξερές βεράντες και τις μισοσπασμένες πόρτες παρόλο που βρίσκονται στην προνομιακή αυτή θέση της πόλης. Η ζέστη είναι ακόμα βαριά, αλλά η περιοχή αποπνέει -και θα αποπνέει- πάντα κάτι ανάλαφρο.
Φτάνοντας στο ύψος της Ακρόπολης, η γνωριμία που θα μου επιφυλάξει η νέα κατοικία στον αριθμό 17 της οδού Μητσαίων θα λειτουργήσει ως ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Λίγες μέρες αργότερα, συνομιλώντας με την κ. Αναστασία Γ. Φιλιππαίου, την αρχιτέκτονα που έκανε την μελέτη για το σπίτι αυτό, θα διαπιστώσω πως το συγκεκριμένο έργο -πέρα από τα προφανή, δηλαδή τη στέγαση μιας οικογένειας- είναι και μια αρχιτεκτονική πρόταση που οραματίζεται να αναδείξει την αυθεντικότητα της πόλης.
Νεοκλασικό και σύγχρονο
«Χτισμένο γύρω στο 1930, με άγνωστη την ακριβή χρονολογία κατασκευής, το σπίτι επί της οδού Μητσαίων φιλοξένησε τρεις γενιές της οικογένειας του πρώτου ιδιοκτήτη. Στην αρχική του μορφή είχε ένα ημιυπόγειο και ένα υπερυψωμένο ισόγειο και περιβαλλόταν από μια κρυφή, από το δρόμο, αυλή. Χωρίς ιδιαίτερο διάκοσμο, η πρόσοψη διέθετε νεοκλασικά στοιχεία όπως τη δίθυρη ξύλινη πόρτα της κεντρικής εισόδου με τους φεγγίτες της, τις κορνίζες που συνήθως οριοθετούν τους ορόφους οριζόντια, το στηθαίο του δώματος με τα κολωνάκια σε συμμετρία και τις διαδοχικές σκοτίες της πρόσοψης.
Οι δύο σιδερένιες αυλόπορτες, εκατέρωθεν της όψης επί της οδού Μητσαίων, με τα έντονα γεωμετρικά σχήματα, στυλιστικά αναφέρονταν πιθανά στoυς κανόνες της Art Deco. Οι όψεις, σε ξεθωριασμένο κιτρινομπέζ χρώμα με γαλάζια πορτοπαράθυρα, δεν απέπνεαν καμία αίσθηση πολυτέλειας, ωστόσο το σπίτι αναμφίβολα έστεκε στη γειτονιά ως τότε με περηφάνια», περιγράφει η αρχιτέκτων.
Στη συνέχεια, θα μου εξηγήσει η ίδια κατά τη συνάντησή μας στο γραφείο της, πως «ο συνδυασμός του νεοκλασικού και του σύγχρονου στοιχείου -κάτι το οποίο παρατηρεί κανείς με την πρώτη ματιά κοιτώντας το ανακαινισμένο κτίριο- επετεύχθη μέσα από την ενσωμάτωση αρχιτεκτονικών αναφορών της εποχής του 1930 στη δική της πρόταση αφαιρετικής αισθητικής.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις προσόψεις, κάθε προστιθέμενο στοιχείο (όπως οι σιδεριές των παραθύρων του ημιυπογείου και οι μασίφ μαρμάρινες κορνίζες που πλαισιώνουν τα ανοίγματα στη θέση των νεοκλασικών παραστάδων) συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας καθαρά νεοκλασικής οργάνωσης όψεων, όμως το σχέδιό τους είναι λιτό και σύγχρονο. Η ίδια αρχιτεκτονική προσέγγιση εφαρμόστηκε και στα επιμέρους στοιχεία των εσωτερικών χώρων.
Οι παλιές τζαμωτές πόρτες αντικαταστάθηκαν με αντίστοιχες σύγχρονου σχεδιασμού, οι οροφές έχουν τις γλυπτικές καμπύλες των παλιών ταβανιών αλλά είναι κατασκευασμένες από ανάγλυφο επίχρισμα γκρι γρανίτη και δεν φέρουν το βαρύ νεοκλασικό διάκοσμο, ενώ στα μπάνια, επίσης κατά τα άλλα απέριττης αισθητικής, οι επιφάνειες από μωσαϊκό με ένθετο μάρμαρο θυμίζουν τις διαδεδομένες τεχνοτροπίες της παλιάς εποχής».
Ρωτώ την κ. Φιλιππαίου για τις σκέψεις της όταν αντίκρισε το κτίριο για πρώτη φορά κι εκείνη μου μιλά για τη συγκίνηση που της προκάλεσε το σπίτι που προϋπήρχε, καθώς τη βοήθησε να αναπλάσει στη φαντασία της την Αθήνα εκείνης της εποχής, των αρχών του 20ου αιώνα.
«Ήταν μια φορτισμένη εικόνα και αντίστοιχα έντονη η αίσθηση της ευθύνης, γνωρίζοντας ότι έπρεπε να προσαρμόσω την προϋπάρχουσα κατοικία έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης οικογένειας. Εξαρχής επίσης μου ήταν σαφές πως δεν ήθελα να αλλοιώσω το υπάρχον αρχιτεκτονικό ύφος της κατοικίας. Μάλιστα η πρότασή μου βασίστηκε ουσιαστικά στην ανάδειξη του υπάρχοντος αρχιτεκτονικού ύφους και στην επιθυμία μου να μεταφέρω ένα κομμάτι από τον χαρακτήρα και την ατμόσφαιρα της παλιάς Αθήνας στη σύγχρονη πόλη», θα μου πει χαρακτηριστικά.
Η περιγραφή του χώρου
Η αρχιτέκτων μας ξεναγεί στο χώρο περιγράφοντας: «Εσωτερικά διατηρήθηκε απολύτως (και επαναλήφθηκε και στον νέο όροφο) η ανατομία της νεοκλασικής κατοικίας, όπου τα δωμάτια είναι τοποθετημένα ακτινωτά στον περίγυρο ενός κεντρικού χολ. Στο ισόγειο, η κουζίνα κατέχει το μεγαλύτερο δωμάτιο καθώς αυτό είναι το ζωτικότερο μέρος για τους ενοίκους και χωρίζεται από την τραπεζαρία με μία ψηλή γυάλινη πόρτα με καΐτια. Το καθιστικό, ένα βεστιάριο και ένα wc επισκεπτών βρίσκονται συμμετρικά στην απέναντι πλευρά του χολ. Η καινούργια σκάλα οδηγεί στον όροφο με τα υπνοδωμάτια, βεστιάρια και τα μπάνια τους και ακόμα πιο πάνω, στο διαμορφωμένο δώμα με το ξύλινο deck. Το ημιυπόγειο προσφέρει χώρους δευτερεύουσας χρήσης και έναν αυτόνομο ξενώνα με ανεξάρτητη είσοδο. Ο περιβάλλον χώρος, με μελέτη τοπίου από τον Κάρολο Χανικιάν, μεταμορφώθηκε έχοντας ως πηγή έμπνευσης τις αυλές της παλιάς αστικής κατοικίας. Ένα υγρό στοιχείο, ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, μια φυτεμένη πέργκολα και οι διασωθείσες βουκαμβίλιες και πορτοκαλιές περικυκλώθηκαν από μαρμάρινους κυβόλιθους. Επίσης, με αφαίρεση του σοβά, αποκαλύφθηκε η υπάρχουσα λιθοδομή του τοιχίου περίφραξης, το οποίο τώρα προσφέρει ένα πέτρινο φόντο στην εικόνα του σπιτιού. Στην άκρη της αυλής το παράσπιτο, στέκει κι αυτό ανακαινισμένο».
Η αναπαλαίωση του ακινήτου
Η εγκατάλειψη όμως που συνοδεύει πολλά νεοκλασικά σπίτια στο κέντρο -και όχι μόνο- της Αθήνας είναι μια πραγματικότητα την οποία κανείς συναντά συχνά περιηγούμενος στην πόλη. Οι λόγοι για την κατάσταση αυτή σαφώς ποικίλλουν. Ένας από αυτούς είναι και οι πολυδάπανες εργασίες που απαιτούνται για την ανακαίνισή τους.
Συζητώντας το θέμα με την κ. Φιλιππαίου, η ίδια διευκρινίζει πως «κάθε περίπτωση νεοκλασικού κτιρίου είναι διαφορετική ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και την παλαιότητά του». Αναγνωρίζει ωστόσο πως «η αναπαλαίωση τέτοιων ακινήτων είναι ένα εγχείρημα δαπανηρό, κυρίως λόγω των απαραίτητων στατικών παρεμβάσεων στο φέροντα οργανισμό του κτιρίου, αλλά και των απαιτούμενων μηχανολογικών εγκαταστάσεων χωρίς τις οποίες τα ακίνητα αυτά δεν μπορούν να είναι λειτουργικά και να εξυπηρετήσουν τις σύγχρονες ανάγκες διαβίωσης».
Για παράδειγμα, η συγκεκριμένη προϋπάρχουσα κατοικία δεν ήταν συνδεδεμένη με το κεντρικό αποχετευτικό σύστημα της πόλης και δεν διέθετε καμία μορφή μόνωσης, ούτε και κάποιο σύστημα ψύξης και θέρμανσης. «Η διατήρηση τέτοιων κτιρίων, χρειάζεται πρωταρχικά, πέρα από το κόστος, ένα όραμα για την αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, κάτι που αφορά όχι μόνο τους ιδιοκτήτες αλλά και την πολιτεία. Κατά την άποψή μου θα ωφελούσε πολύ την πόλη μας αν δίνονταν οικονομικά κίνητρα και διευκολύνονταν οι διαδικασίες για να διατηρηθούν τέτοια κτίρια στον περίγυρο της Ακρόπολης», υπογραμμίζει σχετικά η αρχιτέκτονας.
Στο πλαίσιο αυτό συμπληρώνει επίσης: «ελπίζω και η παγκόσμια οικονομική κρίση να είναι μια ευκαιρία να μετριάσουμε τις υπερβολές και τις καταχρήσεις που κάποιες φορές, έμμεσα ή άμεσα, υποβιβάζουν το επίπεδο της ζωής μας στο κέντρο μιας πόλης. Οι ειδικοί, με τις γνώσεις, την εμπειρία και το όραμά τους παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε, αλλά σε ένα βαθμό ακολουθούν επίσης αυτό που επιβάλλει η εποχή».
... και η μοναδική γοητεία του κέντρου
Καταγράφοντας κάποια βασικά ερωτήματα πριν το ραντεβού μας, σκέφτομαι πως η Αθήνα σαν πόλη, σε πολλά σημεία της αποπνέει μια ένταση. Οι πολυκατοικίες δημιουργούν ένα οικοδομικό τετράγωνο που πολλές φορές από μόνο του προκαλεί άγχος. Από την άλλη, άνθρωποι που ασχολούνται με την αρχιτεκτονική θεωρούν πως το κέντρο της Αθήνας είναι το συγκλονιστικότερο κομμάτι οποιασδήποτε πόλης έχουν επισκεφτεί.
Μοιράζομαι τη θεωρία αυτή με την κ. Φιλιππαίου, η οποία μου εξηγεί πως πράγματι το κέντρο ασκεί και στην ίδια ιδιαίτερη γοητεία, καθώς διαρκώς το ανακαλύπτει και της προσφέρει έμπνευση για τη δουλειά και τη ζωή της, πιθανότατα γιατί γνώρισε την περιοχή αυτή σε μεγαλύτερη ηλικία, αφού έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στο εξωτερικό.
«Υπάρχουν σημεία της πόλης που θα ήθελα να μην έχουν αλλοιωθεί και παρεμβάσεις που βρίσκω άκομψες. Πιστεύω όμως ότι πρέπει να εστιάσουμε στο πώς μπορούμε να την αναβαθμίσουμε από εδώ και πέρα, αντλώντας από την ενέργεια που αδιαμφισβήτητα έχει αυτή η πόλη», λέει χαρακτηριστικά.
Kατά την άποψή της, μια αρχιτεκτονική πρόταση είναι πολυδιάστατη και θα πρέπει να απαντάει σε κριτήρια αισθητικά, λειτουργικά, οικονομικά-πρακτικά και οικολογικά ταυτόχρονα. «Η οικολογική συνείδηση πλέον είναι επίσης απαραίτητο να ενσωματώνεται με κάποιο τρόπο, ανάλογα με το έργο, στην αρχιτεκτονική μελέτη», θα μου πει καθώς κοιτάμε τις φωτογραφίες από τις εργασίες της κατασκευής στον υπολογιστή της. Θα σπεύσει μάλιστα να συμπληρώσει: «H αισθητική άλλωστε δεν είναι η απλή αναφορά στην έννοια του “ωραίου”, αλλά η μελέτη ενός συνόλου συνθηκών από την οποία προκύπτει το «ωραίο».