Η μυθιστορηματική ζωή της Άλκης Ζέη μέσα από δεκαπέντε φωτογραφίες
Η πολυβραβευμένη και πολυμεταφρασμένη συγγραφέας Άλκη Ζέη, η πρέσβειρα της ελληνικής λογοτεχνίας για παιδιά, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 97 χρονών, στο σπίτι της, περιτριγυρισμένη από τα παιδιά της Ειρήνη και Πέτρο.
Η «αναχώρηση» της αγαπημένης Άλκης, που μέχρι τέλους διατηρούσε το χιούμορ και την οξύνοια της, έρχεται να προστεθεί στις πρόσφατες μεγάλες απώλειες της Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ και της Κικής Δημουλά.
Η σπουδαία παρακαταθήκη της, πέρα από τα βιβλία της για παιδιά (και όχι μόνο) -από τα κορυφαία «Το καπλάνι της βιτρίνας» και «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» μέχρι το τελευταίο που κυκλοφόρησε μόλις τέσσερις μήνες πριν («Ένα παιδί από το πουθενά», εκδόσεις Μεταίχμιο), περιλαμβάνει και τη μυθιστορηματική ζωή της, μοιρασμένη μεταξύ Αθήνας, Μόσχας, Τασκένδης, Παρισίου και πάλι Αθήνας, συνυφασμένης ουσιαστικά με την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας: Η Άλκη συμμετείχε στην ΕΠΟΝ, στη διάρκεια της Κατοχής και εξορίστηκε το 1948, όταν προσπάθησε να ακολουθήσει τον αριστερό σύζυγό της θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, κατά την απόδρασή του στην Τασκένδη. Τον συνάντησε τελικά εκεί έξι χρόνια αργότερα. Στη συνέχεια, κατέφυγαν στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δυο παιδιά τους. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα για να ξαναφύγει πάλι το 1967 με τον ερχομό της Χούντας, αυτή τη φορά για το Παρίσι, από όπου επέστρεψε οριστικά μετά την πτώση της δικτατορίας.
Η Άλκη Ζέη (1923 - 2020) είχε καταγράψει την ιστορία των πρώτων είκοσι πέντε χρόνων της ζωής της, τα οποία διαμόρφωσαν τη μετέπειτα πορεία της, στο βιβλίο της με τίτλο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013).
«Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου. Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει. Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα μου είπε: «Έτσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε».
«Τώρα» της λέω, «που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ’θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ...» έγραφε η Άλκη Ζέη.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Άλκης Ζέη
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, στην οδό Κέας, στην πλατεία Κολιάτσου. Στις 15 του Δεκέμβρη. Από τους γνωστούς μου, την ίδια ημερομηνία, με διαφορετική χρονολογία, έχουν γεννηθεί ο ο Ζορζ Σεμπρούν και ο Νίκος Κούνδουρος.
Εγώ πέφτω κάπου ανάμεσα στους δύο. Τον Σεμπρούν που μ’ αρέσει πολύ σαν συγγραφέας τον γνώρισα στο Παρίσι στο σπίτι της Μελίνας την εποχή της Χούντας. Δεν ξέρω πώς ήρθε η κουβέντα και ανακαλύψαμε πως γεννηθήκαμε την ίδια μέρα.
-Ωραία, μου λέει, να φύγουμε και μαζί για να ’χουμε καλή παρέα.
Γελάσαμε. Ήμασταν αρκετά νέοι κι οι δυο μας.
Εκείνος έφυγε πριν από λίγο καιρό, δεν με πήρε μαζί του· ήταν πολύ ευγενική ψυχή.
Με τον Νίκο γνωριζόμαστε από τα πολύ νεανικά μας χρόνια. Κι όσο ζούσε η πρώην σύντροφός του, η Μπριτ, γιορτάζαμε τα γενέθλια μας αρκετές χρονιές στο σπίτι της. Ερχόντανε ο γιος τους, ο γιος μου, που είχε δουλέψει μαζί με τον Νίκο και του είχε εκείνος ξέχωρη αγάπη, και φίλοι που ταίριαζαν σε ηλικία πιο πολύ με τα παιδιά μας παρά με μας. Ο Νίκος στις ομορφιές του έκλεβε την παράσταση. Η Μπριτ μαγείρευε γουρουνόπουλο αλά σουηδικά κι οι συζητήσεις για τέχνη και πολιτική έδιναν κι έπαιρναν. Από τότε που έφυγε η Μπριτ, δεν ξαναγιορτάσαμε μαζί. Κρίμα. Ήτανε πολύ ωραία...»
«... Αν με ρωτούσαν τι θα ’θελα να έχει εξαφανιστεί από τη ζωή μου, από τα τόσα που πέρασα, και δεν ήτανε και λίγα, θ’ απαντούσα αμέσως χωρίς καν να σκεφτώ: Ο Δεκέμβρης του ’44. Θα ήθελα να μην είχε υπάρξει στη ζωή μου. Να μην είχε υπάρξει στην Ιστορία. Και τώρα που γράφω γι’ αυτόν, δεν ψάχνω να βρω τις αιτίες, δεν με νοιάζουν πια.
Ξέρω πως κάθε μου σελίδα θα την πληρώσω μ’ ένα εφιαλτικό όνειρο. Ύστερα από τόσα χρόνια… εδώ στις Βρυξέλλες… περιτριγυρισμένη από παιδιά και εγγόνια, στο μεγάλο μου δωμάτιο με τα ψηλά ταβάνια και παράθυρα που φτάνουν ως πάνω, ζέστη μέσα, έξω κρύο, ο ήλιος όμως λάμπει και κάνει σαν καθρέφτες τα τζάμια των απέναντι σπιτιών. Μια σειρά σπίτια χτισμένα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όπου οι στέγες τους δεν ξεπερνούν η μια την άλλη. Όλες με κεραμίδια, άλλα βυσσινιά, άλλα μαύρα κι άλλα κεραμιδί χρώμα. Μικροί κήποι με τους φράχτες τους σκεπασμένους με καταπράσινα φυτά – χειμωνιάτικα. Αυτοκίνητα αραιά και συμμετρικά παρκαρισμένα. Κάθε τόσο περνάει κανένα αθόρυβα από τον δρόμο και πού και πού βγάζει κανείς βόλτα τον σκύλο του.
Κι εγώ τώρα θα συνεχίσω να γράφω στον υπολογιστή για τον Δεκέμβρη που θέλω να σβήσω από τη μνήμη μου. Θα γράψω σκηνές σαν να είναι κινηματογραφική ταινία. Γιατί ο φακός της μνήμης μου τις κατέγραψε και βγαίνουν τώρα σαν τα αρχεία της ΕΡΤ, για να έρχονται μπροστά σου όσο και να θέλεις να τις ξεχάσεις...»
«... Με κείνη όμως που ο Γιώργος τα βρήκε από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους ήτανε η Διδώ. Η θείτσα μας, βέβαια, του έκανε τρίτου βαθμού ανάκριση, όπως μονάχα εκείνη ήξερε να κάνει, και χωρίς να την παίρνεις είδηση. Κόντεψε ακόμα και για τη Βίρτζι από τη Ρουμανία να της διηγηθεί ο Γιώργος. Έφυγε πριν από μένα για να πάει στον… Κάρολο κι η θείτσα μού είπε ανακουφισμένη: «Χάρηκα, μικρό, γιατί είναι δικός μας».
Πρώτη φορά αυτή την έκφραση την άκουσα από τη Διδώ. Κι ύστερα πόσες φορές για ολόκληρα χρόνια λέγαμε ή ρωτούσαμε: «Αυτός είναι δικός μας;» Κι αν δεν ήτανε, ούτε θέλαμε καν να τον πλησιάσουμε. Πού να ξέραμε πως θα έρθει καιρός και θα ανακαλύπταμε ότι πολλοί «δικοί μας» δεν θα μας ταίριαζαν καθόλου, και σήμερα να μην ξέρουμε πια κατά πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε «δικοί μας».
Την ίδια χρονιά, δηλαδή το 1943, κι άλλο μεγάλο γεγονός. Γεννιέται ο «Ίκαρος».
Πήγαμε με τον Γιώργο στο σπίτι του Αλέκου Πατσιφά, στην οδό Χέυδεν. Ήταν εκεί ο Νίκος Καρύδης, ήρθαν η Λενούλα με τον Γκάτσο, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Γιώργος κι εγώ, και μπορεί και κάποιος άλλος που δεν τον θυμάμαι. Ο Πατσιφάς, ο Καρύδης κι ο Πλωρίτης ήθελαν να ιδρύσουν έναν εκδοτικό οίκο. Καθόμασταν όλοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι και στη μέση είχε μια μεγάλη γαβάθα με ψιλή μαύρη σταφίδα. Η Κατοχή, οι Γερμανοί, η πείνα είχαν εξαφανιστεί και πριν πετάξει ο «Ίκαρος» πετούσαν τα όνειρά μας γι’ αυτό που θα γεννιότανε. Δεν ξέρω ποιος πρότεινε το όνομα Ίκαρος, μάλλον ο Μάριος. Θα εξέδιδαν ποίηση κατ’ αρχάς, λογοτεχνία και μελέτες για την τέχνη· και πέφτανε οι ιδέες βροχή πάνω στο τραπέζι.
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν πού θα στεγαζόταν. Στην Κατοχή υπήρχε ενοικιοστάσιο και δεν ήταν εύκολο να βρεθεί άδειος χώρος. Έτσι, το πρώτο σπίτι του «Ίκαρου» ήταν σε μια γωνιά ενός μαγαζιού που πουλούσε γραφομηχανές. Από την πρώτη στιγμή που εγκαταστάθηκε περνούσαν αποκεί φίλοι, φοιτητές και φοιτήτριες, λογοτέχνες, ποιητές, καλλιτέχνες. Σαν μιαν ανάσα, στην οδό Σταδίου, κοντά στην Αμερικής, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα. Γινότανε όμως τέτοιο στρίμωγμα που οι γραφομηχανές κινδύνευαν να βρεθούν στο πεζοδρόμιο και βρέθηκε άλλη λύση.
Στην οδό Βουλής 4.
Τώρα που ο «Ίκαρος» κλείνει εβδομήντα χρόνια βρίσκεται πάντα εκεί. Και οι κόρες του Καρύδη και τα εγγόνια του συνεχίζουν με την ίδια αγάπη την ιστορία του....»
«... Η Διδώ κι εγώ στην πλατεία Συντάγματος. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα μαζί της. Ο Γιώργος θα πήγαινε με τους ηθοποιούς του. Γιατί δεν πήγα κι εγώ μαζί; Άγνωστο.
Κρατιόμαστε χέρι χέρι με τη Διδώ μην χαθούμε. Λαοθάλασσα. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά της πλατείας ακριβώς απέναντι από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Τραγουδάμε. Η Διδώ με τη φωνή πριμαντόνας κι εγώ παράφωνα. «Λαοκρατία κι όχι βασιλιά…».
Ξαφνικά η Διδώ ξεφωνίζει: «Χτυπάνε». Μου δίνει μια σπρωξιά, πέφτουμε αριστερά, ανάμεσα σε κάτι αγκαθωτούς θάμνους. Η Διδώ δεν προσπαθεί να σηκωθεί. Μένουμε εκεί χάμω στ’ αγκάθια. «Χτυπάνε από τη στέγη του παλατιού τον κόσμο» μουρμουρίζει εκείνη.
Ακούγονται φωνές, πολυβολισμοί, μα πάλι τραγούδι: «Το ’χουμε βάλει βαθιά μες στην καρδιά μας, λαοκρατία και όχι βασιλιά…».
Τραγούδι, πυροβολισμοί, πολλοί τώρα, κι ο κόσμος τρέχει, πέφτει μπρούμυτα…
Βρεθήκαμε στο σπίτι. Δεν ανεβαίνουμε απάνω, καθόμαστε στα σκαλιά. Αμίλητες. Γρατζουνισμένες. Η Διδώ μου βγάζει τ’ αγκάθια από τα μαλλιά κι εγώ από το παλτό της.
Ευπρεπιζόμαστε. Να μας δει ο μπαμπάς!
– Πάλι καλά που ματώσαμε από αγκάθια, λέει η Διδώ. Μπορούσανε να ’τανε και σφαίρες.
– Θείτσα, τι έγινε;
– Τι θα γίνει να ρωτάς, λέει κι αγκαλιαζόμαστε.
Ένα αγκάθι μ’ έχει τρυπήσει για τα καλά, το νιώθω στη χούφτα μου...»