Header Ads

Η «Μουσική Αλληλογραφία» Γιώργου Σαραντάρη – Μελισσάνθης στη ΣΙΩ

.

Το δεύτερο μέρος του κύκλου «Μουσική Αλληλογραφία» του Ελληνικού Σχεδίου (προηγήθηκε εκείνο της σχέσης και αλληλογραφίας των Κώστα Καρυωτάκη – Μαρίας Πολυδούρη) παρουσίαζε πολλαπλό ενδιαφέρον ως προς το πως σημερινοί/ές δημιουργοί προσεγγίζουν τον λόγο σπουδαίων Ελλήνων/ίδων ποιητών/ιών του εικοστού αιώνα. Θα πω εξαρχής ότι πιστεύω πως αυτή τη φορά η Νεφέλη Λιούτα εξ ορισμού...αδικήθηκε και όχι εξαιτίας της υπευθυνότητας οποιουδήποτε/αποιασδήποτε αλλά ενός εγγενούς λόγου της συγκεκριμένης «Μουσικής Αλληλογραφίας». Πρόκειται για το αντικειμενικό γεγονός ότι η Μελισσάνθη - οκτώ ποιήματα της οποίας ανέλαβε να μελοποιήσει - ήταν απλά μια καλή ποιήτρια (γεγονός καθόλου ευκαταφρόνητο σε μιαν εποχή που οι Ελληνίδες οι οποίες ασχολούντο με την ποίηση ήταν κυριολεκτικά μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού, ας το υπογραμμίσω) ενώ το έργο του Γιώργου Σαραντάρη – του οποίου ισάριθμα ποιήματα αντίστοιχα ανέλαβε να μελοποιήσει ο Κώστας Μακράς - συνιστά ένα ολοκληρωμένο ποιητικό, σε μεγάλο βαθμό και φιλοσοφικό, σύμπαν. Αυτή η διαφορά της αξίας τους παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για την (μουσική) προσέγγιση της ποίησης τους στο πλαίσιο και με βάση την πλατωνική ερωτική σχέση και την αλληλογραφία τους στην οποία αυτή κυρίως εκδηλώθηκε.

.

Η Νεφέλη Λιούτα βέβαια, όπως άλλωστε κάνει πάντα, εργάσθηκε ευσυνείδητα και πολύ συστηματικά και, «σκάβοντας» κάτω από την επιφάνεια της ποίησης της Μελισσάνθης, ανέσυρε τα στοιχεία της ψυχοσύνθεσης της που είναι και δικά της. Εκτός όμως από το ότι αυτά δεν είναι και τόσα πολλά είχε και το επιπλέον ντεζαβαντάζ ότι η ποίηση της τελευταίας είναι απολύτως «ελληνοκεντρική» ως προς τα πάντα και, με έναν πολύ ισχυρό τρόπο μάλιστα, ακόμα και στη γλώσσα της. Οι μελοποιήσεις της λοιπόν μπορεί να διέθεταν την άκρως προσωπική μελωδικότητα που την διακρίνει αλλά και πολύ πιο έντονο από άλλες φορές το ελληνικό στοιχείο. Οχι τόσο συνθετικά βέβαια όσο ερμηνευτικά όπου χρησιμοποίησε την παράδοση της Ηπειρωτικής πολυφωνίας, στοιχείο που σημειωτέον πάντα υπάρχει στο έργο της, ίσως λίγο περισσότερο από όσο χρειαζόταν και θα έπρεπε αλλά ακόμα και ενορχηστρωτικά καθώς τα δύο έγχορδα κάποιες φορές απλά έπαιζαν ισοκράτες αντί να συμβάλλουν στην μελωδική και αρμονική ανάπτυξη, γεγονός αρκετά παράδοξο αν σκεφτούμε ότι, πριν ακόμα ίσως από τραγουδοποιός και ερμηνεύτρια, είναι σολίστ του βιολιού. Ετσι τα συγκεκριμένα τραγούδια της είχαν μεν περισσή ευαισθησία μα και καλαισθησία αλλά στο μεγαλύτερο ποσοστό τους στερούντο την υποβλητικότητα, ακόμα και μια...μυστηριακή αίσθηση οι οποίες κάνουν τις προσωπικές εργασίες της - πάντα με το ψευδώνυμο Nefeli Walking Undercover – τόσο ξεχωριστές.

Αντίθετα ο Κώστας Μάκρας είχε, στην περίπτωση του Γιώργου Σαραντάρη, να κάνει με ένα ποιητικό υλικό ευρύτερο μα και βαθύτερο, σαφώς μεγαλύτερου ψυχολογικού υποβάθρου, περισσότερο προσανατολισμένου στις ευρωπαϊκές ποιητικές και γενικότερες πνευματικές αναζητήσεις της εποχής και με μια γλώσσα απαλλαγμένη από τους υπερβολικούς ως και περιττούς κάποτε δημοτιικισμούς της Μελισσάνθης. Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι η σταδιακή απομάκρυνση του από το έντονα ελληνικό – κατά κύριο λόγο λαϊκό, για την ακρίβεια – ύφος του στις πρώτες αναθέσεις που δέχθηκε από το Ελληνικό Σχέδιο ατή τη φορά έφτασε στην πλήρη σχεδόν εγκατάλειψη του με την γραφή του να κινείται στον ύστερο ρομαντισμό και στις απαρχές του εικοστού αιώνα με κάποιους αποήχους ακόμα και από την γαλλική ιμπρεσιονιστική σχολή και με μερικές πολύ όμορφες ενορχηστρωτικές «πινελιές». Ο Απόστολος Κίτσος λοιπόν είχε μια θαυμάσια πρώτη ύλη την οποία ομολογουμένως υπηρέτησε ερμηνευτικά και ανέδειξε άψογα.

Για εμένα πάντως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της συναυλίας ήταν το ενόργανο συνοδευτικό σχήμα που είχαν επιλέξει από κοινού οι δύο δημιουργοί. Λιτό, απολύτως λειτουργικό και ολιγομελές, ένα κουαρτέτο που επί της οσίας δεν ήταν παρά το πολύ συνηθισμένο στην κλασική μουσική τρίο πιάνου, βιολιού και βιολοντσέλου διευρυμένου και εμπλουτισμένου με κόρνο το οποίο προσέθετε φωτεινότητα, λαμπρότητα, ακόμα και μια «χαρωπή» διάσταση μερικές φορές, ειδικά στα τραγούδια του Κ. Μάκρα. Πρόκειται για μια ενορχηστρωτική προσέγγιση στην μελοποίηση ποίησης (ολιγομελή σύνολα κλασικών οργάνων) που εγκαινίασε στην δεκαετία του ’70 ο Μιχάλης Γρηγορίου με έργα όπως τα «Ανεπίδοτα Γράμματα» αλλά στη συνέχεια ελάχιστοι χρησιμοποίησαν προτιμώντας ένα από τα δύο κυρίαρχα σχετικά ρεύματα, είτε μεγαλύτερα ανάλογα σύνολα, μικρές ορχήστρες οι οποίες τις περισσότερες φορές περιλαμβάνουν και μη κλασικά, ακόμα και ηλεκτρικά όργανα είτε την λαϊκή οδό με το μπουζούκι να έχει φυσικά τον πρώτο λόγο. Θεωρώ ότι σχήματα όπως το συγκεκριμένο αφενός επιτρέπουν να ακούγεται πιο «καθαρός» ο ποιητικός λόγος και αφετέρου αναδεικνύουν την «εσώτερη μουσική» του και για αυτό εύχομαι να χρησιμοποιηθούν και σε μελλοντικές ανάλογες εκδηλώσεις του Ελληνικού Σχεδίου.

Εν κατακλείδι δεν νομίζω ότι ο Γιώργος Σαραντάρης και η Μελισσάνθη «συνομίλησαν» σε αυτήν την συναυλία περισσότερο από όσο στην εποχή τους, δεν ξέρω άλλωστε κατά πόσον επικοινώνησαν πραγματικά και τότε. Σίγουρα όμως ο Κώστας Μάκρας και η Νεφέλη Λιούτα, παρά την αρκετά μεγάλη διαφορά ηλικίας τους και τις σαφώς διαφορετικές τεχνοτροπίες τους, επέτυχαν να «δουν» την ποίηση αντίστοιχα του ενός και της άλλης μέσα από ένα πολύ κοινό πρίσμα. Το αποτέλεσμα ήταν η αισθητική απόλαυση του ακροατηρίου αλλά και ένα κέρδος για την σημερινή ελληνική μουσική που πιστεύω ότι θα λειτουργήσει ως προστιθέμενη αξία για το μέλλον της.

 

.
Θάνος Μαντζάνας
Από το Blogger.