Ποιος και γιατί να τον εμπιστευτεί πλέον;
Να δεις που δεν αποκλείεται ν’ αρχίσουμε να υπερασπιζόμαστε τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Απέναντι στους ολιγάρχες. Τους ολιγάρχες του ποδοσφαίρου, των media και της εξουσίας. Της πραγματικής εξουσίας. Εκείνους που μόλις τώρα είδαν το φως το αληθινό. Και το προωθούν διά των υπό τον έλεγχό τους μέσων ενημέρωσης. Εκείνους που μόλις τώρα ανακάλυψαν ότι ο Μητσοτάκης διαθέτει βίλα μεσοτοιχία με τον Χριστοφοράκο της Siemens. Που μόλις τώρα κατάλαβαν ότι αδυνατεί να διαχειριστεί το προσφυγικό. Ότι η υπεσχημένη ανάπτυξη μοιάζει με φάντασμα, ότι παρατηρείται έλλειψη φαρμάκων πρώτης ανάγκης («άδεια τα ράφια των φαρμακείων» σημειώνουν χαρακτηριστικά στις εφημερίδες τους), ότι μειώνονται οι συντάξεις κι ότι οι συνταξιούχοι εξαπατήθηκαν. Κι όλ’ αυτά, μία μόλις μέρα μετά τους «άτσαλους» (κατά τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό…) χειρισμούς της κρίσης στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Και έπεται συνέχεια…
Πρόκειται βεβαίως για τους ολιγάρχες που έφεραν τον Μητσοτάκη στην εξουσία. Που διεκπεραίωσαν με επιτυχία, και με το αζημίωτο ασφαλώς, το «συμβόλαιο ανατροπής» του Αλέξη Τσίπρα. Και που, έτσι, ο σημερινός Πρωθυπουργός κατέστη όμηρός τους. Πολύ περισσότερο που, εκτός όλων των άλλων, διαθέτουν και ισχυρή επιρροή στους κόλπους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Τέτοια που, δεν αποκλείεται, κάποια στιγμή, όταν το αποφασίσουν, να την κλονίσει συθέμελα.
Δεν κατάφερε, βλέπετε, ο Πρωθυπουργός, να χειριστεί με στοιχειώδη επάρκεια, ένα ζήτημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί (και να είναι) ελάσσονος σοβαρότητας. Κι έκανε τη μια γκάφα μετά την άλλη. Αφού επέτρεψε στον Αυγενάκη να κάνει «τα δικά του», κατάλαβε εκ των υστέρων τις ενδεχόμενες συνέπειες. Αυτό που, ωστόσο, οι πάντες έβλεπαν από την αρχή. Και προχώρησε στην δεύτερη και μεγαλύτερη γκάφα. Στην πρωτοφανή πολιτική ασχημία της άρον-άρον αλλαγής της σχετικής νομοθεσίας. Για σκεφτείτε. Αλλαγή νόμου ακριβώς πάνω στην εφαρμογή του. Σαν να ασκείται σε κάποιον ποινική δίωξη για συγκεκριμένο κακούργημα, και νάρχεται η Πολιτεία ν’ αλλάζει εσπευσμένα τον σχετικό νόμο, προκειμένου ο διωκόμενος να πέσει στα μαλακά. Έτσι ακριβώς. Αντίδραση αμήχανη, άτσαλη, πανικόβλητη. Με την σαθρή δικαιολογία ότι προστατεύεται έτσι η εθνική και η κοινωνική συνοχή. Δικαιολογία που λίγο απέχει από την πολιτική βλασφημία. Όταν οι ίδιοι έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια την εθνική συνοχή, με την στάση τους στο Μακεδονικό. Όπως και την κοινωνική συνοχή, οδηγώντας στην φτωχοποίηση τον μισό πληθυσμό της Χώρας. Αλλά, βλέπετε είναι, κατά την κρίση τους και κατά την συνείδησή τους, για το ποδόσφαιρο ή μάλλον για τα νιτερέσα των μεγάλων αφεντικών του ποδοσφαίρου, που δοκιμάζεται η εθνική και η κοινωνική συνοχή στη Χώρα. Από τους οπαδικούς στρατούς αυτών ακριβώς των μεγάλων αφεντικών…
Σήμερα, και μετά την ολοκλήρωση του φιάσκου, η Κυβέρνηση προχωρεί σε απειλές. Με διακοπή του πρωταθλήματος και με Grexitαπό την διεθνή ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Απειλές βασιζόμενες σε σχέδιο εξ ίσου ανεπεξέργαστο, εξ ίσου ερασιτεχνικό. Ως προς την υλοποίηση και ως προς τις συνέπειές του.
Αλλά για σκέψου. Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης αδυνατεί να διαχειριστεί, με στοιχειώδη επάρκεια, μια ποδοσφαιρική κρίση. Ή, αν προτιμάτε, το πόλεμο των μεγαλοπαραγόντων του αθλήματος. Ποιος και γιατί να τον εμπιστευτεί για επαρκή διαχείριση πράγματι σοβαρών θεμάτων και καταστάσεων. Θεμάτων και καταστάσεων που έχουν να κάνουν με τα ύψιστα συμφέροντα της Χώρας και του λαού…