Ακόμη δεν ντρεπόμαστε όσο θα έπρεπε
Ανάμεσα στις δύο εμβληματικές επετείους, της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της πυρπόλησης της Αθήνας, η δημόσια συζήτηση για την βία στα πανεπιστήμια και ευρύτερα στην κοινωνία έχει φουντώσει. Αφορμή η πρόθεση μιας κυβέρνησης να επιβάλει την κοινή λογική!
Μολότοφ, ξυλοδαρμοί, διάλυση συνεδριάσεων, χτισίματα γραφείων, καταστροφές υπολογιστών. Η δύναμη της μακρόχρονης συνήθειας μάς έχει ναρκώσει τόσο ώστε να μην αισθανόμαστε πια ως κατάντημα την παρούσα κατάσταση. Δεν μας προκαλεί πλέον ντροπή που μένει ατιμώρητος ο τραμπουκισμός σε μια Ευρωπαϊκή χώρα, στον 21ο αιώνα. Δεν αισθανόμαστε ενοχή που οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν, με τακτική περιοδικότητα, την αγορά νέων επίπλων, υπολογιστών, καμένων κάδων, τζαμαριών, ή το βάψιμο τοίχων και τον καθαρισμό αγαλμάτων. Ακόμη περισσότερο, δεν μας περνά από το μυαλό να δούμε την ανομία, όχι σαν ένα ‘θλιβερό φαινόμενο’, όπως οι κοινότοπες δηλώσεις μονότονα επαναλαμβάνουν, αλλά ως σύμπτωμα.
Πότε λέμε ότι μια χώρα χαρακτηρίζεται από ανομία; Καθώς δεν υπάρχει κοινωνία στην οποία να μην παρατηρούνται συμπεριφορές παραβίασης του νόμου, θα χρειαστεί να αποφύγουμε το στατιστικό στοιχείο (απολύτως απαραίτητο κατά τα άλλα, όμως από ποιούς δείκτες παραβατικότητας και πάνω μια κοινωνία θα χαρακτηρισθεί άνομη;) και να επικεντρωθούμε στην ανίχνευση ποιοτικών χαρακτηριστικών.
Σε παλαιότερο σημείωμά μου1 αντιμετώπισα ως ανομία την σε ευρύτατη κλίμακα πλημμελή εσωτερίκευση, συνεπώς και ελλειμματική ψυχική αποδοχή, εκείνων των αρχών λειτουργίας της κοινωνίας τις οποίες καθορίζει ο συμβατικός ανθρώπινος νόμος. Κοινωνία ανομίας είναι εκείνη στην οποία, πέρα από τους υψηλούς ποσοτικούς δείκτες παραβατικότητας, η καταστροφικότητα εκλογικεύεται, γίνεται μέρος ιδεολογίας, μετατρέπεται σε ρουτίνα.
Η παθολογία αυτή δεν εμποδίζει να λειτουργούν άλλες αρχές, συχνά ισχυρές, επηρεαζόμενες από άγραφους ‘νόμους’, οικογενειακές αξίες, συλλογικά συμφέροντα κτλ. Με άλλα λόγια, η νεοελληνική κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία χωρίς αρχές, δεν είναι δηλαδή χαοτική και αποδιοργανωμένη, αλλά μια κοινωνία η οποία στην μεγάλη της πλειονότητα αρνείται να τηρεί τους νόμους τους οποίους θεσπίζει. Γιατί; Διότι προτιμά αρχές οι οποίες εμπνέονται συνήθως είτε από συγγενικούς είτε από συντεχνιακούς δεσμούς.
Πρόκειται, δηλαδή, για διαφορετική προέλευση των αρχών. Είναι επιτακτική πλέον η ανάγκη για διερεύνηση των ιστορικών και κοινωνιολογικών αιτίων τα οποία διαμόρφωσαν συν τω χρόνω αυτή τη διάκριση και έδωσαν στη νεοελληνική κοινωνία την τόσο ξεχωριστή μορφή της, τη γεμάτη αντιφάσεις. Σε αυτά ενδεχομένως να πρέπει κανείς να περιλάβει την προαιώνια καχυποψία προς την κεντρική διοίκηση, την στρεβλή εφαρμογή των δημοκρατικών κανόνων στην πράξη, την ισχυρότατη επιρροή της συγγένειας, την αμφιθυμία προς τη Δύση και πιθανόν άλλα.
Επίσης απαιτείται να διαφοροποιήσουμε την ανομία υπό την παραπάνω έννοια από την ‘ανομία’ την οποία ο Durkheim αποδίδει σε ‘αποκοινωνικοποίηση’ και απώλεια του νοήματος, κάτι που συνδέει την εκτροπή αυτή με την αυτοκτονία. Ο νεοέλληνας, αντίθετα, δεν φαίνεται να πάσχει από έλλειψη νοήματος: απλά το νόημα ζωής του δεν περνά μέσα από το κοινό καλό. Λογοδοτεί, με άλλα λόγια, στο ιδιωτικό-συγγενικό του σύμπαν μόνο. Η κοινωνικοποίησή του είναι ιδιόμορφη και παρουσιάζει στοιχεία προνεωτερικά, ενώ αξιοσημείωτη παραμένει η ικανότητά του να προσαρμόζεται εύκολα στην τάξη του νόμου όταν διαβιώνει σε Δυτικές κοινωνίες. Το στοιχείο αυτό συνηγορεί υπέρ της υπόθεσης πως η ανομία του νεοέλληνα δεν αποτελεί ‘ουσιοκρατικό’ συστατικό του, αλλά ότι συνίσταται σε μια πολιτισμική κατασκευή, σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο ‘παραβατικού’ τύπου.
Με άλλα λόγια, ο τόπος μας μαστίζεται από την κυριαρχία συλλογικά συμφωνημένων στάσεων οι οποίες, με ψυχιατρικά κριτήρια, συνιστούν παθολογία όταν συμβαίνουν σε άτομα, επειδή αντιστοιχούν σε εμπλοκές και στρεβλώσεις της ψυχικής ανάπτυξης. Μέσα σε αυτό το κλίμα επιστρατεύονται άλλοθι με τα οποία ο νόμος απορρίπτεται, είτε ως ‘όργανο της εξουσίας των ισχυρών’, είτε ως ‘άδικος και μεροληπτικός’, είτε ως ‘αντίγραφο ξένων, που δεν λαμβάνει υπόψη τις ελληνικές ιδιαιτερότητες’. Σε κάθε περίπτωση απλά βιώνεται ως ένα ενοχλητικό εμπόδιο. Πάντως το συλλογικό άτυπο συμβόλαιο της νεοελληνικής κοινωνίας δεν φαίνεται να περιλαμβάνει την ψυχική αναπαράσταση του νόμου ως φροντίδας και ως ευθύνης.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ο νόμος δεν είναι ένα εργαλειακό και αποσυμβολοποιημένο μόρφωμα, ο νόμος έχει ‘ψυχή’. Και αυτή είναι το κίνητρο του συλλογικού υποκειμένου να θεσμίσει την ευθύνη του. Εν ολίγοις, ο νόμος δεν είναι ένας απλός φραγμός (‘απαγορεύεται’) ή μια εντολή (‘οφείλεις’), αλλά έκφραση φροντίδας για το κοινό καλό και κατ’ επέκταση πρόσκληση προς το άτομο-πολίτη για αναπτυξιακή πρόοδο και εξέλιξη.
Οι συγκροτούντες το ‘κράτος των Εξαρχείων’, καθώς και οι καταστροφείς των Πανεπιστημίων μας, δεν φαίνεται να αισθάνονται καμία κοινωνική λογοδοσία, ούτε να εμπνέονται από κάποιο κοινωνικό συμβόλαιο. Ο ιδεολογικός τους μικρόκοσμος εξαντλείται σε αυτιστικού τύπου οράματα ‘επαναστάσεων’. Στα πλαίσια αυτά ξέρουν μόνο να καταστρέφουν, όχι να δημιουργούν. Χειρότερα: εκλαμβάνουν την καταστροφή ως δημιουργικότητα.
Μια συλλογικά εξωραϊσμένη εγωκεντρικότητα έχει εξωθήσει τον βολονταρισμό τους στα άκρα. Ουσιαστικά τούς έχει καθηλώσει σε παραληρηματικές φαντασιώσεις νοητών ‘κοινοτήτων’. Ο αναγνώστης θα αντιληφθεί καλύτερα ό,τι γράφω αν τον πληροφορήσω ότι μικρός εκδοτικός οίκος της εδαφικά ‘αυτόνομης ζώνης’ αναγράφει στο οπισθόφυλλο των βιβλίων του την τιμή όχι μόνο σε ευρώ, αλλά και σε ‘λιρέττες Εξαρχείων’! Η σύνδεση με την Ιταλική τρομοκρατία των ’80 ως πηγής έμπνευσης είναι προφανής.
Το σύμπτωμα πηγάζει πάντα από αρρώστια –και την υποδηλώνει. Αλλά, πέρα από την αρρώστια των λίγων, πιο ανησυχητική και πιο επικίνδυνη καταντάει η ανοχή των πολλών. Πότε έγινε ένα συλλαλητήριο στο Σύνταγμα για την τρομοκρατία στα Πανεπιστήμια; Πότε πιέστηκαν οι υποψήφιοι από δημοσιογράφους κατά την προεκλογική περίοδο να δηλώσουν τι σκοπεύουν να κάνουν με το πρόβλημα; Πότε ζήτησαν οι Σύγκλητοι των ΑΕΙ την παρέμβαση της Αστυνομίας (το επέτρεπαν και οι προηγούμενοι νόμοι μέχρι τώρα) για να ελευθερώσει τους χώρους που τελούσαν υπό κατάληψη ή ως αποθήκες πολεμοφοδίων;
Κατά τον δεύτερο πόλεμο του Ιράκ μια γνωστή μου έφηβη παρακολουθούσε στιγμιότυπα των βομβαρδισμών και εκρήξεων από την τηλεόραση. Κάποια στιγμή γύρισε και είπε στη μητέρα της: ‘Μαμά, δεν με σοκάρει τόσο ο πόλεμος, όσο το ότι τον παρακολουθώ έτσι απλά, από τον καναπέ μου’. Συναισθηματική ευφυία και προσωπική εντιμότητα στα καλύτερα της συνεργασίας τους.
Άραγε, τι είναι πιο νοσηρό; Τελικά τι συνιστά την ντροπιαστική ιδιαιτερότητά μας; Τα δακτυλοδεικτούμενα από όλους ‘άνθη του κακού’, ή η αναισθησία μας στην αποφορά τους;
1 https://www.huffingtonpost.gr/entry/ena-sproximo-e-yiati-echoeme-toso-kake-schese-me-ton-nomo_gr_5bdb0d14e4b0da7bfc17aed3.