Δαγκώνει ο λύκος, δαγκώνει και το προβατάκι
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, όταν περίπου πριν από ένα μήνα ενημερώθηκε για την κρισιμότητα της επέλασης του νέου κορονοϊού, γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι θα χρειαστεί έναν άνθρωπο που να μπορεί να ενημερώνει, να καθοδηγεί και να πείθει τους Έλληνες πολίτες τόσο για την πορεία της εξάπλωσης του ιού, όσο και για την αναγκαιότητα των κυβερνητικών μέτρων. Επέλεξε ένα άριστο επιστήμονα, συναφούς ειδικότητας, αποπολιτικοποιώντας εντελώς ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν επέλεξε τον Σωτήρη Τσιόδρα τόσο για να πολεμήσει τον κορονοϊό, όσο για να καταπολεμήσει τρεις ενδημικούς εχθρούς στην Ελλάδα: τον λαϊκισμό, τα «φέικ νιους» και τον κακό εαυτό μας. Όπλο του εθνικού λοιμωξιολόγου σε αυτόν τον πόλεμο δεν ήταν οι αδιαπραγμάτευτες γνώσεις του ή η αδιαμφισβήτητη επιστημονική του κατάρτιση. Σε αυτόν τον πόλεμο ήξερε ότι θα επικρατήσει μόνο με τον τρόπο του. Δηλαδή το ήθος, με την έννοια που απέδιδαν οι αρχαίοι Έλληνες στον όρο.
Ένας τρόπος που δεν χρειάζεται να είναι μονόπαντος, μονότονος, συνεχώς ευπροσήγορος ή αδιαλείπτως μειλίχιος. Ενίοτε, απαιτείται και πιο αποφασιστικός στρατιωτικός τόνος, πιο στρατιωτικός βηματισμός.
Έτσι, όταν το περασμένο Σάββατο, κατά την απογευματινή ενημέρωση των δημοσιογράφων στις έξι, υπήρξε μία ερώτηση με ανακριβή στοιχεία, εκείνος δεν έχασε το «χιούμορ» του. Δηλαδή την «υγρασία», την πλαστικότητα του πνεύματός του.
Η έκφραση του προσώπου και η στάση του σώματος του άλλαξαν, ο τόνος της φωνής και ο ρυθμός της απάντησης διαφοροποιήθηκαν, χωρίς να αφήνουν το ελάχιστο περιθώριο σε δημοσιογραφικούς αυτοσχεδιασμούς. Ο Τσιόδρας απάντησε κοφτά, στακάτα και ξεκάθαρα. Απάντησε συγκεκριμένα, αντιπαραθέτωντας δεδομένα απέναντι σε συμπαραδηλώσεις και υποθέσεις. Δαγκώνει ο λύκος αλλά δαγκώνει και το προβατάκι, όταν χρειάζεται.
Κι επειδή οι ταγμένοι, οι αφοσιωμένοι σε κάποιον ανώτερο σκοπό, έχουν χιούγια που παραμένουν σταθερά μέσα στον χρόνο, ας μνημονεύσουμε την αντίδραση του Αϊνστάιν, όταν τον σχολίαζαν για την εμφάνιση και τις ενδυματολογικές του επιλογές. Όταν ένας βοηθός του απηυδισμένος του είχε συστήσει να ντύνεται λίγο καλύτερα, επειδή πια είχε γίνει γνωστός, εκείνος είχε απαντήσει: «Για όσους γνωρίζουν ποιός είμαι, δεν έχει σημασία το τί φοράω. Για όσους δε γνωρίζουν, επίσης δεν έχει καμία απολύτως σημασία».