«Μην αφήνεις ποτέ μια κρίση να πάει χαμένη.»
ΟΥΙΝΣΤΟΝ ΤΣΩΡΤΣΙΛ
Μεταξύ 5 και 10% εκτιμά η κυβέρνηση την πτώση του ελληνικού ΑΕΠ φέτος. Μεταξύ 10 και 17% είναι η (ρεαλιστικότερη) πρόβλεψη του Εconomist. Υπάρχουν δε και χειρότερα προγνωστικά. Η Ελλάδα που (υποτίθεται ότι) ανήκει στα κράτη με τις λιγότερες απώλειες από την πανδημία (στην πραγματικότητα είμαστε στον παγκόσμιο μέσο όρο), οικονομικά πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλο.
Γιατί;Όλοι οι εκτιμητές, από τον ΟΟΣΑ ώς τoOxfordEconomics, στο ερώτημα «τις πταίει;» απαντούν μονολεκτικά: ο τουρισμός. Όπως η εξάρτησή μας από τη σταφίδα στα τέλη του 19ου αιώνα, έτσι και τώρα η (ακόμη εντονότερη) εξάρτηση της οικονομίας μας από τον τουρισμό προμηνύεται εθνικές καταστροφές. Όταν το 65% των ξενοδόχων μας δηλώνουν ότι κινδυνεύουν με χρεοκοπία και αυτοί μας δίνουν το 25-30% του ΑΕΠ, καταλαβαίνει κανείς πόσο βαθιά πριονισμένο είναι το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε.
Σε σοβαρές χώρες, αυτή η κατάσταση θα είχε σημάνει προ πολλού εθνικό συναγερμό. Όταν στις αρχές του 1990 η Φιλανδία έχασε το 20% του ΑΕΠ της λόγω της ξαφνικής κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης που ήταν ο κύριος προορισμός των εξαγώγιμων προϊόντων της, η χώρα πραγματοποίησε ένα παραγωγικό και τεχνολογικό άλμα. Εμπλούτισε και διαφοροποίησε την οικονομική της βάση, ενίσχυσε την παραγωγή και την καινοτομία και ανέκαμψε ταχύτατα.
Παρότι και στον δικό μας Τύπο, πληθαίνουν οι φωνές που επισημαίνουν το αδιέξοδο και τονίζουν ότι το τωρινό μας «αναπτυξιακό» μοντέλο είναι αδιέξοδο, μέχρι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη προβληματίζεται καν για την κατάσταση. Έτσι διαβάζουμε για «βαριά πακέτα» στήριξης, και πάλι, του τουρισμού. Ακούμε για εισηγήσεις των ιθυνόντων να απαλλαγεί ο κλάδος από την προκαταβολή φόρου εισοδήματος φέτος, για μειώσεις του ΦΠΑ σε διαμονή, εστίαση και μεταφορές, για την αναστολή ή και κατάργηση του τέλους διαμονής κ.ο.κ.
Αντί να δοθούν επιτέλους κίνητρα στους άλλους κλάδους ώστε να καλύψουν προοπτικά το κενό που αφήνει το ναυάγιο του τουρισμού, θα δούμε πιθανότατα μια από τα ίδια. Όχι την υποστήριξη αλλά την επιβάρυνσή τους, ώστε να κρατηθεί στη ζωή εκείνος που προκαλεί στην οικονομία μας την τωρινή άκρως επικίνδυνη δομική της ανισορροπία. Διότι, βεβαίως, όλα αυτά τα «πακέτα», κάποιοι θα κληθούν να τα πληρώσουν…
Κανείς θα αντιτάξει: πάνω στην κορύφωση της κρίσης, και με τόσες επιχειρήσεις και απασχολουμένους να απειλούνται, ο στρατηγικός αναπροσανατολισμός μπορεί να περιμένει. Η ένσταση αυτή είναι εσφαλμένη: ακριβώς οι μεγάλοι κλονισμοί παρέχουν την ευκαιρία της ανασύνταξης. Σε εποχές μέσες-άκρες ομαλές, λείπει η πίεση που καθιστά τη ριζική μεταβολή εφικτή.
Το θέμα είναι ότι δεν μπορούμε να είμαστε καν βέβαιοι ότι θα έχουμε άλλη ευκαιρία. Όσοι ισχυρίζονται ότι σε τρία-τέσσερα χρόνια ο τουριστικός κλάδος θα έχει επιστρέψει στις παλιές του «δόξες», απλούστατα δεν παρακολουθούν τα πλανητικά δεδομένα. Διότι δεν είναι μόνο οι πανδημίες που ενδέχεται να μεταβάλουν άρδην το οικονομικό τοπίο διεθνώς και την συμπεριφορά των ανθρώπων μειώνοντας δραστικά τις αεροπορικές μεταφορές και τα ταξίδια σε μόνιμη βάση. Για τον ελληνικό τουρισμό υπάρχουν τουλάχιστον τρεις μείζονες κίνδυνοι που καθιστούν την άμεση αλλά και την μεσομακροπρόθεσμή του επιβίωση αμφίβολη.
Ο πρώτος είναι η θυελλώδης οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε. Αυτή πυροδοτήθηκε μεν από την πανδημία, ήταν ωστόσο αναμενόμενη και από πολλούς παρατηρητές προβλέπεται ότι θα έχει ιστορικές (μερικοί λένε ακόμη και ”κοσμοϊστορικές”) διαστάσεις. Αν η ύφεση στις χώρες προορισμού διαρκέσει, οι συνέπειες εδώ σε μας θα είναι περισσότερο έντονες, δεδομένου μάλιστα ότι εδώ και δεκαετίες ελκύουμε επισκέπτες κατά κύριο λόγο χαμηλού εισοδήματος. Η προηγούμενη κρίση του 2008 έπληξε τις κύριες τουριστικές μας αγορές μόνο πρόσκαιρα. Με αυτήν εδώ κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου βέβαιο.
Ο δεύτερος λόγος είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ένα θερμό επεισόδιο, μια υποκινούμενη μεταναστευτική κρίση, πολλώ δε μάλλον μια άμεση πολεμική εμπλοκή μπορεί να πλήξει βαρύτατα τον ελληνικό τουρισμό ‒ και όχι μόνο στις παραμεθόριες περιοχές του Αιγαίου. Ίσως μάλιστα ο Ερντογάν ή οι διάδοχοί του δεν χρειαστούν καν την χρήση των όπλων για να γονατίσουν την άμυνά μας. Με το 90% του ΑΕΠ των νήσων του Νότιου Αιγαίου να κρέμεται από τον τουρισμό, αρκεί για την Άγκυρα η δημιουργία μιας έκρυθμης κατάστασης διαρκείας κατά τους θερινούς μήνες ώστε να τραυματίσει καίρια την ελληνική οικονομία αλλά και τις ίδιες στρατιωτικές μας δυνατότητες. Ήδη η τωρινή κρίση φαίνεται να στέλνει στις ελληνικές καλένδες τα, ζωτικής σημασίας, εξοπλιστικά προγράμματα που είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση, ή έστω να τα αναβάλλει. Οι Τούρκοι έχουν δείξει ότι αρέσκονται στους υβριδικού τύπου πολέμους. Μια τεχνητή ελληνοτουρκική κρίση για εκείνους θα είναι αντιμετωπίσιμη, αφού υπό ομαλές συνθήκες εξαρτώνται σε μικρότερο βαθμό από το τουριστικό συνάλλαγμα. Για εμάς όμως μπορεί να αποδειχθεί μοιραία.
Ο τρίτος λόγος είναι η κλιματική αλλαγή. Η πλανητική υπερθέρμανση μετατρέπει ταχύτατα της Ελλάδα σε περιοχή οιονεί ημιτροπική με πολλούς και ενισχυμένους καύσωνες ιδίως την περίοδο της τουριστικής αιχμής. Μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι οι συνέπειές της θα κοστίσουν στη χώρα πάνω από 700 δισ. ώς το τέλος του αιώνα και θα πλήξουν ιδίως τον τουρισμό. Αυτή είναι όμως μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Ήδη στις κύριες χώρες προέλευσης των επισκεπτών μας, η στάση των ανθρώπων απέναντι στα αεροπορικά ταξίδια μεταβάλλεται. Καθώς το οικολογικό κίνημα θέτει στο στόχαστρό του τις αεροπορικές μεταφορές και την τουριστική βιομηχανία είναι βέβαιο ότι αυτό θα έχει επιπτώσεις και για την Ελλάδα. Η τελευταία έχει επιπλέον το μειονέκτημα ότι δεν γειτονεύει με τις κύριες τουριστικές αγορές της (Βρετανία, Γερμανία, Σκανδιναβία), άρα δεν έχει να ελπίζει από την ανάπτυξη του οδικού ή σιδηροδρομικού τουρισμού.
Συνελόντι ειπείν, και εν είδει επιμυθίου: κάθε μονοκαλλιέργεια, στην οικονομία ή στην οικολογία, είναι υπόθεση τοξική. Η Ελλάδα αποθέτοντας όλα της τα αβγά σε ένα καλάθι, στο καλάθι του τουρισμού, διακυβεύει πολύ περισσότερα από την ευημερία και την ασφάλειά της. Η απεξάρτησή μας από αυτόν, ο εμπλουτισμός και η διαφοροποίηση της οικονομίας μας και η ανασυγκρότηση της παραγωγικής μας βάσης δεν είναι ζήτημα αναπτυξιακό. Είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Η κλεψύδρα αδειάζει. Η πολιτική τάξη της χώρας άφησε την ευκαιρία της προηγούμενης κρίσης να περάσει ανεκμετάλλευτη. Αρνήθηκε να αντιμετωπίσει ριζικά το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως εθνική συλλογικότητα, την παραγωγική υποπλασία της οικονομίας μας. Τώρα έχει μια δεύτερη. ‒ Ίσως την τελευταία.