Μιλώντας για τα Καλάβρυτα: Οι παγίδες του εθνοτικού λόγου
Η εκτέλεση αμάχων στα Καλάβρυτα και τα κοντινά χωριά τον Δεκέμβριο του 1943 από άνδρες της Βέρμαχτ – έτσι ονόμαζε το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώτος τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις – είναι ένα από τα πιο φρικτά επεισόδια που έλαβαν χώρα στην κατεχόμενη Ελλάδα και για το οποίο δεν έχει λογοδοτήσει μέχρι σήμερα κανείς. Το θέμα έχει μελετηθεί σχεδόν εξαντλητικά από ιστορικής πλευράς, έχει μάλιστα αποτελέσει και αντικείμενο ιστορικού μυθιστορήματος. Τέλος, αποτελεί αντικείμενο επετειακών λόγων που εκφωνούνται κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις μνήμης για τα θύματα αυτού του φοβερού εγκλήματος. Έτσι ο λόγος που έχει παραχθεί για τη σφαγή των Καλαβρύτων ανήκει σε πολλά και διαφορετικά είδη: ακαδημαϊκός, λογοτεχνικός, επετειακός, δημοσιογραφικός, αφηγηματικός λόγος της καθημερινής χρήσης της γλώσσας.
Εκτός από το ιστορικό γεγονός που είναι ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των διαφορετικών ως προς το είδος λόγου αφηγήσεων, υπάρχει και ένα άλλο κοινό στοιχείο: ο εθνοτικός λόγος. Ακόμη και ο επιστημονικός-ακαδημαϊκός λόγος επηρεάζεται συχνά από την εθνοτική αφήγηση, αν και θα περίμενε κανείς το αντίθετο ειδικά από αυτό το είδος λόγου.
Ο εθνοτικός λόγος περιγράφει τα συμβάντα παραπέμποντας στην εθνική ταυτότητα των πρωταγωνιστών τους. Το ίδιο κάνει και όταν επιχειρεί να τα ερμηνεύσει. Ανακαλύπτει συλλογικά χαρακτηριστικά (λαϊκό χαρακτήρα, εθνικό χαρακτήρα, γονίδια ή νοοτροπίες) με τα οποία εξηγεί τα γεγονότα, χωρίς αναφορά σε οργανισμούς και ιδεολογίες, σε ιεραρχία και εξάρτηση, σε ακραίες συνθήκες και ακραίες συμπεριφορές κανονικών κατά τα άλλα ανθρώπων, όπως το θέτει ο Κρίστοφερ Μπράουνιγκ, που μέσα από ψυχικές διεργασίες μεταμορφώνονται σε οργανωτές και εκτελεστές εγκληματικών σχεδίων τα οποία αποφασίζονται στην κορυφή της ιεραρχίας.
Την πολιτική των αντιποίνων στα Καλάβρυτα και σε πολλές άλλες σφαγές αμάχων στην κατεχόμενη Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη δεν την είχαν διαμορφώσει οι συγκεκριμένοι στρατιώτες που πήραν την εντολή να πυροβολήσουν και πυροβόλησαν πάνω στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί εκεί στο λόφο του σημερινού μνημείου στις 13.12.1943. Δεν την είχε διαμορφώσει καν ο διαβόητος διοικητής της 117. Μεραρχίας Καταδρομών, στρατηγός LeSuire, όταν πληροφορήθηκε ότι πάνω από εβδομήντα άνδρες της μονάδας του που είχαν αιχμαλωτιστεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους από αντάρτες του ΕΛΑΣ κοντά στα Καλάβρυτα είχαν δολοφονηθεί από αυτούς με φρικτό τρόπο σε πλαγιά του Χελμού. Τα αντίποινα ήταν μια κεντρικά σχεδιασμένη πολιτική από την κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας που είχε την έγκριση του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ.
Σημαίνει αυτό ότι τα μεσαία και κατώτερα στελέχη του οργανισμού που συντόνισαν και πραγματοποίησαν τη σφαγή δεν έχουν ευθύνη; Το αντίθετο ακριβώς. Σε ένα έγκλημα που φέρει τη σφραγίδα του οργανισμού έχουν όλοι ευθύνη: σχεδιαστές, συντονιστές και εκτελεστές. Η εστίαση της προσοχής, όμως, στον οργανισμό αντί στον «γερμανισμό» δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ακριβέστερη εικόνα των γεγονότων και για μια εγκυρότερη ερμηνεία τους, αποφεύγοντας την ίδια στιγμή τις παγίδες του εθνοτικού λόγου. Δεν είναι η «γερμανικότητα» των σχεδιαστών, των συντονιστών και των εκτελεστών της σφαγής των Καλαβρύτων που εξηγεί το έγκλημα, αλλά η ακλόνητη πίστη σε μια ολοκληρωτική ιδεολογία κάποιων που ως εκ της θέσεώς τους στον οργανισμό έχουν τη δύναμη να κινητοποιούν μηχανισμούς άσκησης βίας και η ετοιμότητα κάποιων άλλων να εκτελούν άνωθεν εντολές - από φόβο, συνήθεια, συναδελφική «αλληλεγγύη», ιδιοτέλεια, μίσος ή αίσθηση καθήκοντος – χωρίς επιφυλάξεις για το περιεχόμενό τους.
Η εποχή μας δεν είναι τόσο φιλική, όσο θα περίμενε κανείς, απέναντι στην ανθρωπιστική παιδεία, και ιδιαίτερα στην ιστορική παιδεία. Υπερτερεί μέχρι παρεξηγήσεως το πρακτικό-τεχνικό στοιχείο και η καλλιέργεια αντίστοιχων δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Εκτός από τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, ένα από τα μαθήματα που υποφέρει από αυτήν την μονομέρεια της εκπαίδευσης είναι η Ιστορία. Τούτο αφορά και το ελληνικό σχολείο. Οι γνώσεις των αποφοίτων του Λυκείου – για να μην πω των αποφοίτων των Τμημάτων Ιστορίας των ΑΕΙ – γύρω από την Κατοχή είναι από ανύπαρκτες έως πολύ περιορισμένες και για έναν πρόσθετο λόγο, πέρα από την υποβάθμιση των ανθρωπιστικών μαθημάτων. Η Κατοχή είναι μια δυσάρεστη και δραματική εποχή για τα ελληνικά πράγματα, τόσο εξ αιτίας της δράσης των κατοχικών δυνάμεων (γερμανικών, ιταλικών και βουλγαρικών), όσο και εξ αιτίας των μεγάλης κλίμακας και αγριότητας εμφύλιων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της ένοπλης αναμέτρησης για την επιβολή μιας καθεστωτικής αλλαγής στην Ελλάδα. Μια από τις αρχές που μέχρι σήμερα διέπουν τη διδασκαλία της Ιστορίας στην ελληνική εκπαίδευση είναι ότι για παιδαγωγικούς λόγους πρέπει να αποφεύγεται η αναφορά σε δυσάρεστα γεγονότα και σε οδυνηρές εποχές, ειδικά όταν αυτές είναι σχετικά πρόσφατες.
Και εδώ τίθεται το ερώτημα, τι είναι προτιμότερο: η έλλειψη ιστορικής γνώσης γύρω από την περίοδο της Κατοχής ή η καλλιέργεια του μίσους και της απέχθειας απέναντι σε εθνότητες που νομοτελειακά δημιουργεί ο εθνοτικός λόγος, ανεξάρτητα από τις προθέσεις εκείνων που τον εκφέρουν. Διότι αν διδασκόταν στα ελληνικά σχολεία, π.χ. στο Λύκειο, η Ιστορία αυτής της περιόδου, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα σχολικά εγχειρίδια θα ακολουθούσαν τη γλώσσα των «πηγών», με άλλα λόγια θα χρησιμοποιούσαν εθνοτικό λόγο, όπως το κάνουν ήδη για άλλες περιπτώσεις. Αν το δίλημμα είναι «άγνοια ή μίσος», εύκολα θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει υπέρ της «άγνοιας».
Η άγνοια, όμως, κρύβει τις ίδιες ακριβώς παγίδες όπως ο εθνοτικός λόγος. Διότι ο μαθητής μπορεί μεν να μην έχει επηρεαστεί από τον εθνοτικό λόγο των σχολικών εγχειριδίων, αλλά θα συναντήσει κάποια στιγμή αργότερα τον εθνοτικό λόγο των εξωσχολικών πηγών για το ίδιο θέμα, και μάλιστα χωρίς να είναι εξοπλισμένος με την σκευή του κριτικού ιστορικού λόγου για να τον αποδομήσει.
Μόνο μία παιδαγωγικά αποδεκτή λύση υπάρχει στο δίλημμα αυτό. Η αναβάθμιση του μαθήματος της Ιστορίας ως μαθήματος γενικής παιδείας στα πλαίσια του οποίου διδάσκονται και οι δυσάρεστες και τραυματικές στιγμές στην πορεία ενός έθνους, αλλά χωρίς το προβληματικό εργαλείο του εθνοτικού λόγου. Διότι αν έχει κάποια διαμορφωτική αξία η διδασκαλία της σφαγής των Καλαβρύτων, πέρα από την απόκτηση θεμελιωμένης ιστορικής γνώσης, αυτή δεν έγκειται στη δημιουργία αρνητικών στάσεων και διαθέσεων, και μάλιστα διαχρονικά, απέναντι σε έναν λαό, αλλά απέναντι στις ολοκληρωτικές ιδεολογίες και τις πρακτικές των καθεστώτων που τις υιοθετούν και τις πραγματώνουν. Σε τελευταία ανάλυση η διαμόρφωση του δημοκρατικού πολίτη με επάρκεια ιστορικών γνώσεων και ικανότητα κριτικής αξιολόγησης του λόγου που κυκλοφορεί στη δημόσια σφαίρα για μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή είναι και ο απώτερος σκοπός της διδασκαλίας της Ιστορίας ως μαθήματος γενικής παιδείας.