Είναι αποτελεσματική η θερμομέτρηση στην μάχη κατά της εξάπλωσης του κορονοϊού;
Οι άνθρωποι στις περισσότερες χώρες μένουν επί του παρόντος στο σπίτι τους για να επιβραδύνουν την εξάπλωση του COVID-19.
Ετσι, ενώ #Μένουμε_Σπίτι και κρατάμε τις αποστάσεις, πολλοί άνθρωποι έχουν αρχίσει να σκέφτονται ένα βήμα πιο μπροστά. Πώς θα μοιάζει η κοινωνία μετά την σταδιακή άρση των περιορισμών και ποια μέτρα ασφαλείας θα βοηθήσουν να διατηρήσουμε τους ανθρώπους μακριά από τον μολυσματικό ιο;
Μία από τις προτάσεις που έχουν τεθεί στο τραπέζι, είναι οι έλεγχοι της θερμοκρασίας που θα μας γίνονται, προκειμένου να διαπιστώνουμε αν έχουμε πυρετό. Πρόκειται για την τακτική που πρωτοεμφανίστηκε στην Γουχάν, την πόλη απ′ όπου ξεκίνησε η πανδημία του κορονοϊού. Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες, η Amazon, ανακοίνωσε ότι θα χρησιμοποιεί θερμικές κάμερες για να ελέγξει τη θερμοκρασία των υπαλλήλων ενώ ήδη ορισμένα μπακάλικα και μίνι μάρκετ των Ηνωμένων Πολιτειών, το έχουν εφαρμόσει, πριν εισέλθουν οι εργαζόμενοι στο χώρο εργασίας τους.
Αναμένεται δε να γίνει η συνήθης πρακτική σε όλη την χώρα, με την Disney να σκέφτεται σοβαρά να το επιβάλλει σε όλους τους επισκέπτες που θα εισέρχονται στα θεματικά της πάρκα.
Αλλά είναι οι έλεγχοι θερμοκρασίας, πραγματικά ο καλύτερος τρόπος παρακολούθησης και ελέγχου της εξάπλωσης του κορονοϊού;
Σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς για τις μολυσματικές ασθένειες, η μέθοδος έχει πολλά ελαττώματα και δεν πρέπει να είναι το μοναδικό μέτρο για την αντιμετώπιση της πανδημίας μόλις επιστρέψουμε στη νέα κανονικότητα.
Οι έλεγχοι θερμοκρασίας μεγάλης κλίμακας ενδέχεται να μην βρίσκουν όλους τους χρήστες με COVID-19
Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των Ηνωμένων Πολιτειών, τα συμπτώματα COVID-19 μπορούν να αναπτυχθούν οποιαδήποτε στιγμή μεταξύ 2 και 14 ημερών μετά την έκθεση στον ιό - που σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να έχει προσβληθεί και να μην τον γνωρίζει.
«Η περίοδος επώασης ποικίλλει μεταξύ των ασθενών», δήλωσε ο Τζάι Μάραθ, γιατρός με ειδικότητα στις μολυσματικές ασθένειες στο Ιατρικό Κέντρο της Βοστώνης και επίκουρος καθηγητής στη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης.
«Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ιός πολλαπλασιάζεται.Μόλις φτάσει σε κρίσιμο επίπεδο, αναγκάζει το σώμα να ανταποκριθεί με έντονα συμπτώματα.Η διάρκεια για να συμβεί αυτό ποικίλλει ανάμεσα στους ασθενείς και στην περίπτωση του COVID-19, ένα από τα πιο κοινά συμπτώματα που αντιμετωπίζουν, είναι ο πυρετός».
Ενώ ο πυρετός εμφανίζεται στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι ειδικοί έχουν πλέον καταλήξει πως δεν είναι απαραίτητο να εμφανιστεί σε όλους όσοι έχουν νοσήσει. Ο κορονοϊός δεν προκαλεί τα ίδια συμπτώματα σε κάθε ασθενή (και μεγάλο μέρος των περιπτώσεων μπορεί να είναι ασυμπτωματικό). Μία μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Journal of the American Medical Association, στις 22 Απριλίου, η οποία έγινε σε 5.700 άτομα που πάσχουν σοβαρά από τον COVID-19 στην περιοχή της Νέας Υόρκης, διαπίστωσε ότι τα δύο τρίτα δεν είχαν πυρετό.
«Ενώ ο πυρετός είναι μια από τις πιο κοινές εκδηλώσεις της λοίμωξης SARS-CoV-2, δεν είναι καθολική», δήλωσε ο Στίβεν Π. Τζούρασεκ, γιατρός στο Ιατρικό Κέντρο Μπεθ Ίσραελ Ντικόνες και επίκουρος καθηγητής ιατρικής στη Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. «Δυστυχώς, δεν μπορούμε να προβλέψουμε εάν κάποιος θα είναι συμπτωματικός ή όχι και ποια θα είναι τα συμπτώματά του».
Να σημειωθεί πως μέχρι στιγμής δεν είναι ξεκάθαρο πόσα άτομα που έχουν νοσήσει από τον κορονοϊό είναι ασυμπτωματικά, αλλά οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο αριθμός είναι σημαντικός.
«Η αντίδραση του ανοσοποιητικού μας συστήματος παίζει μεγάλο ρόλο στη σοβαρότητα της λοίμωξης», δήλωσε ο Μάραθ. «Το ανοσοποιητικό σύστημα σε ορισμένα άτομα είναι σε θέση να προστατεύσει τον ασθενή από την εμφάνιση οποιωνδήποτε συμπτωμάτων. Αυτά τα άτομα ονομάζονται ”ασυμπτωματικά”. Επίσης, η αντίδραση του αναοσοποιητικού μας συστήματος επηρεάζεται επίσης από διάφορους παράγοντες όπως η ηλικία ή το ιατρικό ιστορικό του ασθενή».
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Στίβεν Τζούρασεκ υπογραμμίζει πως οι έλεγχοι για πυρετό ενδέχεται να μην είναι αποτελεσματικοί.
«Ασυμπτωματικές, ήπιες ή περιπτώσεις που εμφανίζονται με καθυστέρηση μπορεί να χαθούν».
«Σίγουρα είναι καλύτερα από το να μην γίνεται μέτρηση, αλλά επ′ ουδενί δεν αντικαθιστά άλλες βασικές ενέργειες όπως το πλύσιμο των χεριών, την απόσταση των δύο μέτρων, την χρήση μάσκας ή την κάλυψη του στόματος όταν βήχουμε ή φταρνιζόμαστε».
Η Νατάσα Τσίντα, υποδιευθυντής του προγράμματος υποτροφιών για τις μολυσματικές ασθένειες και επίκουρη καθηγήτρια ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς, επεσήμανε με την σειρά της, τα μειονεκτήματα των ελέγχων θερμοκρασίας σώματος.
«Δεν είναι κακό να εφαρμόζουμε ελέγχους θερμοκρασίας σε δημόσιους χώρους για να περιορίσουμε τα άτομα που είναι συμπτωματικά προκειμένου να μη νοσήσουν και άλλοι», δήλωσε η Νατάσα Τσίντα.
«Νομίζω όμως ότι θα καταλήξουμε να μας ξεφεύγουν τα άτομα που έχουν μολυνθεί και είτε δεν έχουν ακόμη εκδηλώσει συμπτώματα - είτε που δεν πρόκειται να εκδηλώσουν συμπτώματα ποτέ».
Πόσο εύκολο είναι για τις επιχειρήσεις οι έλεγχοι θερμοκρασίας σώματος
Εκτός από τον ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό που θα απαιτηθεί για την πραγματοποίηση μεγάλων αριθμών ελέγχων - μέρος του οποίου είναι δύσκολο να αποκτηθεί αυτή τη στιγμή - οι επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν και άλλα εμπόδια.
«Πολλοί από εμάς δεν έχουμε θερμόμετρα στο σπίτι και προς το παρόν υπάρχει έλλειψη στην αγορά», επισημαίνει ο Τζάι Μάραθ.
«Πως θα ξέρουμε πότε και σε ποιον έγινε ο έλεγχος. Για παράδειγμα, πόσο συχνά ελέγχεται;Τι γίνεται με τους υπαλλήλους που παίρνουν φάρμακα όπως το απιρίνη ή Depon για πονοκεφάλους ή αρθρίτιδα, τα οποία μπορεί ρίξουν τον πυρετό;»
Ταυτόχρονα η Νατάσα Τσίντα θέτει τα παρακάτω ερωτήματα.
«Ποιος θα κάνει τις μετρήσεις; Θα κάνει ο καθένας από εμάς έλεγχο στην θερμοκρασία του σώματος του; Αν χρησιμοποιούμε θερμόμετρα στόματος, θα χρειαστούμε πολλά από αυτά. Εάν χρησιμοποιούμε αυτιών ή μετώπου, αυτά μπορεί να είναι αναξιόπιστα εάν δεν τα χρησιμοποιούμε σωστά. Μπορεί να εξαρτάται από το μέγεθος της επιχείρησης ως προς το πόσο πρακτικό είναι».
΄Αλλα μέτρα που θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικά
Οι ειδικοί σημειώνουν ότι οι θερμομετρήσεις δεν πρέπει να είναι η μοναδική μέθοδος παρακολούθησης και πρόληψης της εξάπλωσης του κορονοϊού.Και προς το παρόν, το να κρατάμε τις αποστάσεις μπορεί να είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε.
«Οταν επανέλθουμε στη νέα κανονικότητα, θα πρέπει να συνεχίσουμε να κρατάμε τις αποστάσεις έως ότου έχουμε καλύτερα τρόπους ανίχνευσης του ιού και περισσότερες διαθέσιμες θεραπείες», είναι η γνώμη της Τσίντα.
«Οταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε δημόσιο χώρο, θα πρέπει να διατηρούν απόσταση των δύο μέτρων».
Ο Στίβεν Τζούρασεκ υποστηρίζει ότι οι εκτεταμένοι έλεγχοι για λοίμωξη και ανίχνευση όσων έχουν κολλήσει τον ιο, είναι απαραίτητες.
«Ο έλεγχος είναι απαραίτητος για να μπορούμε να έχουμε μια εικόνα των κρουσμάτων και πως αυτά επηρεάζει την κοινωνία, στο σύνολο της. Θα μας βοηθήσει να προβλέψουμε πού βρισκόμαστε στην πανδημία, όσον αφορά το ποσοστό εξάπλωσης των λοιμώξεων και την ανοσία της αγέλης».
Αλλά ο έλεγχος ιών δεν είναι αλάνθαστος, επισημαίνει ο Στίβεν Τζούρασεκ, επειδή κάποιος που είναι αρνητικός σήμερα μπορεί να είναι θετικός αύριο.
Το τεστ αντισωμάτων ή η δυνατότητα ανίχνευσης εάν κάποιος έχει ήδη μολυνθεί με COVID-19, είναι επίσης χρήσιμο, αλλά δεν είναι και η τέλεια λύση. Η διάρκεια του πότε κάποιος που έχει αναρρώσει από τον κορονοϊό θα βρεθεί θετικός στα αντισώματα ποικίλλει από άτομο σε άτομο και μερικές φορές μπορεί να πάρουμε μία λανθασμένη απάντηση, είναι η άποψη του Μάραθ.
Επιπλέον ο Μάραθ εξηγεί ότι, «δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το εάν η παρουσία αντισώματος σημαίνει ότι το άτομο έχει προστασία έναντι του ιού».
Οσο σημαντική και να είναι η θερμομέτρηση, η καλύτερη και πιο ασφαλείς μέθοδοι είναι αυτές που ακολουθούμε μέχρι τώρα στην καθημερινότητα μας.
Με άλλα λόγια #Μένουμε_Σπίτι, ιδίως αν νιώθουμε αδιάθετοι, πλένουμε τα χέρια μας πολύ καλά, φοράμε μάσκα σε κλειστούς χώρους, ενώ καλύπτουμε πάντα το πρόσωπο μας όταν βήχουμε ή φταρνιζόμαστε.
Οπως λέει ο Στίβεν Τζούρασεκ, «Κάποια μορφή διαλογής, πιθανότατα θα οδηγήσει σε πιο έγκαιρη σύλληψη συμπτωματικών ανθρώπων και τουλάχιστον θα κάνει τους εργαζόμενους πιο ενήμερους και πιο πιθανό να παρακολουθούν τον εαυτό τους πριν πάνε για δουλειά».
«Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτές οι προσεγγίσεις δεν είναι απόλυτα αποτελεσματικές και πρέπει να εφαρμόζονται άλλες βασικές υγειονομικές και δημόσιες προφυλάξεις».
Πολίτες που ανησυχούν ότι πάσχουν από λοίμωξη του αναπνευστικού (πυρετό ή/και βήχα ή/και δύσπνοια) και ήρθαν σε επαφή με πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα ή έχουν ιστορικό ταξιδιού σε πληττόμενες χώρες θα πρέπει να επικοινωνούν με τον ΕΟΔΥ στο τηλ. 1135.
Προσοχή: Δεν θα πρέπει να επισκέπτονται ιδιωτικά ιατρεία, εφημερεύοντα νοσοκομεία, εξωτερικά ιατρεία κ.λπ. Ο ΕΟΔΥ θα μεριμνήσει για την διακομιδή τους σε νοσοκομεία αναφοράς του κορονοϊού. Χρήσιμες πληροφορίες εδώ.