Header Ads

Αιρέσεις και αναιρέσεις...

Ο Μεγάλος Αιρετικός – του Δημήτρη Παπαδημητρίου

Όσοι/ες έχουν παρακολουθήσει, ακόμα καλύτερα μελετήσει, την διαδρομή του Δημήτρη Παπαδημητρίου - ιδίως μάλιστα αν τον γνωρίζουν ελάχιστα προσωπικά – έχουν αντιληφθεί πιστεύω ότι η μέθοδος με την οποία λειτουργεί σχεδόν σεόλα τα projects του, ακόμα και στις πιο απλές συνθέσεις του, είναι όχι μόνον ασυνήθιστη αλλά και πολύ διαφορετική από τους/τις περισσότερους/ες δημιουργούς μουσικής στην χώρα μας. Κάθε φορά θέτει στον εαυτό μία ή περισσότερες προκλήσεις και η πραγμάτωση του εκάστοτε έργου του δεν είναι παρά το να ανταποκριθεί σε αυτές, σημειωτέον ότι τέτοια πρόκληση μπορεί – και συμβαίνει συχνά – να είναι το να υπερβεί κάποια από τα μέχρι τότε (ίσως μόνο για τον ίδιο) μουσικά όρια του.

Όσοι/ες επίσης τον γνωρίζουν προσωπικά αρκετά καλά σίγουρα θα έχουν διαπιστώσει ότι στον Δημήτρη Παπαδημητρίου εντοπίζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα εσωτερική αντίφαση, όσο μεγάλη αυτοπεποίθηση έχει, πιστεύει και εκτιμά το έργο του άλλο τόσο σαρκάζεται ανηλεώς σε προσωπικό επίπεδο και όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου! Η σοβαρότητα και η δικαιολογημένη καταξίωση του συνθέτη Παπαδημητρίου του επιτρέπουν να ειρωνεύεται ή και να σατιρίζει στο έπακρο, με ένα ιδιοσυγκρασιακά κυνικό τρόπο, τον άνθρωπο Δημήτρη ενώ φυσικά ισχύει και το αντίστροφο. Στο συγκεκριμένο project αυτό φαίνεται ήδη από τον τίτλο, όπως ανέφερε και ο ίδιος στο σημείωμα του, που είναι μια παραπομπή/φόρος τιμής – για αμφοτέρους και όχι μόνο για τον...τιμώμενο – σε εκείνον του κλασικού πλέον έργου του Μάνου Χατζιδάκι «Ο Μεγάλος Ερωτικός» και ταυτόχρονα...υπονόμευση του πρώτου σκέλους. Κατά τη γνώμη μου βέβαια πίσω από αυτόν κρύβονται, επίσης ταυτόχρονα, δύο άλλοι, «Ο Μεγάλος Λαϊκός» και ο «Ο Μεγάλος Σατιρικός» (διόλου συμπτωματικά ένα από τα συμφωνικά έργα του ήταν μια ιδιότυπη μελοποίηση του «Σατυρικόν» του Πετρώνιου). Για να το αναλύσω και να το επεξηγήσω όμως αυτό θα έπρεπε να εισέλθω στην σφαίρα της...ψυχανάλυσης και ούτε το κείμενο ούτε η περίσταση προσφέρονται για κάτι τέτοιο.

Το δεύτερο μέρος του «Ο Μεγάλος Αιρετικός» αποτελούσε συνέχεια του πρώτου (πιθανότατα θα ακολουθήσει ένα τρίτο και τελευταίο) και, όπως εκείνο τον Μάρτιο, πραγματοποιήθηκε φυσικά στην έδρα των δραστηριοτήτων του Ελληνικού Σχεδίου - του μη κερδοσκοπικού μουσικού και πολιτιστικού οργανισμού που έχει ιδρύσει και προεδρεύει σε αυτόν ο συνθέτης – η οποία είναι η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, με μόνη διαφορά ότι αυτή τη φορά ήταν στην μικρή και όχι στην μεγάλη σκηνή της. Το πλαίσιο φυσικά ίδιο με το πρώτο μέρος, ο ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος Γιώργος Κοροπούλης συγκέντρωσε έναν αριθμό κατά την κρίση του «αιρετικών», τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και την μορφή, ποιημάτων και ο Δ. Παπαδημητρίου επέλεξε όσα από αυτά προσφέρονταν περισσότερο για μελοποίηση, εκπλήσσοντας μάλιστα τον Γ. Κοροπούλη με το να συμπεριλάβει και τέσσερα δικά του τα οποία προφανώς ο ίδιος δεν του τα είχε προτείνει.

Η μόνη διαφορά σε σχέση με την πρώτη φορά ήταν ότι ο αγαπημένος ερμηνευτής του δημιουργού Γιώργος Φλωράκης αντικατέστησε τον Χάρη Ανδριανό (κάτι που προσωπικά θα έλεγα ότι ακόμα και με ικανοποίησε καθώς ο θαυμάσιος βαρύτονος δεν είχε καταφέρει να αφήσει εκτός τις τεχνικές, ακόμα και την ίδια την τοποθέτηση της φωνής στην όπερα, όσο κατά την γνώμη μου θα χρειαζόταν για αυτά τα λαϊκότροπα κατά βάση τραγούδια σε αντίθεση με τον Γ. Φλωράκη ο οποίος επιπλέον έχει προφανώς πολύ μεγαλύτερη εμπειρία, άρα και γνώση, από την γραφή του δημιουργού) ως λυρική φωνή.

Πάνος Παπαϊωάννου

Οι δύο λαϊκές, του Πάνου Παπαίωάννου και της - όλο και πιο τακτικής συνεργάτιδας του Δ. Παπαδημητρίου τον τελευταίο αρκετό καιρό - Βερόνικας Δαβάκη, παρέμειναν ίδιες. Τις συνόδευσε ένα ενδεκαμελές - την πρώτη φορά, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν κατά ένα μέλος λιγότερο – σύνολο με τα ίδια όργανα (πιάνο, δύο βιολιά, βιολοντσέλο, τρομπέτα, κλαρινέτο/μπάσο κλαρινέτο, ακορντεόν, μπουζούκι/μαντολίνο, κλασική/ηλεκτρική κιθάρα, κοντραμπάσο/ηλεκτρικό μπάσο και ντραμς) με τους ίδιους λίγο – πολύ εκλεκτούς σολίστ και τον συνθέτη να το διευθύνει και πάλι.

Τελικά ο Δ. Παπαδημητρίου αποφάσισε να συμπεριλάβει στα δέκα έξι συνολικά τραγούδια και μερικά του πρώτου μέρους που είχαν γίνει αποδεκτά με περισσότερο ενθουσιασμό από τα υπόλοιπα. Απαντα ήταν στο γνωστό υψηλό επίπεδο του και τόσον η ερμηνεύτρια όσο και οι δύο ερμηνευτές απέδωσαν εξίσου άριστα τα σολιστικά καθενός/μίας και τα λίγα ντουέτα από τα οποία μου τράβηξε περισσότερο την προσοχή το «Το Σπήλαιο Της Αντιύλης» του Οντεν – σε μετάφραση Γ. Κοροπούλη – που ερμήνευσαν άψογα οι Π. Παπαϊωάννου και Γ. Φλωράκης.

Γ. Φλωράκης

Περισσότερο όμως και από το πρώτο μέρος αυτή τη φορά ξεκαθάρισε για εμένα ποιο ήταν το αληθινό, υποσυνείδητο – ή μήπως αντίθετα απόλυτα συνειδητό αλλά κρυμμένο για να το ανακαλύψουν όσα από τα μέλη του ακροατηρίου μπορούσαν να το διακρίνουν; - concept του Δ. Παπαδημητρίου για αυτό το project. Αν δηλαδή όλοι/όλες συμφωνούμε σε πολύ μεγάλο βαθμό για το τι είναι «αιρετική ποίηση» τι καθιστά, έστω και σε μια μόνο περίπτωση, έναν συνθέτη εξίσου αιρετικό; Και ποιαν απάντηση δίνει ο ίδιος ο Δ. Παπαδημητρίου σε αυτό το ερώτημα; Μήπως το ότι επιλέγει να την μελοποιήσει; Ακόμα και αν είναι μόνον αυτό οι επιμέρους επιλογές έλεγαν πολλά, σε λίγες περιπτώσεις μάλιστα αντιθετικά ως προς το concept. Εχω λόγους για παράδειγμα να πιστεύω ότι το «Δυνάμωσις» του Κ. Π. Καβάφη δεν επιλέχθηκε τόσο για το, περισσότερο ή λιγότερο αιρετικό, περιεχόμενο του όσο επειδή όντας υπό μιαν έννοια αμοραλιστικό έρχεται σε αντίθεση με τον κανόνα της προσωπικότατης αλλά και ισχυρότατης καβαφικής ηθικής. Το ίδιο και το ότι από τον πάντα αιρετικό Αριστοφάνη δεν επιλέχθηκε ένα χορικό από μια κωμωδία με συγκεκριμένο πολιτικό θέμα όπως είναι η πλειοψηφία των σωζόμενων του αλλά από το «Πλούτος» που στο επίκεντρο του βρίσκεται ένα πρακτικό ζήτημα της καθημερινότητας, πολύ πιο σημαντικό και επίκαιρο μάλιστα σήμερα από όσο την εποχή κατά την οποία γράφτηκε.

Βερόνικα Δαβάκη

Αλλά και το αισθητικό αποτέλεσμα της συναυλίας προσέφερε «κλειδιά» για να αποκωδικοποιήσεις την πρόθεση του δημιουργού ή, πιο συγκεκριμένα, τι ακριβώς εννοούσε αποδίδοντας στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό «αιρετικός», πάντα για την συγκεκριμένη περίπτωση. Αν και ακούστηκαν πολλά νέα και εξαιρετικά καλογραμμένα και σωστά παιγμένα και ερμηνευμένα τραγούδια αυτά που αληθινά ξεχώρισα ήταν τα δύο προαναφερθέντα, «Πλούτος» και «Δυνάμωσις», τα οποία προέρχονταν από το πρώτο μέρος. Αυτό με προβλημάτισε και σκέφτηκα αρκετά προσπαθώντας να καταλάβω γιατί συνέβη. Κατέληξα στο ότι οι λόγοι ήταν διαφορετικοί για κάθε μία από τις δύο περιπτώσεις, σε αυτήν του «Πλούτος» – που, χωρίς να υποτιμώ καθόλου την συμβολή του Π. Παπαϊωάννου, είναι η κορυφαία ερμηνευτική στιγμή μέχρι στιγμής σε αυτόν τον κύκλο της Βερόνικας Δαβάκη καθώς η μουσική αλλά και η «ατμόσφαιρα» του ταιριάζουν ιδανικά τόσο με το ηχόχρωμα της φωνής της όσο και με το σκηνικό αλλά και το ανθρώπινο ταμπεραμέντο της - ο Παπαδημητρίου βρήκε στο αριστοφανικό ποιητικό κείμενο πάρα πολλά στοιχεία ταύτισης με την αυθεντικά κυνική, δηλαδή σατιρική και (αυτο) σαρκαστική πλευρά της προσωπικότητας του.

Στο «Δυνάμωσις» - αντίστοιχα απλά ένας ερμηνευτικός θρίαμβος του Πάνου Παπαϊωάννου – ο λόγος, όσο και αν καταρχήν φαίνεται παράδοξος, επί της ουσίας είναι πολύ πιο απλός. Ο συνθέτης - όπως και ολόκληρη η οικογένεια του, ήδη από τον αείμνηστο πάτερα του, αξίζει να σημειωθεί – έχει ιδιαίτερη εκτίμηση αλλά και αγάπη γα την ποίηση του Καβάφη επειδή αμφότερες οι οικογένειες τους έχουν κοινή καταγωγή, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Δεν είναι συμπτωματικό άλλωστε ότι πριν αρκετά χρόνια ένα από το magnum opus του ήταν (και ο ίδιος επίσης το θεωρεί, από πάσης πλευράς) ένα τριπλό CD αποκλειστικά με μελοποιήσεις κειμένων του μέγιστου, τυπικά Αλεξανδρινού αλλά επί της ουσίας διεθνούς εδώ και δεκαετίες, ποιητή. Σε ένα δεύτερο επίπεδο δεν είναι δύσκολο να διακρίνεις έναν ακόμα και ίσως ακόμα πιο σημαντικό λόγο, πως το να προσεγγίζει μουσικά τον Καβάφη ανταποκρίνεται στην άλλη πολύ ισχυρή πλευρά της ψυχοσύνθεσης του δημιουργού, στο πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει το έργο του αλλά και το πόσο το εκτιμά - επί της ουσίας και όχι ματαιόδοξα, θα το εκτιμούσε δηλαδή ακόμα και αν δεν ήταν δικό του αλλά οποιουδήποτε/οποιασδήποτε άλλου/ης – που είναι στοιχεία τα οποία χαρακτήριζαν και τον τελευταίο.

Οι λόγοι της επιλογής του ποιήματος του Καβάφη και μάλιστα του συγκεκριμένου όχι τόσο αντιπροσωπευτικού του και όχι κάποιου άλλου είναι που με οδήγησαν στο να κατανοήσω, όπως πιστεύω, ποιο τελικά ήταν το κρυμμένο «στοίχημα» - με τον εαυτό του προφανώς – του Παπαδημητρίου όσον αφορά στο εν λόγω project ή, πολύ απλούστερα, τι εννοούσε αποδίδοντας στον εαυτό του, στην συγκεκριμένη πάντα συνθήκη, τον χαρακτηρισμό αιρετικός. Ο αιρετικός ποιητικός λόγος, όπως τον όρισε ο Γ. Κοροπούλης και το αποδέχτηκε μελοποιώντας αποσπάσματα του ο συνθέτης, είναι υψηλού επιπέδου, τόσο νοηματικά όσο και από πλευράς τεχνικής. Αυτό το βλέπουμε ακόμα και στις περιπτώσεις ποιητών χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και κουλτούρας με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το διαχρονικό φαινόμενο, δεν θα δίσταζα να τον αποκαλέσω, της παγκόσμιας ποίησης που είχε το όνομα Φρανσουά Βιγιόν και τον οποίο τίμησε δεόντως ο Δ. Παπαδημητρίου μελοποιώντας αρκετά ποιήματα του και μεταφράζοντας τα μάλιστα ο ίδιος. Η ποίηση αυτού του Γάλλου κομπιναδόρου και μικροκακοποιού του Μεσαίωνα (κατά τον Αρθούρο Ρεμπό του πρώτου «καταραμένου ποιητή», αγαπημένου ενός άλλου Έλληνα συνθέτη ο οποίος αρέσκεται να μελοποιεί «αιρετικούς» ποιητές όπως ο Βιγιόν και επίσης θεωρεί τον εαυτό του εν πολλοίς αιρετικό δημιουργό, δηλαδή του Θάνου Μικρούτσικου και οφείλω να πω και δικού μου) από πλευράς περιεχομένου είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αν όχι απλοϊκή, μόνιμη θεματολογία του είναι τα – περισσότερο ή λιγότερο άδικα, ανάλογα με την διάθεση στην οποία βρισκόταν όταν έγραφε το εκάστοτε ποίημα – παθήματα του.

Είναι όμως η τελειότητα μα και η ευρηματικότητα της – ομοιοκατάληκτης, αξίζει να το υπογραμμίσω – φόρμας αλλά ακόμα και της γλώσσας του που τον καθιστούν έναν από τους κορυφαίους αλλά και σημαντικότερους Ευρωπαίους ποιητές όλων των εποχών! Θεωρώ λοιπόν ότι το «στοίχημα» του Δ. Παπαδημητρίου αυτή τη φορά ήταν το να μελοποιήσει ποίηση τόσο υψηλού επιπέδου με λαϊκές μουσικές φόρμες, με άλλα λόγια να δημιουργήσει από την αιρετική ποίηση καλά λαϊκάτραγούδια όπως έχει κάνει πολλές φορές με κείμενα έγκριτων ή και μη Ελλήνων στιχουργών. Στοίχημα που, αν δεν έχει γίνει κατανοητό από τα προαναφερθέντα, κέρδισε και με το παραπάνω, όπως άλλωστε όλα τα, ουκ ολίγα, ανάλογα τα οποία έχει θέσει στο παρελθόν στον δημιουργικό εαυτό του. Όντως λειτούργησε αιρετικά, εντός του πλαισίου της αίρεσης που ο ίδιος είχε θέσει.

Στο σημείο αυτό το παρόν κείμενο κανονικά θα τελείωνε αν, ακριβώς μετά το φινάλε της συναυλίας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου – κόντρα στα ειωθότα, δηλαδή...αιρετικά! – αντί να αποφασίσει ο ίδιος ποιο τραγούδι θα παιζόταν για encore δεν ρωτούσε για αυτό το κοινό που, στην πλειοψηφία του, αποφάνθηκε διά βοής το «Δυνάμωσις» του Καβάφη. Δεν ήμουν λοιπόν ο μόνος που το ξεχώρισα, ήταν η πρώτη σκέψη μου. Ακούγοντας το όμως στη συνέχεια για τέταρτη αν μετράω σωστά φορά, περισσότερες από κάθε άλλο του κύκλου και άρα γνωρίζοντας το πλέον αρκετά, άρχισα να προσέχω κάτι που στα λίγα λεπτά της διάρκειας του μου φαινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον. Από μουσικολογικής πλευράς το τραγούδι αυτό δεν είναι απλά το πλέον σύνθετο του κύκλου «Ο Μεγάλος Αιρετικός» αλλά και κυριολεκτικά η εξαίρεση του κανόνα. Είναι το μοναδικό στο οποίο η λαϊκή φόρμα του διασπάται, σε βαθμό τουλάχιστον ανατροπής, αν όχι κατάλυσης της από μικρές αλλά αισθητές και λίαν σαγηνευτικές μετατροπίες του θέματος ενώ παράλληλα η ενορχήστρωση πρωτοτυπεί, αν δεν...αυθαιρετεί, μη παραμένοντας απλά στην υπηρεσία της σύνθεσης αλλά προσθέτοντας πολλά, όχι όλα προβλέψιμα, πολύ ενδιαφέροντα μα και όμορφα στοιχεία και επίσης συνολικά το τραγούδι «αναπνέει» πολύ περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα.

«Ο Μεγάλος Αιρετικός – του Δημήτρη Παπαδημητρίου

 

Με μια κουβέντα είναι το μόνο από τα τραγούδια του κύκλου στο οποίο στην γνωστή και πλήρως κατεκτημένη λαϊκή γραφή του Δημήτρη Παπαδημητρίου εισβάλει ορμητικά – με την θέληση του ή μη, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει καμία σημασία – η άλλη πλευρά της μουσικής προσωπικότητας του, η κλασική/λόγια. Από την μία αυτό είναι απολύτως συνεπές με εκείνο που είχε πει στην συνέντευξη την οποία μου παραχώρησε και δημοσιεύθηκε πριν λίγες ημέρες στο HuffPost.gr, ότι ο αληθινός αιρετικός οφείλει να είναι τέτοιος ακόμα και απέναντι στην ίδια του την αίρεση, όταν αυτή γίνεται «ορθοδοξία». Τι συμβαίνει όμως όταν η αίρεση εντός της αιρέσεως επί της ουσίας ακυρώνει την αρχική, στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η βωβή, πιθανότατα και υποσυνείδητη παραδοχή του Δημήτρη Παπαδημητρίου ότι για την πραγματικά κορυφαία αιρετική ποίηση η λαϊκή μουσική δεν επαρκεί για να την μελοποιήσεις και νομοτελειακά θα καταφύγεις σε πιο σύνθετες και λόγιες φόρμες; Πρόκειται για την υπέρτατη αίρεση ή μήπως για την πλήρη αναίρεση; Ερώτημα στο οποίο - πιθανά και πάλι - μόνον ο δημιουργός μπορεί να απαντήσει, στο τρίτο και τελευταίο μέρος του «αιρετικού» κύκλου τραγουδιών του.

Θάνος Μαντζάνας
Από το Blogger.