Το σφράγισμα των καταλήψεων και ο «ελέφαντας» στις γειτονιές της Αθήνας
Από το πρωί του Σαββάτου 2 Νοεμβρίου εκκενώθηκε και σφραγίστηκε με χτίσιμο των εισόδων και των παραθύρων η κατάληψη «Βανκούβερ» στη συμβολή των οδών Μαυρομματαίων και Δεριγνύ στο Πεδίον του Άρεως. Ήταν μία κατάληψηαγνώστων προς τους κατοίκους ατόμων, που δεν είχαν την οποιαδήποτε παρουσία ή συμμετοχή στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της γειτονιάς (όπως το πρεζεμπόριο). Δεν θα λείψουν από κανέναν. Το θέμα που ανοίγει για τη γειτονιά, το θέμα που είναι «ανοιχτή πληγή» για σχεδόν όλες τις γειτονιές της Αθήνας είναι τα σφραγισμένα, ερειπωμένα, μισογρεμισμένα κτήρια της πόλης. Τα «κουφάρια» της Αθήνας. Οι «μαύρες τρύπες» στον οικιστικό ιστό της πρωτεύουσας.
Μία πόλη είναι ένα παζλ με κομματάκια από κτήρια, δρόμους, πάρκα και πλατείες. Όταν κομματάκια αυτού του παζλ είναι «μαυρισμένα», «νεκρά», τότε χαλάει ολόκληρο το παζλ και αρχίζουν να εκδηλώνονται ασυνέχειες της ζωής και της λειτουργίας της πόλης.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οδός Μαυρομματαίων. Κάποτε υπέροχος δρόμος της πόλης, με μεγάλη πρασιά και θέα σε όλο το Πάρκο, άρχισε να κυλά προς την εξαθλίωση, όταν έκλεισε το εμβληματικό Green Park, όταν άρχισαν να φεύγουν οι κάτοικοι προς το Βόρεια Προάστια, αφήνοντας άδεια τα διαμερίσματά τους, όταν το ΤΑΥΠΕΔ άφησε να ερημώσει το ακίνητό του, όταν το Οικονομικό Πανεπιστήμιο άφησε το δικό του ακίνητο στους καταληψίες, όταν δηλαδή μαζεύτηκαν πολλά «νεκρά» κομμάτια παζλ στην περιοχή. Αυτά τα «νεκρά» κομμάτια έφεραν την άγρια πιάτσα ναρκωτικών στην αρχή στο «Green Park» και μετά στην οδό Αντωνιάδου.
Ο «ελέφαντας» που βρίσκεται σε όλη της Αθήνα αλλά κανείς δεν θέλει να μιλήσει γι αυτόν είναι αυτά τα νεκρά κομμάτια του παζλ. Μεγάλα ακίνητα, παρατημένα στη βαρβαρότητα των βανδάλων και του χρόνου, «λάφυρα» ενός τρελού γραφειοκρατικού συστήματος «διατήρησης οικοδομικών πτωμάτων» που δεν μπορούν ούτε να επισκευαστούν αλλά ούτε και να γκρεμιστούν.
Δεκάδες ακίνητα, ακόμα και ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, βρίσκονται στοιχειωμένα από διαμάχες κληρονόμων, υποθήκες επί υποθηκών, κόντρες ιδιωτών και δημοσίου και συμφέροντα real estate, που είναι διατεθειμένα να περιμένουν δεκαετίες ολόκληρες, μέχρι να απαξιωθούν οι γειτονιές και να εμφανιστούν εκείνα ως σωτήρες.
Υπάρχει λύση;
Προφανώς υπάρχει και είναι η λύση που έχουν δώσει όλες οι πρωτεύουσες της Ευρώπης, του δυτικού και του πρώην ανατολικού μπλοκ. Λέγεται «ευθύνη ακινήτου». Ο ιδιοκτήτης κάθε ακινήτου στο κέντρο της πόλης είναι υποχρεωμένος να φροντίζει ώστε αυτό να είναι λειτουργικό και σε κατάσταση τέτοια που να μην δημιουργεί αισθητικό ή άλλο πρόβλημα στην πόλη. Σε αντίθετη περίπτωση, το εγκαταλελειμμένο ακίνητο περνά στον Δήμο, μέσω γιγαντιαίων προστίμων. Στη συνέχεια, εάν το κτήριο είναι δυνατόν να διασωθεί από ιδιώτη επενδυτή μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, σώζεται και λειτουργεί, εάν όχι, κατεδαφίζεται και δημιουργείται στη θέση του ελεύθερος χώρος πρασίνου.
Κατά κανόνα τα μεγάλα ερειπωμένα ακίνητα στο κέντρο της Αθήνας είτε είναι μπλεγμένα σε κληρονομικά κουβάρια ή ανήκουν σε «επενδυτές». Το μεγάλο ακίνητο στη συμβολή των οδών Πατησίων και Αντωνιάδου, για παράδειγμα, το ακίνητο όπου μέσα του είχε εγκατασταθεί επί χρόνια το «σούπερ μάρκετ» ναρκωτικών των πρεζεμπόρων, ανήκει σε μεγάλη εφοπλιστική οικογένεια, η οποία για τους λόγους της, το έχει αφήσει επί δεκαετίες να ρημάζει, δημιουργώντας για τη γειτονιά μία τεράστια πληγή εγκατάλειψης και παραβατικότητας. Εάν οι συγκεκριμένοι ιδιοκτήτες είχαν τον δημόσιο έλεγχο για τη βλάβη που προκαλούν στη γειτονιά, την απαξίωση της ζωής αλλά και των περιουσιών γύρω από το ακίνητό τους, είναι βέβαιο ότι θα έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα βρίσκεται στην οδό Μουστοξύδη (τον δρόμο που ενώνει τη Λ.Αλεξάνδρας με τα Δικαστήρια και την Κυψέλη) στον αριθμό 8, όπου υπάρχει μισογκρεμισμένο διώροφο κτήριο, το οποίο καταλαμβάνει ολόκληρο το φάρδος του πεζοδρομίου.
Ιδιώτες που φοβήθηκαν ότι θα τους έκλεινε τη θέα εάν χτιζόταν πολυκατοικία, κατάφεραν να ανακηρύξουν… διατηρητέο το διώροφο με τη συλλογή υπογραφών φίλων τους, ενώ είχε ξεκινήσει η κατεδάφισή του, προκαλώντας την οικονομική καταστροφή των ιδιοκτητών και μια ολόκληρη πληγή στη γειτονιά και στους περαστικούς, οι οποίοι εδώ και 15 χρόνια αναγκάζονται να περπατούν στο οδόστρωμα, επειδή το πεζοδρόμιο είναι κατειλημμένο από τα γκρεμίσματα.
Το μισογκρεμισμένο κτήριο δεν είναι ούτε νεοκλασικό ούτε κάποιου άλλου ρυθμού, παρά μόνο μια συνηθισμένη οικοδομή του μεσοπολέμου που δεν υπάρχει καμία ελπίδα να ανακατασκευαστεί κάποτε, καθώς δεν υπάρχει λόγος να ανακατασκευαστεί ένα κτήριο χωρίς ταυτότητα και σύγχρονους όρους δόμησης.
Η παράθεση παραδειγμάτων από «πληγές γειτονιών» θα μπορούσε να καλύψει τόμους εγκυκλοπαίδειας. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει η τόλμη και η αποφασιστικότητα για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση.
Η Αθήνα, για να έχει μέλλον, χρειάζεται να αναστηθεί.
Να αφήσει πίσω τα «νεκρά» κομμάτια του παζλ της.
Ειδάλλως αυτά θα πολλαπλασιάζονται μέχρι να την παρασύρουν στον θάνατο.